Γράφοντας για έναν συγγραφέα που είχες στηρίξει πολλές
προσδοκίες στη συγγραφική του αρτιότητα, αναφέρομαι κυρίως στο βιβλίο του « Κάτι θα γίνει θα δεις», και αναμένοντας με ανυπομονησία την καινούργια αφηγηματική του
πρόταση, μετά το εύτακτο "Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα", η απογοήτευση που δοκιμάζεις από την
ανάγνωση του καινούργιου του βιβλίου, σε οδηγεί σε μια αποτίμηση, που είναι περισσότερο συναισθηματική παρά
αντικειμενική. Αντιδράς με το συναίσθημα κι όχι τη λογική και την αυτοσυγκράτηση. Γι’αυτό τα
λόγια που ακολουθούν, όσο σκληρά κι αν
φαίνονται, είναι η οργή που με οδηγεί να τα γράψω , απεριφράστως και άνευ επιφυλάξεων, αφαιρώντας από το κείμενό μου τον πειθαρχημένο, τεκμηριωμένο λόγο που θα αποδεικνύει με επιχειρήματα την αξιολογική μου κρίση. Τα παραδείγματα πολλά από το βιβλίο,
που θα συνηγορούσαν στην απόφασή μου, αλλά όχι απαραίτητα να κατατεθούν τώρα εδώ, για την υποστήριξη της έγγραφης σκέψης μου.
Το παράδοξο μ’αυτά τα διηγήματα είναι ότι το περιτύλιγμα, η μορφή τους ας την ονομάσουμε, η οποία ως συνολικό προϊόν,
δείχνει ελκυστική και πρωτότυπη, βασισμένη στη δοκιμασμένη συνταγή του
μαγικού, ονειρικού, ποιητικού, και παράδοξου αφηγηματικού λόγου. Η διήγηση όμως αυτοπαγιδεύεται από μια σειρά αυθαίρετες λεκτικές
ακροβασίες, αδιέξοδα τεχνάσματα, αδέξια ευφυολογήματα ποιμενικού κύρους, φραστικές κενολογίες, που αφθονούν στην διαδικτυακή ζωή, εγκεφαλικές
, άνευρες νοηματικές υπερβολές,
νοθευμένες εκπλήξεις του μυαλού, οι οποίες όχι
μόνο υπονομεύουν το αφηγηματικό υλικό, αλλά καθυστερούν την κειμενική άρθρωση, το καθιστούν άνευρο και
αποτρεπτικό για την εξέλιξη της ιστορίας.
Έχω την εντύπωση ότι ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να υποστηρίξει ένα ανεπιτυχές σχέδιο, που πάσχει από πληθωρισμό εκφραστικής μακαριότητας, αλλά η ανάγκη του ως
δημιουργού, που δεν έχει την ωριμότητα να εγκαταλείψει μια διήγηση που οδηγεί
σε αδιέξοδο, μεταφέρει ως υποστηρικτικά υποστυλώματα σ’ένα σαθρές οικοδόμημα, επιλέγοντας ως κεντρική αφηγηματική τεχνική, φιλοσοφικές
κοινοτοπίες, (αδιάφορες όσον αφορά την αφήγηση) , εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες, ανέμπνευστες
και αχρείαστες ατάκες, υιοθετώντας έναν γλωσσικό λαϊκισμό, κατασκευάζοντας ένα
μικρονοϊκό αφήγημα, που η σύγχυση και η άκαιρη διαχείρισή του, ενώ μπορεί να
εντυπωσιάζει τον αναγνώστη, δείχνοντας μια επιφανειακή εμπειρία γραφής, η ουσία του, ο πυρήνας του είναι μια εύγευστη, μασκαρεμένη
βραδύτητα έμπνευσης, όπου κυριαρχεί η προχειρότητα, η ευκολία και η επιτήδευση, ώστε ο συγγραφέας μας « ως πρεσβευτής μιας ανερυθρίαστης κοινοτοπίας» δεν κάνει
τίποτα περισσότερο από τη διαχείριση
μιας προσπάθειας, που μένει ατελής, λόγω των ελαττωματικών υλικών που επέλεξε.