Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος εξηγεί ποιος είναι:
"ΜΙΛΑΩ, ΜΙΛΑΩ, ΑΝΑΠΟΛΩ ΤΟΥΣ
ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ. Ξαναφέρνω στη μνήμη μου μεγάλα γεγονότα, εξιστορώ πράγματα που άλλαξαν τον κόσμο. Αλλά κυρίως ήμουν φτωχός. Πολύ συχνά
περπάτησα με τον αέρα του νικητή, του
καταχτητή, του πρωταθλητή και του πλούσιου, με τον αέρα αυτών που
λατρεύονται από τά πλήθη. Ήμουν ένας από τους φριχτά αργοκίνητους φτωχούς. Οι
ουρές αναμονής ήμουν εγώ.Οι ουρές μπροστά στις δημόσιες υπηρεσίες και στα μανάβικα,
ήμουν εγώ. Οι ορδές των πεινασμένων, ήμουν εγώ. 0ι πορείες των διαδηλωτών, των απεργών
και των ανέργων πίσω από τις κόκκινες ή μαύρες σημαίες, από τη Βαστίλη στη
Ρεπουμπλίκ, στους δρόμους του Τσανγκ-χάι ή του Σικάγο, στη λεωφόρο Νέφσκι, τη
γεμάτη χιόνι και μυδράλια, και πάλι ήμουν εγώ. Η μεγάλη πορεία προς τον Γεν αν,
των ηττημένων στρατιών του Μάο, ήμουν εγώ. Οι φτωχοί που τόσο συχνά πορεύτηκα μαζί τους και που δεν προχωρούσαν,
δεν είναι οι ήρωες των νικηφόρων επαναστάσεων. Οι επαναστάσεις μεταλάσσουν τους δημίους σε θύματα και τα
θύματα σε δημίους. Οι φτωχοί, ένας απ’ τους οποίους ήμουν, δεν επωφελούνται από
τίποτε και δεν περιμένουν ποτέ τίποτε. Πεθαίνουν πριν από τη νίκη και πριν
γίνουν για τους άλλους ό,τι οι άλλοι γιαυτούς. Μένουν πάντα φτωχοί, θύματα και
εγκαταλειμμένα σκυλιά στα σκουπίδια της Ιστορίας. Δεν πορεύονται για να κερδίσουν,
για να κατακτήσουν, για να αποκτήσουν την εξουσία. Δεν στοχεύουν στην ανακάλυψη
ούτε στη γνώση. Περπατούν, γιατί είναι απελπισμένοι. Περπατούν, γιατί θέλουν να
ξεφύγουν. Βουτηγμένοι στα δάκρυα και στο αίμα, δεν μπορούν πια να ξεφύγουν από
κανέναν.
Είναι απ’ αυτή την αιώνια φυγή
που ξεπήδησε η εικόνα μου, την ξέρετε: τα γένια, τα μακριά γκρίζα μαλλιά, το
σακίδιο στο ένα χέρι, το μπαστούνι στο άλλο, τα μάτια τα γεμάτα τρόμο και
ντροπή, του αιώνιου φυγάδα και του κατατρεγμένου. Δεν είχα την ίδια μορφή δυο
χιλιάδες χρόνια. Δεν είχα γένια όταν ήμουν Κένταυρος, όταν μετέφερα την
αλληλογραφία του Αυτοκράτορα, όταν ήμουν στην υπηρεσία του Βούδα ή του υποκόμη
Σατωβριάνδου. Σήμερα, σε σας, στις περίφημες δημοκρατίες, για τις οποίες το
στόμα σας στάζει μέλι, σαν να ήταν το τέλος της Ιστορίας και το τελευταίο
στάδιο αυτής της καημένης παλιάς ανθρωπότητας, είναι οι μεσαίες τάξεις που
κυριαρχούν. Δεν υπάρχουν δούκες και άρχοντες. Δεν υπάρχουν ευγενείς και
εξοχότητες. Δεν υπάρχουν πιαισόβιοι γερουσιαστές. Δεν υπάρχουν πια μεγάλοι
φεουδάρχες, που ήξεραν να παίρνουν με μεγάλη κομψότηττα εκείνο που ήθελαν από
ζώα και ανθρώπους. Υπάρχουν βέβαια οι φτωχοί. Τους νανουρίζουμε, τους
παραπετάμε, τους βάζουμε σε υλική ή ηθική καραντίνα, ντρεπόμαστε, τους ξεχνάμε.
Ωραία, αλλά τι θέλετε να κάνω; Στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη
Βενετία, έγινα αστός: είμαι ξυρισμένος, μιλάω όμορφα, φοράω καμπαρντίνα όμοια
μ' εκείνη του Χάμφρεΰ Μπόγκαρτ και κανείς, φαντάζομαι, δεν υποψιάζεται ποιος
είμαι: ένας τύπος που τρέχει απ’ τον έναν έναν αιώνα τον άλλον.
Ήμουν πάντα ό,τι έπρεπε να είμαι. Ήμουν
σχεδόν απ’ όλα: τον τελευταίο καιρό ήμουν μικροεισοδηματίας, ξεναγός, εμπορικός
αντιπρόσωπος, μπρόκερ στη Ρουόλ Στριτ, απατεωνίσκος, πιλότος τζάμπο, επαγγελματίας
αθλητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ. Δεν είμαι τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που είναι η
εποχή μας· Είμαι πάντα ένα πρόσωπο του κόσμου. Οι άνθρωποι βρίσκουν σε μένα τον εαυτό τους κι εγώ τους
αντικατοπτρίζω. Αλλά, κυρίως,
είμαι φτωχός. Γιατί οι φτωχοί είναι πάντα περισσότεροι από τους πλούσιους κι αυτή η ζωή που με καίει, είναι πολύ πιο χρήσιμη για ένα
φτωχό ο οποίος ονειρεύεται ότι θα γίνει
πλούσιος, παρά για έναν πλούσιο που
τρέμει ότι θα γίνει φτωχός. Οι
φτωχοί είναι οι γεννήτορες ενός μέλλοντος που ποτέ δεν θα τους ανήκει. Είναι η μάζα
που ελίσσεται, ενός κόσμου που γ ίν ε τ α ι πάντοτε και π ο υ μόλις θα γίνει θα τους ξεράσει.
Κι εγώ υπηρέτησα σ' αυτή τη
στρατιά, που πάντα νικήθηκε και ποτέ δεν καταστράφηκε. Είναι πολύ βολικό να
είναι κανείς Εβραίος. Το ίδιο βολικό με το να είναι Τσιγγάνος. Για οποιονδήποτε
πρέπει να περπατήσει μέσα στη γελοιότητα τη; απελπισίας, δεν χρειάζεται τίποτε
περισσότερο από το να είναι Εβραίος. Έφυγα από την Αυστρία, την Ισπανία, την
Πο¬λωνία, τη Ρωσία, τη Γερμανία και τις χώρες της Βαλτικής. Ακόμα κι απ’ τη
Γαλλία, φανταστείτε. Γνωρίζετε την Ιστορία.τα γυρίσματα, τα παράδοξά της.
Κατάφερα να γίνω, ακόμα και ε¬χθρός των Εβραίων. Φώναξα «Θάνατος στους
Εβραίους!» για να φωνάξω ύστερα, όπως οι άλλοι κι όπως πολλοί αποδίδουν σε
μένα, αλλά μην το πείτε σε κανέναν- έναν Εβραίο, δήμιο των Εβραίων,
καταδιωκόμενος από τους Εβραίους, που τους
έδειχνε τον δρόμο, αντί να τρέχει ξοπίσω τους.
Ο κύκλος είχε κλείσει. Μη
νομίζετε ότι προσπαθώ να σας κατευνάσω ή να σας θυμώσω. Στα παλιά μου παπούτσια
η πολιτική, η λογική και η ψυχολογία. Δεν με αφορούν όσα σκέ φτεστε, δεν
ακροβατώ στους ενδοιασμούς σας. Απλώς περπατάω. Αυτό είναι όλο. Δεν έχω κανένα
σκοπό, όλες οι αξίες σας με κάνουν και γελάω. Δεν εξηγώ τίποτε. Απλώς περπατάω.
Δεν είμαι παρά ένας φτωχοδιάβολος, που πάντα έλκεται από τα πάθη. Μόλις το
παραμικρό χρήμα φανεί στον ορίζοντα, πάω να του βάλω χέρι. Είμαι τόσο Σάυλοκ
όσο και Τζομπ. είμαι το καλό και το κακό. μαζί. Είμαι η αοριστία, ισορροπώ
ανάμεσα στον ένοχο και το θύμα, κι είναι όλα αυτά που έκαναν τον περιπλανώμενο
Ιουδαίο ένα πρόσωπο τόσο σεβαστό και τόσο ενδιαφέρον, που ποτέ δεν έπαψε να
θέλγει τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες. Είμαι όλος ο κόσμος και τίποτε
λιγότερο. Είμαι η μιζέρια της ζωής κι όλη της η λάμψη.
Αλλά είμαι και η κούραση, η
αμφιταλάντευση και, πάνω απ’ όλα, η κούραση. Το πάθος και η κούραση. Βαρέθηκα
πια να περπατάω. Βαρέθηκα πια έναν κόσμο που νομίζει ότι τα ξέρει όλα και ζει
πάντα μες στην πλήρη άγνοιά του. Εδώ και δυο χιλιετηρίδες περπατάω σ’ αυτόν τον
πλανήτη, όπου πάντα μεταμορφώνονται όλα, κι όπου τίποτε πια δεν αλλάζει. Αυτό
που με πηγαίνει πιο κοντά στους φτωχούς, είναι η κούραση. Είναι κι αυτοί
κουρασμένοι. Όπως κι εγώ.
σ.516-519
σ.516-519
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου