11) Την Κυριακή της Τυροφάγου, ο Πεντοδόλαρος κτυπάει το κουδούνι του σπιτιού μου. Είμαι στο σαλόνι καθισμένος στην πολυθρόνα και διαβάζω εφημερίδα. Το τσιγάρο μου ξεχασμένο στο τασάκι αργοκαίει, ο καφές έχει κρυώσει, κι εγώ βρίσκομαι βυθισμένος στην έντυπη επικαιρότητα. Σηκώνομαι κι ανοίγω την πόρτα. Βλέπω τον Πεντοδόλαρο άσπρο σαν κερί.
-Πέρασε, του λέω, ανήσυχος.
Ο Πεντοδόλαρος μπαίνει στο σαλόνι, στέκεται όρθιος και με κοιτάζει.
-Μα εσύ είσαι χλωμός. Σου συμβαίνει τίποτα; τον ρωτάω, και περιμένω μια καθυσυχαστική απάντηση, η οποία έρχεται αυτοστιγμεί.
- Μα τι έπαθες, μου λέει, και με κοιτάει παράξενα. Α, κατάλαβα, φοβήθηκες για το χρώμα μου; Ησύχασε, μεταμφιεσμένος είμαι · άσπρο κερί. Έχει γιορτή στην πλατεία και πέρασα να σε πάρω.
Εκείνη τη στιγμή μια φλόγα τρεμόσβησε στην κορυφή το κεφαλιού του. Πώς δεν την είχα προσέξει νωρίτερα;
-Γρήγορα, ντύσου, με προτρέπει. Εσύ έχεις δεκάδες στολές, φόρα όποια βρεις και πάμε.
Πήγα στην αποθήκη, δίχως να διαμαρτυρηθώ, έψαξα στη ντουλάπα την κατηγορία «Βλέποντας και κάνοντας», έβγαλα την στολή τού καντηλανάφτη, επέστρεψα στο σαλόνι μεταμφιεσμένος, πλησίασα τον Πεντοδόλαρο, φύσηξα τη φλόγα του κεριού, που λάμπρυνε την κορυφή του κεφαλιού του, ενεργοποιώντας το λόγο της μεταμφίεσής μου. Αφού βεβαιώθηκα ότι έσβησε η φλόγα, πως δεν πρόκειται για ψευδαίσθηση, κάποιο από τα τρικ που συνήθιζε να κάνει ο Πεντοδόλαρος, όταν διακατεχόταν από εορταστική διάθεση, ή κάποιο θαύμα, άναψα το κερί με τον αναπτήρα μου, έβαλα τα τσιγάρα στην τσέπη μου και βάδισα προς την έξοδο.
Άνοιξα την πόρτα και βρεθήκαμε στο δρόμο. Σε λίγο θα ξεφαντώναμε στην πλατεία. Αρκεί να μη έβρεχε κι ο Πεντοδόλαρος γινόταν ημιτελής, παρά την έκδηλη προσπάθειά του να φανεί πειστικός, με τη φλόγα σβησμένη στο κεφάλι του.
"Grand carnival Ostendais" 1934
Felix Labisse