12) Ένα βράδυ που 'βρεχε, που 'βρεχε μονότονα, ο Κ. ακουμπισμένος στον τοίχο του διώροφου σπιτιού της οδού Κλέωνος περιμένει την Λ. που έχει αργήσει στο ραντεβού.
Ο χρόνος περνάει, η δυσαρέσκεια του αυξάνεται. Μην μπορώντας να διαχειριστεί τη συναισθηματική του φόρτιση για την απουσία της Λ, ο Κ. ,απελπισμένος, αρχίζει να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, φωνάζοντας:
Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Το μοιραίο θα είχε επέλθει προ πολλού, αν στην άκρη του δρόμου δεν φαινόταν η φιγούρα της Λ. να έρχεται προς το μέρος του. Στο αιματοβαμμένο πρόσωπο του Κ. ζωγραφίστηκε μία λάμψη χαράς. Διέκοψε την ανόητη συμπεριφορά του και βάδισε προς το μέρος της, φτιάχνοντας τα μαλλιά του με τις άκρες των δακτύλων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου