Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου «Στο δρόμο», τώρα στα πενήντα μου χρόνια, βρίσκομαι πιο κοντά στον Χέρτζοκ, και τον Βίλχελμ. Το μόνο που έχω να κάνω από αυτό το μυθικό βιβλίο, τουλάχιστον για την γενιά μου, κλείνοντάς το οριστικά, είναι να ακούσουμε τη μουσική του Perez Prado, όχι ακριβώς την ίδια που άκουσαν και χόρεψαν μαζί με τα κορίτσια στο μπουρδέλο της Γκρεγκόρια, ο Ντην, ο Σαλ, και ο Σταν, όπως περιγράφεται στις υπέροχες σελίδες του ταξιδιού τους στο Μεξικό. Αντιγράφω από αυτές τις σελίδες, για να απολαύσουμε το κλίμα που βρέθηκαν οι ήρωές μας, και να μεταφερθούμε κοντά τους, έστω και μέσω της μουσικής.
“Πίσω απ’ το μπαρ στεκόταν τ’αφεντικό, ένας νεαρός, που βγήκε τρέχοντας, όταν του είπαμε πως θέλουμε ν’ακούσουμε μάμπο και που γύρισε πίσω με μια στοίβα δίσκους, οι περισσότεροι του Πέρεζ Πράντο, και τους έβαλε να παίξουν δυναμώνοντας το μεγάφωνο. Στη στιγμή, όλη η πόλη της Γκρεγκόρια άκουγε πως είχαμε γλέντι στη Σόλα νε Μπαίλ. Στην ίδια αίθουσα, η αντάρα της μουσικής- γιατί έτσι πρέπει πραγματικά να παίζει ένα τσουκμπόξ και γι’αυτό είναι φτιαγμένο- ήταν τόσο τρομερή που ο Ντην, ο Σταν κι εγώ για μια στιγμή συγκλονιστήκαμε καθώς συνειδητοποιήσαμε πως ποτέ δεν είχαμε τολμήσει να βάλουμε τη μουσική τόσο δυνατά όσο θέλαμε και τώρα ήταν όσο δυνατά θέλαμε. Το τσουκμπόξ έπαιζε και η μουσική ερχόταν καταπάνω μας. Σε λίγα λεπτά, η μισή γειτονιά ήταν στα παράθυρα κοιτάζοντας τους Αμερικάνους να χορεύουν με τα κορίτσια. Έστεκαν όλοι τους πλάι στους μπάτσους πάνω στο βρώμικο πεζοδρόμιο, σκύβοντας μέσα, άνετα και αδιάφορα, για να δουν «More Mambo Jambo”, “Chattanooga de Mambo”, “Mambo Numero Ocho”- όλοι αυτοί οι τρομεροί ρυθμοί αντηχούσαν και πλανιόνταν στο χρυσαφένιο μυστηριακό απόγευμα, η ίδια η μουσική που φανταζόμαστε πως θ’ ακούσουμε την τελευταία μέρα του κόσμου και κατά την Ημέρα της Κρίσεως. Οι τρομπέτες ακούγονταν τόσο δυνατά που σκέφτηκα πως μπορεί να τις άκουγαν καθαρά ως τη έρημο, απ’ όπου τελικά είναι και η προέλευσή τους. Τα ντραμς ήταν τρελά. Ο ρυθμός μάμπο είναι ένας ρυθμός conga που προέρχεται από τον Κόνγκο, ποταμό της Αφρικής και του κόσμου. Είναι στ’αλήθεια ο ρυθμός του κόσμου....Τα ακόρντα του πιάνου μας έλουζαν πέφτοντας απ’το μεγάφωνο. Οι κραυγές του αρχηγού του γκρουπ ήταν σαν μεγάλες πνοές στον αέρα. Τα τελικά ρεφραίν της τρομπέτας που έρχονταν πάνω σ’ένα κρεσέντο σε bongo και conga ντραμς σ’αυτό το θεότρελο δίσκο της Chattanooga, έκαναν τον Ντην να μείνει για μια στιγμή ακίνητος, ώσπου ίδρωσε και αναρρίγησε. Ύστερα, όταν οι τρομπέτες ανατάραξαν το νυσταλέο αέρα με του κυματιστούς αντίλαλούς τους, όπως σε μια σπηλιά ή σ’ένα κοίλωμα, τα μάτια του μεγάλωσαν και στρογγύλεψαν σαν να βλεπε το διάβολο και τα κλεισε σφιχτά. Είχα κι εγώ ο ίδιος ξετιναχτεί σαν άψυχη κούκλα. Άκουσα τις τρομπέτες να τρυπάνε το φως και έτρεμα ολόκληρος.»
Υ.Γ Ελπίζω να ακούσουμε τις επόμενες μέρες, τον Jarlie Parker και Lester Young, για ένα ταξιδάκι στο Ντένβερ τη όμορφη χρονιά του 49.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου