Τρίτη, Απριλίου 10, 2007

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ "ΣΟΥΕΛ" ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ



Στα προσόντα του βιβλίου σημείωσα τουλάχιστον δύο που τα θεωρώ σημαντικά για την αξιολόγηση του έργου. Πρώτον ότι αξιολογείται η «κριτική παρουσίαση»του από την κ. Γεωργακοπούλου έναντι άλλων βιβλιοπαρουσιάσεων πχ του Αλέξη Ζήρα στην «Αυγή»http://www.diapolitismos.gr/epilogi/viewkeimeno.php?id_atomo=174&id_keimeno=570 ή του Παντελή Μπουκάλα,kathimerini.gr , από τους «υπεύθυνους» της ιστιοσελίδας του Γιώργου Παπανδρέου, άρα νομιμοποιείται πολιτικά, και δεύτερον το όνομα του πρωταγωνιστή: Μήτσος Αυγουστής. Βέβαια η παρουσίαση της κ. Γεωργακοπούλου δεν πρέπει να είναι αξιόπιστη γιατί ίσως να μην διάβασε το βιβλίο και απλώς το διέτρεξε. Με υποψιάζει το γεγονός ότι και οι υπεύθυνοι της ιστιοσελίδας να μην το διάβασαν γιατί ή θα την διόρθωναν ή θα απέρριπταν την κριτική της «συγκινητικής»ιστορίας του Μήτσου Αυγουστή και της «πενηντάρας» γυναίκας του σύμφωνα με την κ. Γεωργακοπούλου. Μα η Ιωάννα τονίζει ρητά στην σελίδα 269(η εξηντάρα και βάλε οικοδέσποινα). Πες ότι κουράστηκε η δημοσιογράφος από την πυκνότητα της γραφής και την συγκίνηση, το ίδιο και οι συνεργάτες της σελίδας ΒΙΒΛΙΟ-ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΕΙΣ, http://www.papandreou.gr/papandreou/content/Document.aspx?d=6&rd=7739474&f=1638&rf=1504593415&m=7788&rm=20681579&l=2 εκτός κι αν η δύναμη του συγκοτήματος Λαμπράκη δεν είναι μια ουτοπία, μα στην σ. 70 όπου αναφέρεται εικοσιεννιάρα με τρεις δεσμούς, παντρεύεται τον, κατά Φλώρα, Μίμη, το 1962 . Όταν τον επισκέπτεται στο καράβι το 1997 θα πρέπει να είναι περίπου 64 χρονών. Μην εκθέσουμε την κ. Καρυστιάνη που την βάζει να φτιάχνει 200 κεφτέδες για 19 άτομα προσωπικό του ATHOS III σ.14,αφού ο Μίμης τρώει ελαφρύ δείπνο «δυο φετούλες αρνί, δυο πηρουνιές λαχανικά... καμμιά ξεροψημένη πατάτα»σ.16 η δε Φλώρα «ένα κεφτέ, δυο πηρουνιές (και αυτή δυο;) μακαρόνια σ.74, το προσωπικό απολαμβάνει από δέκα κεφτέδες ο καθένας συν τη λαχανοσαλάτα και το παστίτσιο.
Βέβαια μας προκαταλαμβάνει τι πρόκειται να συναντήσουμε στην ανάγνωση το όνομα του Μήτσου Αυγουστή, του υποπλοιάρχου Μπιρμπίλη, του εκπροσώπου των εφοπλιστών Φλερτάκη, και της γάτας του Μαρίτσας. Με τέτοια ονόματα δεν πρέπει να απορούμε τα παράδοξα που θα συναντήσουμε προχωρώντας την ανάγνωσή μας. Καταγράφω όχι απαραίτητα με χρονική σειρά.
Το πρώτο που μου προκαλεί έκπληξη εντοπίζεται στην σ.65 όταν η Φλώρα ενημερώνει τον Μίμη στην συνάντησή τους στο καράβι ότι «τα σκουπίδια τα μαζεύουν Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή πρωί, το βουλκανιζατέρ τέλος...». Για να εκδικηθεί τη Φλώρα ο Μίμης όταν επιστρέφει σπίτι του στην συνάντηση που γίνεται προς τιμήν του λέει «στυφά και ειρωνικά, η πόλη μεγάλωσε, η θέα ωραία»σ.268 για να επανέλθει η Λίτσα την ώρα που ακούγεται ο Μητσιάς στο πικ απ, ξεχνώντας τον Μπετόβεν σ.192, κάνοντας μια καυτή ερώτηση στον σαφώς επηρεασμένο από τα ποιήματα που απήγγειλαν προς τιμήν του με τη σειρά, ο Σάσα το ποίημα «Θύελλα»,και ο Αντρέι το ¨Σύννεφο»σ.241, για τους μπαμπουίνους Τσάκμα σ.297 , διαλύοντας κυριολεκτικά τα νεύρα μας. Μια κομμώτρια που γράφει τόσο όμορφα, γιατί δεν μπορούμε βέβαια να σκεφτούμε με τέτοιες λέξεις, « γλωσσική διάσταση του λόγου της Λίτσας» την ονομάζει ο Παντελής Μπουκάλας, που θα έκανε και την ίδια την Καρυστιάνη να ζηλέψει, άσχετα αν αναρωτιέται συχνά «τι σκέφτονται άραγε οι μορφωμένες και πως σκέφτονται, με ποιες λέξεις»σ.194, που αφήνει τον Παπαδάκη βγαίνει για μισό λεπτό στις γλάστρες να μυρίζει τα γαρύφαλλα και γυρίζει πάλι μέσα στην καρέκλα της»σ92, δεν πρέπει να κάνει τέτοιες ερωτήσεις.
Βέβαια η Λίτσα σκέφτεται αλλά η Καρυστιάνη στοχάζεται, «ποιητική αποστροφή», γράφει ο Μπουκάλας:Η θλίψη είναι τόπος, κήπος πικρός. Κι ακόμη ένας τόπος είναι ο φόβος, φαράγγι ζοφερό». Αυτά φοβάται ότι θα συναντήσει ο Αντώνης όταν ωριμάσει και από την πρώτη Γυμνασίου «του είχε κολλήσει να περπατάει ανάποδα»σ.167, να ανεβαίνει και να κατεβαίνει τη σκάλα του 9ου Γυμνασίου-Λυκείου Πειραιά σ.167, να μπαίνει στον Άγιο Κωνσταντίνο στα χέρια σ. 168, να ακολουθεί τον Επιτάφιο στο Πόρτο-Χέλι ανάποδα, χωρίς να αποτολμά, αν και δεν το γνωρίζουμε, στις δυο(πάλι;)πορείες που πήρε μέρος μια στα δεκάξη, μια στα δεκαεπτά, που χώθηκε στα ζόρικα μπλοκ κατεβάζοντας τζαμαρίες κλπ καιο πατέρας του προτιμά να έχει στην βιβλιοθήκη του την βιογραφία του Πρόδρομου Τσαουσάκη, με αποτέλεσμα να ρωτάει τον Στέλιο Καζά όταν τον συναντά: “Έχετε γάτα στο σπίτι;”
Αυτά τα λίγα για έναν τυφλό καπετάνιο που σιδερώνει το σακκάκι του, πλέκει και ακούει Frank Sinatra, φτιάχνει καταστάσεις προσωπικού, που όταν επιστρέφει στα παλιά κεφάλαια της ζωής του, απαντά ότι αγαπά «την Μικρασιατική καταστροφή! και την Λίτσα Τσίχλη». Άπλυτος προφανώς για έντεκα χρόνια, αφού για σαμπουάν χρησιμοποιεί σαπούνια για αιμοραίδες, αξύριστος , με μακριά μαλλιά «με μερικές ψαλιδιές», με νύχια άκοπα, και το μεγάλο ερώτημα για το μήκος των τριχών της μύτης του να βασανίζει το μυαλό μας.
Τελικά δεν πρέπει να απορούμε για το Happy end της ιστορίας μας. Ούτε οφείλεται ότι τα κεντρικά πρόσωπα, συντάσσονται με τη λογική της αποκλιμάκωσης, σύμφωνα με τον Ζήρα. Μπορεί η λύση του μεγάλου έρωτα να βρίσκεται στο γεγονός της έναρξής του. Όταν η Λίτσα κουρεύει τα μαλλιά της γιαγιάς του Μήτσου, γιατί «είχε πεθάνει όλη εκτός από τα μαλλιάς της»σ.190

Δεν υπάρχουν σχόλια: