Τρίτη, Ιουλίου 31, 2007
ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΠΙ
Και μέσα σ' όλα αυτά, δεν παράγγειλα πατζάρια και κόκκινη κολοκύθα για τον σεφ!!!
Κυριακή, Ιουλίου 29, 2007
Charlie Parker - "Στο δρόμο"
Τετάρτη, Ιουλίου 25, 2007
PEREZ PRADO
Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου «Στο δρόμο», τώρα στα πενήντα μου χρόνια, βρίσκομαι πιο κοντά στον Χέρτζοκ, και τον Βίλχελμ. Το μόνο που έχω να κάνω από αυτό το μυθικό βιβλίο, τουλάχιστον για την γενιά μου, κλείνοντάς το οριστικά, είναι να ακούσουμε τη μουσική του Perez Prado, όχι ακριβώς την ίδια που άκουσαν και χόρεψαν μαζί με τα κορίτσια στο μπουρδέλο της Γκρεγκόρια, ο Ντην, ο Σαλ, και ο Σταν, όπως περιγράφεται στις υπέροχες σελίδες του ταξιδιού τους στο Μεξικό. Αντιγράφω από αυτές τις σελίδες, για να απολαύσουμε το κλίμα που βρέθηκαν οι ήρωές μας, και να μεταφερθούμε κοντά τους, έστω και μέσω της μουσικής.
“Πίσω απ’ το μπαρ στεκόταν τ’αφεντικό, ένας νεαρός, που βγήκε τρέχοντας, όταν του είπαμε πως θέλουμε ν’ακούσουμε μάμπο και που γύρισε πίσω με μια στοίβα δίσκους, οι περισσότεροι του Πέρεζ Πράντο, και τους έβαλε να παίξουν δυναμώνοντας το μεγάφωνο. Στη στιγμή, όλη η πόλη της Γκρεγκόρια άκουγε πως είχαμε γλέντι στη Σόλα νε Μπαίλ. Στην ίδια αίθουσα, η αντάρα της μουσικής- γιατί έτσι πρέπει πραγματικά να παίζει ένα τσουκμπόξ και γι’αυτό είναι φτιαγμένο- ήταν τόσο τρομερή που ο Ντην, ο Σταν κι εγώ για μια στιγμή συγκλονιστήκαμε καθώς συνειδητοποιήσαμε πως ποτέ δεν είχαμε τολμήσει να βάλουμε τη μουσική τόσο δυνατά όσο θέλαμε και τώρα ήταν όσο δυνατά θέλαμε. Το τσουκμπόξ έπαιζε και η μουσική ερχόταν καταπάνω μας. Σε λίγα λεπτά, η μισή γειτονιά ήταν στα παράθυρα κοιτάζοντας τους Αμερικάνους να χορεύουν με τα κορίτσια. Έστεκαν όλοι τους πλάι στους μπάτσους πάνω στο βρώμικο πεζοδρόμιο, σκύβοντας μέσα, άνετα και αδιάφορα, για να δουν «More Mambo Jambo”, “Chattanooga de Mambo”, “Mambo Numero Ocho”- όλοι αυτοί οι τρομεροί ρυθμοί αντηχούσαν και πλανιόνταν στο χρυσαφένιο μυστηριακό απόγευμα, η ίδια η μουσική που φανταζόμαστε πως θ’ ακούσουμε την τελευταία μέρα του κόσμου και κατά την Ημέρα της Κρίσεως. Οι τρομπέτες ακούγονταν τόσο δυνατά που σκέφτηκα πως μπορεί να τις άκουγαν καθαρά ως τη έρημο, απ’ όπου τελικά είναι και η προέλευσή τους. Τα ντραμς ήταν τρελά. Ο ρυθμός μάμπο είναι ένας ρυθμός conga που προέρχεται από τον Κόνγκο, ποταμό της Αφρικής και του κόσμου. Είναι στ’αλήθεια ο ρυθμός του κόσμου....Τα ακόρντα του πιάνου μας έλουζαν πέφτοντας απ’το μεγάφωνο. Οι κραυγές του αρχηγού του γκρουπ ήταν σαν μεγάλες πνοές στον αέρα. Τα τελικά ρεφραίν της τρομπέτας που έρχονταν πάνω σ’ένα κρεσέντο σε bongo και conga ντραμς σ’αυτό το θεότρελο δίσκο της Chattanooga, έκαναν τον Ντην να μείνει για μια στιγμή ακίνητος, ώσπου ίδρωσε και αναρρίγησε. Ύστερα, όταν οι τρομπέτες ανατάραξαν το νυσταλέο αέρα με του κυματιστούς αντίλαλούς τους, όπως σε μια σπηλιά ή σ’ένα κοίλωμα, τα μάτια του μεγάλωσαν και στρογγύλεψαν σαν να βλεπε το διάβολο και τα κλεισε σφιχτά. Είχα κι εγώ ο ίδιος ξετιναχτεί σαν άψυχη κούκλα. Άκουσα τις τρομπέτες να τρυπάνε το φως και έτρεμα ολόκληρος.»
Υ.Γ Ελπίζω να ακούσουμε τις επόμενες μέρες, τον Jarlie Parker και Lester Young, για ένα ταξιδάκι στο Ντένβερ τη όμορφη χρονιά του 49.
Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2007
ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΕΣ
Επ’ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου «Μεταμορφώσεις» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, από την εφημερίδα το «Βήμα», αντιγράφω από τον πρόλογο των «Απάντων» του, το κλείσιμο του εισαγωγικού σημειώματος του Αχιλλέα Κυριακίδη, μεταφραστή του Μπόρχες.
«Αν κάτι μου δίδαξε ο Μπόρχες, δεν είναι πως να βγω απ’ τον λαβύρινθο, αλλά πότε(και, κυρίως, πώς) να παραδεχτώ ότι χάθηκα».
Υπενθύμιση δική μου: να προσέξουμε ο λαβύρινθος μας, να μην είναι ευθεία γραμμή.
«Αν κάτι μου δίδαξε ο Μπόρχες, δεν είναι πως να βγω απ’ τον λαβύρινθο, αλλά πότε(και, κυρίως, πώς) να παραδεχτώ ότι χάθηκα».
Υπενθύμιση δική μου: να προσέξουμε ο λαβύρινθος μας, να μην είναι ευθεία γραμμή.
Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007
"Στο δρόμο"
Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο «Στο δρόμο» του Τζακ Κέρουακ, από την προσφορά της εφημερίδας το «Βήμα». Ένα μυθικό βιβλίο τουλάχιστον για μένα, που το διάβασα πριν αρκετά χρόνια, δεν θυμάμαι πια πότε, από τις εκδόσεις «Πλέθρον», σίγουρα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, στρατευμένος πολιτικά στην υπόθεση της ανατροπής του καπιταλισμού. Τα όμορφα εκείνα χρόνια , όχι βέβαια από την μεριά της νεότητας, αλλά των καλλιτεχνικών ανησυχιών, που δεν επέβαλαν την ακαδημαική ανάγνωση, ή φιλολογική ας πούμε καλύτερα, ανάμεσα στις πρώτες ποιητικές προσπάθειες, το «Τι να κάνουμε», που ένοιωθα ενοχή που δεν το είχα ακόμη διαβάσει στα είκοσί μου χρόνια, σε κομματικές συνεδριάσεις, ταβέρνες της Καισαριανής, στο θρυλικό «Μαρινάκη», όπου συνθέταμε τραγουδάκια για το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, όπως πχ
Το ένατο συνέδριο
Λέει για τις θέσεις μας
Οδηγητές – Οδηγητές είναι ο Λένιν και ο Μάρξ
Μεταξύ όλων αυτών, η συστολή που με διακατείχε όταν πήγα στη στοά του Κέδρου, να αγοράσω τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες», και φοβόμουν να μπω να το ζητήσω, γιατί ντρεπόμουν που είχα τόσο πολύ αργήσει να το διαβάσω, μέσα στην απογοήτευση που δεν κατάφερα να πάω στην Σοβιετική Ένωση να σπουδάσω, στα χέρια μου βρέθηκε το βιβλίο «Στο δρόμο». Ήταν τότε που άρχισα να ξεμυτίζω από τα στενά όρια του συγκεντρωτισμού, που πρότυπό μου πια δεν ήταν το «Ανθρωπάκι», να αναζητώ μια πορεία που δειλά απομακρυνόταν από την ασφυκτική και προδιαγεγραμένη πορεία, που η ερμηνεία της, κυρίως, την έκανε απωθητική. Ας είναι καλά οι φίλοι, ο «Λέντζος», το «Πέτρινο Λουλούδι», το σπίτι του Βάζου και του Λάσκαρη, ακόμα – ακόμα το σπίτι της Ράνιας. Το διάβασα λοιπόν, γνώρισα την Αμερική που ούτε φανταζόμουν ότι υπάρχει, ζήλεψα την πορεία των ηρώων, και όπως είναι φυσικό, αφού εντυπωσιάστηκα από την ανάγνωσή του, το έδωσα στον αδελφό μου να το διαβάσει, μήπως έτσι ξεφύγει από τη μιζέρια της σκέψης του λογιστηρίου και της βραδυνής εξόδου.
Μετά από χρόνια, πέρασαν από τα χέρια μου συγγραφείς όλων των μεγεθών, που αγάπησα αλλά και μίσησα. Τους τελευταίους, για να αδειάζει η βιβλιοθήκη, αλλά και από μια τάση ανεξήγητης εκδίκησης για όσους ανυποψίαστοι θα τα δανείζονταν, τα έδωσα στην δημοτική Βιβλιοθήκη της Ρόδου. Ζήτησα το «Στο δρόμο» από τον αδελφό μου, διότι τώρα πια η φιλολογική ανάγνωση, όπως προανάφερα, απαιτούσε το συγκεκριμένο βιβλίο για να έχει μια όσο δυνατόν ολοκληρωμένη ιδέα για την αμερικάνικη λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Ντος Πάσος, Φώκνερ, Φιτζέραλντ, Χεμινγουαίη, Στάινμπεγκ, Μπέλοου, Σάλιντζερ κλπ. Φυσικά δεν ήξερε που το είχε καταχωνιάσει, δεν θυμόταν καν ότι του το είχα δανείσει, κι έτσι η ιδέα μου για την αμερικάνικη λογοτεχνία του 20ου αιώνα παρέμεινε ατελής.
Τώρα πια που πενηντάρησα θα διαβάσω το «Στο δρόμο» έτσι και μόνο για να αποτινάξω τους συμβιβασμούς των εικοσιπέντε χρόνων, τουλάχιστον στην αναγνωστική μου πορεία, αγωνιστική ούτε που να το συζητάμε, για να δω την ανάγνωση δίχως καταναγκασμούς και όψιμες λογοτεχνικές κατακτήσεις.
Διαβάζω λοιπόν ξανά το «Στο δρόμο» γιατί είναι ένα κλασσικό βιβλίο, αλλά για να δω, αν τα καταφέρω, τι άλλαξε μέσα μου.
Το ένατο συνέδριο
Λέει για τις θέσεις μας
Οδηγητές – Οδηγητές είναι ο Λένιν και ο Μάρξ
Μεταξύ όλων αυτών, η συστολή που με διακατείχε όταν πήγα στη στοά του Κέδρου, να αγοράσω τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες», και φοβόμουν να μπω να το ζητήσω, γιατί ντρεπόμουν που είχα τόσο πολύ αργήσει να το διαβάσω, μέσα στην απογοήτευση που δεν κατάφερα να πάω στην Σοβιετική Ένωση να σπουδάσω, στα χέρια μου βρέθηκε το βιβλίο «Στο δρόμο». Ήταν τότε που άρχισα να ξεμυτίζω από τα στενά όρια του συγκεντρωτισμού, που πρότυπό μου πια δεν ήταν το «Ανθρωπάκι», να αναζητώ μια πορεία που δειλά απομακρυνόταν από την ασφυκτική και προδιαγεγραμένη πορεία, που η ερμηνεία της, κυρίως, την έκανε απωθητική. Ας είναι καλά οι φίλοι, ο «Λέντζος», το «Πέτρινο Λουλούδι», το σπίτι του Βάζου και του Λάσκαρη, ακόμα – ακόμα το σπίτι της Ράνιας. Το διάβασα λοιπόν, γνώρισα την Αμερική που ούτε φανταζόμουν ότι υπάρχει, ζήλεψα την πορεία των ηρώων, και όπως είναι φυσικό, αφού εντυπωσιάστηκα από την ανάγνωσή του, το έδωσα στον αδελφό μου να το διαβάσει, μήπως έτσι ξεφύγει από τη μιζέρια της σκέψης του λογιστηρίου και της βραδυνής εξόδου.
Μετά από χρόνια, πέρασαν από τα χέρια μου συγγραφείς όλων των μεγεθών, που αγάπησα αλλά και μίσησα. Τους τελευταίους, για να αδειάζει η βιβλιοθήκη, αλλά και από μια τάση ανεξήγητης εκδίκησης για όσους ανυποψίαστοι θα τα δανείζονταν, τα έδωσα στην δημοτική Βιβλιοθήκη της Ρόδου. Ζήτησα το «Στο δρόμο» από τον αδελφό μου, διότι τώρα πια η φιλολογική ανάγνωση, όπως προανάφερα, απαιτούσε το συγκεκριμένο βιβλίο για να έχει μια όσο δυνατόν ολοκληρωμένη ιδέα για την αμερικάνικη λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Ντος Πάσος, Φώκνερ, Φιτζέραλντ, Χεμινγουαίη, Στάινμπεγκ, Μπέλοου, Σάλιντζερ κλπ. Φυσικά δεν ήξερε που το είχε καταχωνιάσει, δεν θυμόταν καν ότι του το είχα δανείσει, κι έτσι η ιδέα μου για την αμερικάνικη λογοτεχνία του 20ου αιώνα παρέμεινε ατελής.
Τώρα πια που πενηντάρησα θα διαβάσω το «Στο δρόμο» έτσι και μόνο για να αποτινάξω τους συμβιβασμούς των εικοσιπέντε χρόνων, τουλάχιστον στην αναγνωστική μου πορεία, αγωνιστική ούτε που να το συζητάμε, για να δω την ανάγνωση δίχως καταναγκασμούς και όψιμες λογοτεχνικές κατακτήσεις.
Διαβάζω λοιπόν ξανά το «Στο δρόμο» γιατί είναι ένα κλασσικό βιβλίο, αλλά για να δω, αν τα καταφέρω, τι άλλαξε μέσα μου.
Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2007
Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ
Για όλους όσοι ξεφύγουν από την κεφαλοκλισία που προτείνουν οι διαφημιστικές προτάσεις των εφημερίδων, και τα καλοπροαίρετα ούτως ή άλλως blogs, συναντήσουν τυχαία το «Αβεσαλώμ, Αβεσαλώμ», του Φώκνερ, ή το επιζητήσουν από μια ανεξήγητη μανία, παραθέτω τις προσωπικές σημειώσεις μου από την ανάγνωση του βιβλίου, τον χειμώνα του 2004.
Τις σημειώσεις αυτές κρατούσα γιατί η έκδοση του «Οδυσσέα» δεν είχε καμμιά βοήθεια για την κατανόηση αυτού του αριστουργήματος. Ο δομή του έργου δυσκολεύει την κατανόησή του, ειδικά εμας τους σημερινούς αναγνώστες.
Είναι φυσικά ελάχιστα εμπλουτισμένο με πληροφορίες από το Internet που ξεπερνούν το 1.000.000 sites . Οι αναφορές στο έργο, όσες άντεξα να διαβάσω μέχρι να ξεδιαλύνω ωρισμένες απορίες μου, παρουσιάζουν χρονολογικές αποκλίσεις του ενός χρόνου, που δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν οφείλονται στην ανάγνωσή μου ή στην μεταφράστρια. Πιθανότερο βέβαια το πρώτο αλλά καμμιά φορά δεν ξέρεις . Σε ωρισμένες περιπτώσεις ακολούθησα τις προτάσεις των sites ,διότι συμφωνούσαν απόλυτα.
Σεπτέμβριος 1909, απόγευμα, η Ρόζα Κολντφιλντ αφηγείται την ιστορία στον Κουέντιν.
Το γεγονός που αφηγείται η Ρόζα συνέβη πριν 42 χρόνια , άρα Μάιος 1865, τριάντα τρία χρόνια μετά την είσοδο του Σάτπεν στο Τζέφερσον.
Ο Σάτπεν έρχεται λοιπόν στο Τζέφερσον τον Ιούνη του 1832
Το 1832 είναι 25 χρονών. Γεννημένος το 1807
Το 1865 όταν συμβαίνει το γεγονός, η δολοφονία του Τσαρλς Μπον από τον Χένρυ είναι 58 χρονών.
Το 1835 τελειώνει το σπίτι
Το 1838 ο Τόμας Σάτπεν παντρεύεται την Έλλεν Κολντφιλντ(έξη χρόνια μετά τον ερχομό του)
9 Οκτωβρίου 1817 γέννηση της Έλλεν Κολντφιλντ. Θάνατος 23 Ιανουάριου 1863
Το 1864 πεθαίνει ο κ. Κόλντφιλντ στη σοφίτα του
Το 1864 η Ρόζα είναι 19 χρονών, άρα γεννημένη το 1845
Η Τζούντιθ είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από την Ρόζα. Άρα γεννημένη το 1841
Το 1839 γεννιέται ο Χένρυ(δυο χρόνια μεγαλύτερος της Τζούντιθ)
Το 1865 ο Σάτπεν γυρίζει από την Βιρτζίνια. Η Ρόζα είναι 20 χρονών
Το Σεπτέμβρη 1859 ο Χένρυ πηγαίνει στο πανεπιστήμιο του Οξφορντ. Γνωρίζεται με τον Τσαρλς Μπον και κάνουν μαζί διακοπές τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους στα Εκατό του Σάτπεν, για δεκατέσσερεις ημέρες.
Το 1861 η Μίλλυ, μάνα του παιδιού του Τόμας Σάτπεν, εγγονή του Τζόουνς, είναι οκτώ χρονών, άρα γεννημένη το 1853
12 Αυγούστου 1869 δολοφονία του Τόμας Σάτπεν
3 Μαίου 1865 δολοφονία του Τσαρλς Μπον
1831 γέννηση του Τσαρλς Μπον. Δολοφονείται σε ηλικία 34 χρονών
Η εγγονή του Τζόουνς είναι όταν δολοφονείται ο Τόμας Σάτπεν 1869-1853 είναι 16 χρονών
Το 1860 ο Χένρυ ομολογεί στη μητέρα του Τσαρλς Μπον ότι ο γυιός της ερωτεύτηκε την αδελφή του.
Η Τζούντιθ όταν δολοφονείται ο Τόμας Σάτπεν είναι 28 χρονών
1868 ο Τόμας Σάτπεν διαφθείρει την εγγονή του Τζόουνς , 15 χρονών που μένει έγκυος
1869 γεννιέται η κόρη του Τόμας Σάτπεν , που δολοφονείται από τον Τζόουνς, μαζί με τη μητέρα του και τον Τόμας Σάτπεν.
Δεκέμβρης 1871 η Κλύτη φέρνει τον μικρό Τσαρλς Ετιέν Σαιν Βαλερύ Μπον στο σπίτι.
Τζούντιθ 3 Οκτωβρίου 1841. Θάνατος 12 Φεβρουαρίου 1884
1881 Τσαρλς Ετιέν Σαιν Βαλερύ Μπον παντρεύεται
1882 γεννιέται ο Τζιμ Μπον, μοναδικός επιζών; της φωτιάς του Δεκέμβρη 1909
1884 πεθαίνει από κίτρινο πυρετό ο Τσαρλς Ετιέν Σαιν Βαλερύ Μπον. Μαζί του πεθαίνει και η Τζούντιθ που τον βοηθούσε όταν ήταν άρρωστος.
Δεκέμβρη 1909 η Κλύτη βάζει φωτιά στο σπίτι και καίγεται μαζί με τον Χένρυ.
9 Ιανουαρίου 1910 ταφή της Ρόζα Κόλντφηλντ
***Οι διορθώσεις είναι φυσικά ευπρόσδεκτες. Γι'αυτό άλλωστε δημοσίευσα τις σημειώσεις για να πλησιάσουμε το έργο από διαφορετικές πλευρές.
Τις σημειώσεις αυτές κρατούσα γιατί η έκδοση του «Οδυσσέα» δεν είχε καμμιά βοήθεια για την κατανόηση αυτού του αριστουργήματος. Ο δομή του έργου δυσκολεύει την κατανόησή του, ειδικά εμας τους σημερινούς αναγνώστες.
Είναι φυσικά ελάχιστα εμπλουτισμένο με πληροφορίες από το Internet που ξεπερνούν το 1.000.000 sites . Οι αναφορές στο έργο, όσες άντεξα να διαβάσω μέχρι να ξεδιαλύνω ωρισμένες απορίες μου, παρουσιάζουν χρονολογικές αποκλίσεις του ενός χρόνου, που δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν οφείλονται στην ανάγνωσή μου ή στην μεταφράστρια. Πιθανότερο βέβαια το πρώτο αλλά καμμιά φορά δεν ξέρεις . Σε ωρισμένες περιπτώσεις ακολούθησα τις προτάσεις των sites ,διότι συμφωνούσαν απόλυτα.
Σεπτέμβριος 1909, απόγευμα, η Ρόζα Κολντφιλντ αφηγείται την ιστορία στον Κουέντιν.
Το γεγονός που αφηγείται η Ρόζα συνέβη πριν 42 χρόνια , άρα Μάιος 1865, τριάντα τρία χρόνια μετά την είσοδο του Σάτπεν στο Τζέφερσον.
Ο Σάτπεν έρχεται λοιπόν στο Τζέφερσον τον Ιούνη του 1832
Το 1832 είναι 25 χρονών. Γεννημένος το 1807
Το 1865 όταν συμβαίνει το γεγονός, η δολοφονία του Τσαρλς Μπον από τον Χένρυ είναι 58 χρονών.
Το 1835 τελειώνει το σπίτι
Το 1838 ο Τόμας Σάτπεν παντρεύεται την Έλλεν Κολντφιλντ(έξη χρόνια μετά τον ερχομό του)
9 Οκτωβρίου 1817 γέννηση της Έλλεν Κολντφιλντ. Θάνατος 23 Ιανουάριου 1863
Το 1864 πεθαίνει ο κ. Κόλντφιλντ στη σοφίτα του
Το 1864 η Ρόζα είναι 19 χρονών, άρα γεννημένη το 1845
Η Τζούντιθ είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από την Ρόζα. Άρα γεννημένη το 1841
Το 1839 γεννιέται ο Χένρυ(δυο χρόνια μεγαλύτερος της Τζούντιθ)
Το 1865 ο Σάτπεν γυρίζει από την Βιρτζίνια. Η Ρόζα είναι 20 χρονών
Το Σεπτέμβρη 1859 ο Χένρυ πηγαίνει στο πανεπιστήμιο του Οξφορντ. Γνωρίζεται με τον Τσαρλς Μπον και κάνουν μαζί διακοπές τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους στα Εκατό του Σάτπεν, για δεκατέσσερεις ημέρες.
Το 1861 η Μίλλυ, μάνα του παιδιού του Τόμας Σάτπεν, εγγονή του Τζόουνς, είναι οκτώ χρονών, άρα γεννημένη το 1853
12 Αυγούστου 1869 δολοφονία του Τόμας Σάτπεν
3 Μαίου 1865 δολοφονία του Τσαρλς Μπον
1831 γέννηση του Τσαρλς Μπον. Δολοφονείται σε ηλικία 34 χρονών
Η εγγονή του Τζόουνς είναι όταν δολοφονείται ο Τόμας Σάτπεν 1869-1853 είναι 16 χρονών
Το 1860 ο Χένρυ ομολογεί στη μητέρα του Τσαρλς Μπον ότι ο γυιός της ερωτεύτηκε την αδελφή του.
Η Τζούντιθ όταν δολοφονείται ο Τόμας Σάτπεν είναι 28 χρονών
1868 ο Τόμας Σάτπεν διαφθείρει την εγγονή του Τζόουνς , 15 χρονών που μένει έγκυος
1869 γεννιέται η κόρη του Τόμας Σάτπεν , που δολοφονείται από τον Τζόουνς, μαζί με τη μητέρα του και τον Τόμας Σάτπεν.
Δεκέμβρης 1871 η Κλύτη φέρνει τον μικρό Τσαρλς Ετιέν Σαιν Βαλερύ Μπον στο σπίτι.
Τζούντιθ 3 Οκτωβρίου 1841. Θάνατος 12 Φεβρουαρίου 1884
1881 Τσαρλς Ετιέν Σαιν Βαλερύ Μπον παντρεύεται
1882 γεννιέται ο Τζιμ Μπον, μοναδικός επιζών; της φωτιάς του Δεκέμβρη 1909
1884 πεθαίνει από κίτρινο πυρετό ο Τσαρλς Ετιέν Σαιν Βαλερύ Μπον. Μαζί του πεθαίνει και η Τζούντιθ που τον βοηθούσε όταν ήταν άρρωστος.
Δεκέμβρη 1909 η Κλύτη βάζει φωτιά στο σπίτι και καίγεται μαζί με τον Χένρυ.
9 Ιανουαρίου 1910 ταφή της Ρόζα Κόλντφηλντ
***Οι διορθώσεις είναι φυσικά ευπρόσδεκτες. Γι'αυτό άλλωστε δημοσίευσα τις σημειώσεις για να πλησιάσουμε το έργο από διαφορετικές πλευρές.
Τρίτη, Ιουλίου 10, 2007
Κυριακή, Ιουλίου 08, 2007
ΑΒΛΕΨΙΑ Η ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ;
Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2007
ΠΑΙΔΙΚΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΣΤΟΝ ΣΙΝΕΜΑ "ΑΙΟΛΙΑ"
Στον κινηματογράφο «Αιολία» προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να δούμε την ταινία δωρεάν. Που επτάμιση δραχμές για εισιτήριο. Ανεβασμένοι στον χαμηλό μαντρότοιχο που σχημάτιζε ο πίσω χώρος από το «Χάραμα», κατορθώναμε να βλέπουμε από πλάγια και δεξιά την μισή οθόνη. Τα πρόσωπα των ηθοποιών τα βλέπαμε ολόκληρα. Οι πιο ριψοκίνδυνοι ανέβαιναν στον τοίχο από τσιμεντόλιθο που μάντρωνε τον κινηματογράφο από την πλευρά του σκοπευτηρίου. Είχαν σκάψει τον τσιμεντόλιθο για να τον χρησιμοποιούν για στήριγμα του ενός ποδιού και με το άλλο ισορροπούσαν το σώμα τους, ακουμπώντας στα κυπαρίσσια, δίνοντας μικρές ωθήσεις στο σώμα τους. Καθισμένοι στην γεμάτη με γυαλιά από σπασμένα μπουκάλια μάντρα , ακόμη και στα κλαδιά των δένδρων, συνομιλούσαν μεταξύ τους, μιλώντας δυνατά, κάνοντας κρίσεις για τους ηθοποιούς, τη δράση, την εξέλιξη της υπόθεσης, ακόμα και καζούρα αν η ταινία δεν ήταν του γούστου τους. Ένα βράδυ όταν έφτασαν τα χέρια του Χαρδαλούπα στην κορυφή του τοίχου, κάηκαν από το τσιγάρο του ιδιοκτήτη που περίμενε να φανούν τα δάχτυλα του πρώτου λαθροθεατή. Ο γδούπος από το πέσιμο ακούστηκε μέχρι του νόμιμους θεατές. Την άλλη μέρα τον είδα να προσπαθεί και πάλι να ανέβει τον τοίχο.
Τρίτη, Ιουλίου 03, 2007
ΣΙΓΑ ΜΗ ΚΛΑΨΩ, ΣΙΓΑ ΜΗ ΦΟΒΗΘΩ
Μου λεν αν βγω από τον κύκλο θα χαθώ
στα όρια του μοναχά να γυροφέρνω.
Και πως ο κόσμος είν’ ανήμερο θεριό
κι όταν δαγκώνει εγώ καλά είναι να σωπαίνω.
Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μουλεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω.
Μα εγώ μ΄ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.
Μου λεν αν φύγω πιο ψηλά θα ζαλιστώ
καλύτερα στη λάσπη εδώ μαζί τους να κυλιέμαι.
Και πως αν θέλω περισσότερα να δω,
σ’ ένα καθρέφτη μοναχός μου να κοιτιέμαι.
Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω.
Μα εγώ μ΄ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ
στα όρια του μοναχά να γυροφέρνω.
Και πως ο κόσμος είν’ ανήμερο θεριό
κι όταν δαγκώνει εγώ καλά είναι να σωπαίνω.
Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μουλεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω.
Μα εγώ μ΄ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.
Μου λεν αν φύγω πιο ψηλά θα ζαλιστώ
καλύτερα στη λάσπη εδώ μαζί τους να κυλιέμαι.
Και πως αν θέλω περισσότερα να δω,
σ’ ένα καθρέφτη μοναχός μου να κοιτιέμαι.
Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω.
Μα εγώ μ΄ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)