Δευτέρα, Δεκεμβρίου 20, 2021

ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ! ΑΒΕΣΣΑΛΛΩΜ!

Τι δημιουργία, τι απαράμιλλο μεταφραστικό επίτευγμα!
Να εδώ τα λέμε, δηλαδή αυτοί τα λένε κι εγώ τους παρακολουθώ, μετά δεκαοκτώ χρόνια που διάβασα πρώτη φορά το βιβλίο, τον Κουέντιν Κόμσον και τον Σριβ( Σρίβλιν) ΜακΚάνον. Ο Κουέντιν αφηγείται και ο Σριβ προσπαθεί να καταλάβει ή και οι δύο μαζί να προσπαθούν να αντιληφθούν το πεπρωμένο της οικογένειας Σάτπεν.
Διαβάζω για τον Τόμας Σάπτεν, τον γενάρχη της οικογενειακής δυναστείας, τον δαίμονα, τον γενναίο, χωρίς τιμή και έλεος, που «η μοίρα ταίριαζε πάνω του, ταίριαξε στην αθωότητά του, στη γνήσια ροπή του προς τη θεατρικότητα και την παιδιάστικη ηρωική απλότητα όπως ακριβώς και μια όμορφη στολή από ποπλίνα». Έναν άνθρωπο που όπως διηγείται ο ίδιος βρέθηκε αντιμέτωπος με την υποχρέωση να αποδεχθεί ένα δεδομένο το οποίο του επιβλήθηκε εν αγνοία του κατά την πορεία προς την περαίωση του σχεδίου του, και το οποίο σήμαινε την απόλυτη και αμετάκλητη ματαίωση του σχεδίου του ή να παραμείνει πιστός στο αρχικό του σχέδιο στην πορεία εκπλήρωσης του οποίου αντιμετώπισε αυτή τη ματαίωση.
Για Έλεν Κόλντφιλντ, μια Νιόβη δίχως δάκρυα, την τυφλή ρομαντική ανόητη, την Ρόζα Κόλντφιλντ, την αδελφή της, το πικρόχολο, ορφανό στραβόξυλο, την Κλάιτι(Κλαϊτεμνεστρα) Σάπτεν,  νέγρα κόρη του Σάτπεν, με αθόρυβο αλλά κυριαρχικό ρόλο στη διήγηση, τα ακατανόητα παιδιά του Τόμας και της Έλεν, τον Χένρι, τον βλοσυρό και άχαρο επαρχιώτη, με την γρανιτένια παράδοση, το πουριτανικό μυαλό, τον έκθαμβο, τον απόλυτα δοσμένο στο ένστικτο και τη βία, τον αλλοπαρμένο φονιά,  και την Τζούντιθ,  τη κοπέλα με την ονειροπόλα αδράνεια, τον Τσαρλς Μπον, τον όμορφο και εύπορο γιο του Τόμας Σάπτεν από τη Νέα Ορλεάνη, με την γήινη κομψότητα, τη μακρόσυρτη νωθρότητά του, τη μοναξιά της περιφρόνησης και της καχυποψίας, τον νωθρό μοιρολάτρη, το ορφανό της ψυχής και του πνεύματος,  που το είχε η μοίρα του να υπάρχει σε έναν ενδιάμεσο χώρο, τον μυστικιστή, τον συβαρίτη, για την εισβολή του στο απομονωμένο επαρχιώτικο, συντηρητικό σπιτικό, που του δόθηκε λάθος ρόλος (από τη μητέρα του;) αλλά τον αποδέχθηκε.            

Τους παρακολουθώ να προσπαθούν να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν την υπερφίαλη ματαιοδοξία του Τόμας Σάπτεν, το σχέδιό του, που στηρίζεται στη φυλετική ανωτερότητα, και του είχε αφοσιωθεί  πενήντα χρόνια, υπερνικώντας την τύχη, τη φύση και τους ανθρώπους, σε μια διαρκή σύγκρουση με τη μοίρα και την (σαιξπηρικής υφής) ειρωνεία της.

Το εμβληματικό αυτό έργο με το μακροπερίοδο λόγο,(κάποιες στιγμές φώναζα: «Ρε παιδιά, σταματήστε! Βάλτε καμιά τελεία να ξεκουραστούμε.») είναι μια σπαραχτική ιστορία, ένας διαυγής στοχασμός, μια γνωσιολογική μελέτη. Ένας λόγος που απαιτεί προσήλωση από τον αναγνώστη, αποκρυπτογράφηση, δεν παραδίδεται «στο πιάτο». Ένας λόγος αποκαθαρμένος από τον θόρυβο του μυαλού, ένας λόγος που αναδεικνύει όλα όσα συμβαίνουν στο κεφάλι μας καθώς προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη, να συνδέσουμε όσα ξέρουμε, να ερμηνεύσουμε όσο δεν γνωρίζουμε. Είναι μια συνειδητή διαδικασία αποκάλυψης, κατάδειξης, ενός περίπλοκου μηχανισμού, πανανθρώπινου  και μαζί εντελώς προσωπικού.

Το  «Αβεσσαλλώμ! Αβεσσαλλώμ!» δεν είναι ένα βιβλίο απολαυστικό, αλλά για αναγνώστες, όπως λέει και η πρωταγωνίστρια της ταινίας «My Salinger year»  που δεν θέλουν τα βιβλία να τους διασκεδάζουν αλλά να τους προκαλούν. Γιατί τι άλλο είναι η  κατανόηση, ο πρωταρχικός σκοπός της επικοινωνίας, παρά πρόκληση την εποχή της ατομικότητας και των ιδιωτικών λύσεων; 


Σημείωση

Για τη συγγραφή του κειμένου χρησιμοποίησα ελάχιστες λέξεις δικές μου. Όλες είναι παρμένες από το βιβλίο, την εισαγωγή της μεταφράστριας και το μυθιστόρημα.