Τρίτη, Ιανουαρίου 28, 2025

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΚΚΑ




 

«Τί γύρευα ἐγώ, τί γύρευα νὰ μπλεχτῶ σὲ μιὰ ἐξ ἀρχῆς καταδικασμένη ὑπόθεση;»

σ.34

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


‘Ηρθε νομίζω ο καιρός να δημοσιεύσω το κείμενο για το συγγραφικό έργο του Μάριου Χάκκα στο λογαριασμό μου του Facebook μετά την σιωπηρή απαξίωση του από το περιοδικό «Φρέαρ» που διήρκησε σαράντα πέντε μέρες περίπου παρά τις «ενοχλήσεις» μου στην διεύθυνση του περιοδικού για την τύχη του κειμένου μου.

 Το κείμενο αυτό με μορφή σημειώσεων άρχισε να γράφεται στις αρχές φθινοπώρου και παραδόθηκε στο περιοδικό στην τελική του μορφή 12 Δεκεμβρίου 2024. Κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών διάβασα και άκουσα αρκετές ενδιαφέρουσες απόψεις για το έργο του Μάριου Χάκκα, οι οποίες, αντί να αμβλύνουν κάποια συμπεράσματα για το έργο του, τα οποία μπορεί να είναι λανθασμένα, ώστε να τα αποποιηθώ ως εσφαλμένα, αντιθέτως ενδυνάμωσαν την άποψη που είχα σχηματίσει για το ιδεολογικοπολιτικό μέρος της γραφής του. Αναγκάστηκα λοιπόν να γράψω το κείμενο που ακολουθεί αφού στα κείμενα που διάβασα και τις ομιλίες που άκουσα διαδικτυακά δεν βρήκα τις απαντήσεις εκείνες που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις ιδέες μου και να θέσουν σε ενέργεια τους μηχανισμούς ανατροπής τους. Ένας διάλογος καταπραϋντικός της διανοητικής φλυαρίας που με κατέτρεχε εκείνο το διάστημα, θα έδινε ένα τέλος στην αχρείαστη επάνοδό μου στην διαδικτυακή αρένα των εύχαρων χαριεντισμών και επιδοκιμασιών.

 Δεν βρήκα όμως κάτι που να με ικανοποιεί, και όπως καταλαβαίνετε συνεχίζω με τα γνωστά και επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα της αναγκαιότητας, του διαλόγου, της αντιπαράθεσης απόψεων και της δημοκρατικότητας του λόγου.

 Βέβαια δεν έχω την αυταπάτη ότι θα βρεθούν πολλοί που θα αποτολμήσουν να φτάσουν μέχρι το τέλος του κειμένου. Η παρουσία του είναι ένα νοητικό βάρος, μια θηλιά στο μυαλό μου που με ρυθμούς, αργούς και βασανιστικούς, συνεχίζει να με οδηγεί σ’έναν διαρκή στροβιλισμό , αν και κάτι μου λέει, παρόλο που δεν θέλω να το παραδεχτώ. ότι βρίσκομαι πάντα στο ίδιο σημείο. 

 Εύχομαι η ματαιοδοξία να μην είναι αυτή που με αναγκάζει να γεμίζω λευκές σελίδες, ανώφελα και ανέξοδα, μόνο και μόνο να δηλώνω παρών, τουλάχιστον εγγράφως.


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ


Να γράψεις για το έργο του Χάκκα το συναισθηματικό φορτίο είναι ανασταλτικός παράγοντας για μια αντικειμενική αποτίμηση του έργου του, ή μάλλον μια πλευρά του έργου του, την ιδεολογικοπολιτική . Δεν βγαίνουν οι λέξεις στο χαρτί, το χέρι δυσκολεύεται να γράψει αυτό που το μυαλό πιστεύει. Είναι η συγκίνηση που κυριαρχεί από την γραφή του Χάκκα, η μεταφορά στην αφήγηση ενός σώματος που πάσχει παλεύοντας με το αναπόφευκτο τέλος, ένα σώμα που συνδιαλέγεται με στιγματισμένους από τη μοίρα απολογισμούς, πολιτικές και ιδεολογικές διαψεύσεις, την απαγκίστρωση από ουτοπικά οράματα, δογματικούς κομματικούς μηχανισμούς, φυλακές, στέρηση ελευθερίας, από πνευματικές εξαρτήσεις, εκπληρωμένους και ανεκπλήρωτους έρωτες. Ένα σώμα στιγματισμένο από τον επερχόμενο θάνατο, που παλεύει να προλάβει τον χρόνο, το ατομικό δράμα ενός ανθρώπου σε αναμέτρηση με τις αναπόφευκτες υπαρξιακές επανατοποθετήσεις, τις μεταμέλειες, τα ματαιωμένα σχέδια, την επανερμηνεία της ζωής που ακολούθησε, τον επαναπροσδιορισμό μιας ιδεολογίας που πίστεψε, τα τραύματα που του άφησε, την εθελοντική αποχώρηση από την οργανωμένη πάλη, τους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς, την προσπάθεια προσαρμογής του με νύχια και με δόντια στην καθημερινότητα της ιδιωτικής σφαίρας, την καταναλωτική ευμάρεια, τις αναλώσιμες, μα τόσο ευεργετικές κοινωνικές σχέσεις, την ασφάλεια της συνήθειας, δίχως κραδασμούς και ανατροπές, και τελικά η διάψευση αυτής της αναπροσαρμογής λόγω της έλλειψης χρόνου.

Αυτή η άδικη απόφαση της μοίρας περνάει συγγραφικά στα πιο ώριμα κείμενα του Χάκκα, όχι για να ξορκίσει αλλά να επεκτείνει συγγραφικά το επερχόμενο τέλος. Και καταφέρνει να επεκτείνει τον χρόνο, ας είναι αφηγηματικός, είναι όμως παρηγορητικός. Από την άλλη πλευρά, κάτι μέσα σου σε τρώει, σε αναγκάζει να μιλήσεις για αυτό που θεωρείς πως πρέπει να καταθέσεις, πέρα από συναισθηματικούς περιορισμούς και αυτολογοκρισίες.

Διάβασα τα τρία βιβλία με διηγήματα του Μάριου Χάκκα πριν σαράντα πέντε χρόνια, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ενταγμένος στο πολιτικό κλίμα της εποχής, την αμφισβήτηση της νεότητας, η απαραίτητη ανάγνωση πολιτικών βιβλίων για την κατανόηση της εποχής και της συμμετοχής στους αγώνες με τα κατάλληλα ιδεολογικά και πολιτικά εφόδια δεν με εμπόδισε να διαβάζω λογοτεχνικά βιβλία, κυρίως συγγραφείς που αμφισβητούσαν την πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα του κόμματος στο οποίο ήμουν οργανωμένος, αν και η πολιτική εμπειρία δεν ήταν αρκετή για επαναπροσδιορισμούς, μεταστροφές, πόσο μάλλον για οριστικά συμπεράσματα.  

Η μεταεφηβική αμφισβήτηση και αιρετικότητα ήταν μάλλον η κινητήρια δύναμη που μου έδινε την ώθηση για νέους αναγνωστικούς προσανατολισμούς, υποστηρικτικούς της πολιτικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής διαμόρφωσής μου, πέρα από την καθημερινή συμμετοχή μου στην τριβή της κοινωνικής συμμετοχής.

Ένας από τους συγγραφείς της περιόδου που διάβαζα εκείνη την εποχή, περιβαλλόμενος από το μύθο της υπαρξιακής και σωματικής συντριβής του από τον επερχόμενο θάνατο και την πολιτική αιρετικότητά του ήταν ο Μάριος Χάκκας. Συγγραφέας που η Καισαριανή, ο τόπος που μεγάλωσα, ήταν μία από τις θεματικές επιλογές του. Συντοπίτες λοιπόν, θεωρούσα ότι αναγνωστική συνομιλία μαζί του θα μου έδινε την ευκαιρία να βρω στο έργο του κάποιες συνισταμένες που θα προσέγγιζαν την ιδέα μου για τον τόπο που ζούσα, αλλά περισσότερο αφορμές για την συνέχιση της πολιτικής και ιδεολογικής μου ένταξης.

Διαβάζοντας το έργο του αντιλήφθηκα ότι πέρα από την υπαρξιακή αναφορά στο αναπόφευκτο τού θανάτου, ειδικά σε τόσο μικρή ηλικία, αυτή η «σωματική γραφή και η ιαματική της διάσταση» έδωσε εξαιρετικά διηγήματα, ιδίως της ύστερης περιόδου του, όμως η πολιτική ρητορική της αφήγησής με ενόχλησε. Η προβολή και υποστήριξη του αντικομματισμού του, η τοποθέτησή του απέναντι στην ιστορική μνήμη με σχεδόν μηδενιστικές αναφορές, η υποβάθμιση του ιστορικού υποκειμένου κατά τη διάρκεια των απελευθερωτικού αγώνα κατά των Γερμανών, αυτής της λαμπρής περιόδου της ελληνικής ιστορίας, με τις αστοχίες και λάθη, αλλά και ηρωικές πράξεις, εκατοντάδες βασανισμούς, δολοφονίες και εκτελέσεις, ακόμη και σε περιόδους κοινοβουλευτικού βίου(μην ξεχνάμε τις εκτελέσεις του Πλουμίδη,του Μπελογιάννη και τόσων άλλων αγωνιστών, τις εξορίες και φυλακίσεις του μεταεμφυλιακού κράτους), η αναφορά του στην επιλογή της αυτόνομης, ατομικής, μιας «αναρχικής» ελευθερίας που οδηγεί στην ευδαιμονία της ιδιωτικής οδού, με την αφοριστική λογική της διαγραφής των ερμηνειών της ιστορικής εξέλιξης, πέρα από την πολιτική, ιδεολογική και ταξική πάλη στα πλαίσια του αυταρχικού μεταπολεμικού κράτους.

Οι συνθήκες της ζωής, άλλες προτεραιότητες, κοινωνικές και αναγνωστικές , δεν επέτρεψαν να σχηματιστούν σε ένα συγκροτημένο σύνολο ιδεών οι πρώτες αταξινόμητες σκέψεις μου εκείνης της περιόδου. Η επανέκδοση του έργου του από τις εκδόσεις «Άγρα» ήταν η αφορμή να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου για το πολιτικό και ιδεολογικό μέρος του έργου του, τώρα που ο χρόνος είναι περισσότερος και οι κοινωνικές υποχρεώσεις λιγότερες.

Οφείλω να ομολογήσω ότι οι πρώτες εντυπώσεις που μου άφησε η ανάγνωση του έργου του πριν πολλά χρόνια δεν άλλαξαν. Μπορώ να πω ότι ενδυνάμωσαν την πρώτη εκτίμηση του έργου του. Εκείνο όμως που μου κάνει τώρα εντύπωση είναι η ένθερμη επικύρωση της ιδεολογικής και πολιτικής θεματικής του έργου του από τους φιλελεύθερους, κριτικούς. Η πλευρά του έργου του Χάκκα που αναφέρεται στην κριτική της κομματικού συγκεντρωτισμού του Κομμουνιστικού κόμματος, την αποστροφή του σε κάθε μορφή κομματικών διαδικασιών, ο ατομικός «αναρχισμός» του τυγχάνει ένθερμης υποστήριξης και προβολής από τους κριτικούς του έργου του. Θεωρούν, και δεν είναι οι μόνοι, ότι η καταγωγική αποτυχία του Κομμουνιστικού κόμματος είναι φυσικό επακόλουθο της πυρηνηματικής ιδεολογίας του κομμουνισμού, στοιχιζόμενοι με όλους τους εκπροσώπους της διανόησης, της εμπροσθοφυλακής της φιλελεύθερης αστικής τάξης στη μάχη των ιδεών.

Η αποστροφή του Χάκκα δεν εστιάζει μόνο στον ασφυκτικό κλοιό της κομματικής ένταξης στην αριστερά αλλά επεκτείνει την ελευθερία της μικροαστικής ιδεολογίας σε όλους τους θεσμικούς μηχανισμούς. Φυσικά, επιγραμματικά αναφέρω, ότι η αναφορά στην αντισυστημικότητά του, για να μιλήσω με σημερινούς όρους, ο μηδενισμός του θεσμού των κομμάτων ως μέρος της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, λειτουργεί ως δυνητικός κίνδυνος που οδηγεί στην ίδια την αμφισβήτηση της δημοκρατίας. Η υιοθέτηση τέτοιων απόψεων μπορεί, και φαίνεται να είναι, η κερκόπορτα για την ενδυνάμωση φασιστικών ιδεών και απόψεων και η νεκρανάστασή τους από το περιθώριο της Ιστορίας. Η παρουσία τέτοιων ιδεών, η μικροαστική ερμηνεία της ιστορικής εξέλιξης και η περιθωριοποίηση της ιστορικής μνήμης, κατέχουν κεντρική θέση στα μεταφασιστικά κόμματα, όσον αφορά την ιδεολογική και πολιτική συγκρότησή τους. Η άρνηση και ο αποχωρητισμός από τη δημόσια πολιτική σφαίρα και η ανάδειξη τέτοιων απόψεων σε πρωταγωνιστή της κοινωνικής και πολιτικής επιλογής είναι βασικός λόγος αντιδημοκρατικών πρακτικών εκ μέρους του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος.

Μήπως αυτά που γράφω φαντάζουν ως αυθαιρεσίες και η παραπάνω καταγραφή των απόψεων μου είναι έωλη και στηρίζεται μόνο στο φαντασιακό μου; Σταχυολογώ από τα διηγήματά του κάποια αποσπάσματα, ικανά νομίζω για να υποστηρίξω τη θέση μου, ίσως δώσουν κάποιο διέξοδο στις αμφιβολίες μου ή να τις διαψεύσουν.

«Τώρα γιατί παρακολουθοῦσε αὐτὴ τὴν ἀτέλειωτη σύσκεψη; Γιατί νὰ αἰσθάνεται αἰχμάλωτος γιὰ μῆνες, γιὰ χρόνια, μιᾶς πόρτας καὶ μάλιστα ὀρθάνοιχτης; Βέβαια μπορεῖ νάταν κλειστὰ τὰ παράθυρα, βουλωμένες οἱ χαραμάδες κι οἱ τρύπες, ἀλλὰ ἡ πόρτα ἔχασκε ὀρθάνοιχτη; Βέβαια μπορεῖ νὰ ἦταν κλειστὰ τὰ παράθυρα, βουλωμένες οἱ χαραμάδες κι οἱ τρῦπες, ἀλλὰ ἡ πόρτα ἔχασκε φαρδιά, μεγάλη καὶ εὔκολη. Φαίνοταν ἀπὸ κεῖ ποὺ καθόταν φαρδιά, μεγάλη καὶ εὔκολη. Θὰ σηκώνοταν ἥσυχα ἥσυχα, θὰ περνοῦσε ἀπαρατήρητος ανάμεσα ἀπ' τοὺς ἀκροατὲς μὲ τὰ πεσμένα βλέφαρα καὶ τὶς ξαναμμένες παλάμες, μιὰ καὶ χρόνια ἦταν ἀπών, ἀπὸ τὴ σύσκεψη,ἀφοῦ ὅλοι ἀπουσίαζαν, ἀφοῦ κανέναν ἀπὸ τοὺς ὁμιλητὲς δὲν κατανοοῦσε, θὰ περνοῦσε τὴν πόρτα καὶ φορώντας τὴν καπαρτντίνα ἀνεμπόδιστα μὲ τὴν ὀμπρέλα καὶ τὸ καπέλο στὸ χέρι, ν'αναχωρούσε χωρὶς χαιρετοῦρες»

σ.132-133

ΤΥΦΕΚΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ

«Γιατί λοιπὸν νὰ μὴν κάνει κι ὁ ἴδιος αὐτὴ τὴ μικρὴ προσαρμογή, πάντα θὰ περπατοῦσε παράταιρα; Ένα τίποτε εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς κατάστασης κι ἔπειτα γυρίζεις στὸ σπίτι σου. Βέβαια μπορεῖ ἐκεῖ νὰ μὴν τὸν περίμενε μια γυναίκα μὲ τὸ νυχτικό, ἕνας μπατζανάκης, οἱ γείτονες νὰ κάνουν παρέα, ὅμως εἶχε ἐκεῖνο τὸ ψαράκι στὴ γυάλα, καὶ ποιός θὰ τοῦ ἀλλάζει τὸ νερό;»

σ.152

ΤΥΦΕΚΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ

«Δὲ θέλω οπαδούς, χειροκροτήματα, ισοκρατήματα, ἀνθρώπους ν᾿ ἀκουμπᾶνε ἐπάνω μου, ἰδέες, προπαντός ιδέες, οποιεσδήποτε ιδέες ποὺ σὲ κάνουν ν᾿ ἀγαπᾶς τὸ φορτίο σου, σοῦ ἀνοίγουν ἕνα κάποιο παράθυρο και τραβᾶς πρὸς τὰ κεῖ, κι αὐτὸ ἀντὶ νὰ μεγαλώνει γίνεται ὁλοένα μικρότερο, ὅλο καὶ πιὸ μακρινό, τελειώνει ἡ ζωή σου καὶ μένεις μ' ἕνα νεκρικό χαμόγελο προς τ᾽ ὅραμά σου».


σ.49

Ο ΜΠΙΝΤΕΣ

«Λευτεριὰ τῆς αὐλῆς, τοῦ οὔζου καὶ τοῦ ταβλιοῦ, παρέα μὲ τὸν μπατζανάκι μου, ἐσένα προσκυνάω. Λευτεριὰ τῆς βδομαδιάτικης δουλειᾶς καὶ τῆς Κυριακάτικης ἐκδρομῆς, ἐσένα λατρεύω. Λευτεριά, μ᾿ ἕνα οικοπεδάκι σ᾿ ἐξαγόρασα κι ἕνα βιβλιάριο καταθέσεων. Λευτεριά, τ' αὐτοκίνητό μου τρέχει μ' ἑκατὸν εἴκοσι τὴν ὥρα, μεγάλη ἡ ταχύτητα, οὔτε τὰ δέντρα δὲν προλαβαίνω να κοιτάξω, ποῦ νὰ διακρίνω χέρια κι ἁλυσίδες. Λευτεριά, πῶς σοῦ φαίνεται ἡ καινούρια μου γραβάτα καὶ τὸ πουκάμισο μὲ τὰ μοντέρνα γιακαδάκια; Ποιό κουστούμι νὰ φορέσω ὅταν ἔρθεις κι ἂν ἔρθεις; Καὶ τὸ πατούμενο; Καλό, ἔ; Όπου πατάω τρίζει, ὄχι βέβαια ἡ γῆ. Κάποτε πατοῦσα ξυπόλυτος κι ἔτριζε ἡ γῆ. Αλλα χρόνια. Τώρα, Λευτεριά, κάνω δίαιτα γιατί ξέρω πώς ἐσὺ στεφανώνεις πάντα τοὺς σπαθάτους ἄντρες. Μᾶς πῆραν καὶ τὰ χρόνια σβάρνα, κοιλίτσα (λὲς νάναι ἀπ' τὴ γραβάτα αὐτὸ τὸ πράγμα που φουσκώνει;) ἴχνη σαφὴ ἀλωπεκίας, τί νὰ κάνουμε; Πίνω τὸ ουίσκι μου καὶ σὲ ξεχνάω. Αν αὔριο μὲ χτυπήσει τὸ παπούτσι μου μπορεῖ νὰ σὲ συλλογιστῶ γιὰ λίγο».


σ.65-66

Ο ΜΠΙΝΤΕΣ

«Δὲν ἔχουμε χρόνο πιὰ γιὰ μιὰ δοκιμή, κι ἄλλωστε γιατὶ νὰ ἐπιχειρήσουμε ἀπὸ δρόμους ποὺ ξέρουμε πὼς δὲν ὁδηγοῦν πουθενά; Μήπως φταῖγαν τὰ πρόσωπα κι οἱ ἀρχὲς παραμένουν ἀλώβητες;

Νὰ τελειώνει αὐτὸ τὸ μπέρδεμα, ἀρχὲς καὶ πρόσωπα, μορφὴ καὶ περιεχόμενο, ἰδέες καὶ πράξη, ὅλα εἶναι ἕνα, ὅταν τὰ ξεχωρίζετε πᾶτε νὰ περισώσετε κάτι. Φταίει λοιπὸν στὸ σύνολο αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ὑπόθεση, οἱ ἀρχηγοί καὶ τὰ μέλη, ἱεράρχηση καὶ ἐπιτροπάτα, οἰκουμενικὲς καὶ μὴ σύνοδοι μὲ ἀποφάσεις «πιστεύω». Τίποτα πιὰ δὲν πιστεύω, ὅλα σαβούρα γιὰ πέταμα».


σ.14

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ

«Μόλις στὰ τριάντα πέντε μπόρεσα νὰ λυτρωθῶ ἀπὸ τὴν ἀνελευθερία, κι αὐτὸ ὄχι πλήρως. Δὲν εἶναι εὔκολο ν'αποτινάξεις τὸ ζυγὸ τοῦ κόμματος. Πάντα ἔνιωθα νὰ μοῦ κρατᾶνε τὸ χέρι. Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινα νὰ τὸ τραβήξω, τὴν πλήρωνα με τιμωρίες, ἐπιπλήξεις, ἀπομονώσεις, προσωρινές διαγραφές. Τελικὰ τὰ κατάφερα νὰ ξεφύγω, ἔχω το χέρι μου ἐλεύθερο, τὸ διαθέτω ὅπως θέλω, μουντζώνω ἢ τὸ φέρνω στὰ σκέλια μου ἀνάμεσα λέγοντας “νά», ἄλλοτε πάλι τὰ ξύνω καὶ δὲ δίνω λογαριασμὸ σὲ κανένα.

Ἔτσι νομίζω, ἂν καὶ γιὰ τίποτα δὲν εἶμαι βέβαιος. Μπορεῖ ἀπὸ κάπου ἀλλοῦ νὰ ἔχει γραπώσει τώρα τὸ χέρι μου κι ὅλη ἡ ζωή μου να πάει σ' αὐτὴ τὴν προσπάθεια τῆς ἀπαγκίστρωσης, ἔστω ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ χρόνου, καὶ πῶς ν᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπ᾿ αὐτόν, δὲν εἶναι τὸ ζήτημα κοινωνικὸ νὰ τὸ σιχτιρίσω, κι ὅσο θὰ λαβαίνω συνείδηση τῆς μέτρησής του, τόσο περισσότερο θὰ πανικοβάλλομαι. Ή ἐκεῖνο μὲ τὶς κυλιόμενες σκάλες, ποὺ εἶναι ἴδιο περίπου μὲ τ᾿ ἄλλο. Ἄρχισα νὰ τὶς ἀνεβαίνω ἀνάποδα. Πάντα ἐπεδίωκα τὰ δύσκολα, κι ὅταν ὁ καθηγητής μᾶς ἔβαζε ἔκθεση, ἔγραφα ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπ' τοὺς ἄλλους, παράξενες σκέψεις και φαντασιώσεις, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν τὴν πεπατημένη.

Όσο ήμουνα νέος κέρδιζα μερικά σκαλοπάτια κόντρα στὴ φορὰ καὶ τὸ ρεῦμα. Τώρα ποὺ βάρυνα, ὅλο καὶ χάνω, βλέπω τοὺς στόχους μου ν' ἀπομακρύνονται, ξαναπερνάω ἀντίστροφα τὰ ἴδια σημεῖα, ἴσως πάω καὶ παρακάτω ἀπὸ κεῖ ποὺ ξεκίνησα, θὰ βρεθῶ στὸ τέλος στὸν πάτο».


σ.28-29

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ

«Τί γύρευα ἐγώ, τί γύρευα νὰ μπλεχτῶ σὲ μιὰ ἐξ ἀρχῆς καταδικασμένη ὑπόθεση;»

σ.34

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ

«Μονόλογος βέβαια, ἐσωτερικὸς ἢ ἐξωτερικός, όπως γουστάρω. Ξέρετε πόσα χρόνια άκουγα τὸ δικό σας μονόλογο, ἐξωπραγματικὸ ἢ ἀπολογητικό; Μέχρι τὸ θάνατό μου νὰ λέω, δὲν πατσίζουμε. Νομίζατε πὼς δὲ θὰ πληρωθοῦν ἐκεῖνα ποὺ μὲ βάζατε ν᾿ ἀκούω μὲ τὶς ὧρες στὴν εἰσήγηση, μοῦ δίνατε καὶ μένα πέντε λεπτά διορία ἴσα ἴσα γιὰ τὴν προσφώνηση κι ἀπὸ πάνω μὲ κατακεραυνώνατε καὶ μὲ τὸ «κλείσιμο», μήπως και παρανόησα καμιά σοφία σας. Κι ἔπειτα δὲν τὸν βρίζω, μόνο ποὺ δὲ θυμᾶμαι ἐπακριβῶς τὸ ὄνομά του. Τ᾽ ἄλλα ποὺ λέω τὰ ξεκίνησα μπὰς καὶ ὠφελήσω το κίνημα, κατὰ τὴ γνώμη μου φυσικά, ὅπως καταλαβαίνω ἐγὼ τὴν ἀλήθεια, ἔ, καὶ σιγὰ σιγὰ ἔφτασα ἐδῶ ποὺ βρίσκομαι καὶ λέω νὰ πάω παραπέρα, νὰ μὴ νοιάζομαι πιὰ γιὰ τίποτα, οὔτε καὶ γιὰ τοὺς Κούρδους, ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα τοὺς ἀγαπάω, γιατὶ μὲ γεμίσατε μπουρμπουλήθρες καὶ δὲν εἶναι γίγαντες αὐτοὶ ποὺ θαυμάζαμε χρόνια, ἀνθρωπάκια κι αὐτοὶ σὰν ἐμᾶς, μάλιστα ράτσα κοντὴ καὶ ἀρκετοὶ στραβοκάνηδες. Ὅσο γιὰ τὸν τερματοφύλακά τους, μὴ νομίζετε πως στέκεται ἀκίνητος στὴ μέση τοῦ τέρματος κι ἁπλώνει στις γωνιὲς τὰ χέρια του νὰ πιάσει τὴν μπάλα. Πέφτει ξάπλες και τρώει ἀρκετὰ γκόλ κι αὐτός.

Δὲν πρόκειται νὰ ξανασχοληθῶ μὲ τὰ κοινά, μόνο μὲ τὶς κοινές, ὅσο μὲ θέλουν κι αὐτές. Βέβαια, νὰ ὑπάρχει καὶ κάποια κυβέρνηση, ἀλλὰ ὅσο γίνεται πιὸ γελοία, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ τὴ χλευάζω. Μὴ μᾶς κολλήσουν στὸ σβέρκο τίποτα σοβαροφανεῖς κι ἄντε μετὰ νὰ ξεμπλέξεις, ἄντε μετὰ νὰ πιέσεις φίλους, πῶς κι αὐτοὶ ἴδιοι εἶναι, δὲν ἔχει σημασία ή πόζα, τὰ ὡραῖα λόγια φτάνει μόνο ποὺ εἶναι κυβέρνηση, σιχτὶρ πιλάφι καὶ χέστε τους».


σ.32-33

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ

«Ὑπάρχεις ἢ δὲν ὑπάρχεις κι ὅλα τ'άλλα παρηγοριές, γι'αυτό ὁ σκοπὸς εἶναι τόσο μεγάλος ἔτσι ποὺ νὰ χωράει πολλούς, γενιὲς ὁλόκληρες, ή μιὰ παραδίδει στὴν ἄλλη, παρατείνονται μυστικὲς συνεδριάσεις, λύνονται ὁρισμένα προβλήματα, ἀνακαλύπτονται ἄλλα, ξεχνιοῦνται ἐκεῖ μέσα οἱ ἄνθρωποι, κάποτε φτάνουν στὸ τέλος, «θὰ συνεχίσουν οἱ ἄλλοι», σκέφτονται ἥσυχα ἥσυχα καὶ παραδίνονται. Παίρνω τὸ λόγο καὶ μισοπνιγμένος ἀπὸ τὸ βήχα προλαβαίνω νὰ ρίξω το σύνθημα «Ο σώζων ἑαυτὸν σωθήτω». Φυσικὰ δὲν ἐγκολποῦται κανεὶς τὶς ἀπόψεις μου (παλιὰ δουλειά, καὶ πότε μὲ ἄκουσαν), κι εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ τοὺς ἐξηγήσω πὼς ἐγὼ θὰ πεθάνω γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ μόνο, δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ πεθάνω γιὰ κανένα σκοπό, θὰ τὸ γλεντήσω λοιπόν, είναι δική μου, καταδική μου ὑπόθεση αὐτὴ ἡ καταδίκη καὶ δὲν πρόκειται νὰ τὴ φορτώσω σὲ ἄλλους. Φεύγω καὶ συνεχίζω τὴν περιπλάνηση».

σ. 52-53

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ

«Τὴν ἑπομένη ποὺ μοῦ εἶπαν νὰ ξαναμπῶ μέσα μὲ τὴ θέλησή μου τοὺς ἀπάντησα πὼς δὲ θὰ μπορέσω. «Μὰ γιατί, εἶσαι δικός τους», ἐπέμεναν οἱ ἄλλοι ἀπὸ πάνω, «εἶσαι δικός μας», ἔλεγαν οἱ ἄλλοι ἀπὸ κάτω. «Κανενός. Επιτέλους, εἶμαι δικός μου».  


σ.123

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια: