Κυριακή, Ιουνίου 12, 2016

ΤΑ ΦΙΛΑΡΑΚΙΑ ΜΟΥ

Αφού φάω και ξεκουραστώ λιγάκι το μεσημέρι, βγαίνω στο δρόμο για να παίξω με τους φίλους μου. Παρά την αντίδραση της γυναίκας μου, ότι αυτά δεν είναι πράγματα για την ηλικία μου, γι’αυτό μένω, άλλωστε, στάσιμος επαγγελματικά, μην πω κοινωνικά καταβαραθρωμένος, υπογραμμίζει, τοξεύοντας την μετοχή που κλείνει τον μονόλογό της κατευθείαν στο κέντρο της ύπαρξής μου, η οποία ύπαρξή μου κυριαρχείται από την έγνοια μου μήπως αραχνιάσει ο αέρας μου και γίνω  ένα μιμητάριο της ευημερίας του καθημερινού,  αυτό που σκέφτομαι, όχι μόνο εκείνη τη στιγμή που την ακούω, αλλά και την ώρα της δουλειάς, είναι πότε θα έρθει η ώρα να συναντήσω τα παιδιά στη γειτονιά για να αρχίσουμε το παιγνίδι μας.
Το απογευματάκι, κατά τις πέντε, οι φίλοι μου με περιμένουν στα σκαλιά της κυρά-Λένας, που διαρκώς φωνάζει, πως πρέπει να ξεκουμπιστούμε από τα πόδια της, εννοεί, προφανώς, τα σκαλιά της, γιατί λέει ότι την ενοχλούν οι φωνές μας και δεν μπορεί να παρακολουθήσει την αγαπημένη της σειρά στην τηλεόραση. Εμείς, βέβαια, κωφεύουμε και απομακρυνόμαστε από την απαγορευμένη περιοχή μόνο όταν εμείς το αποφασίσουμε  και κανένα άλλος. Κλωτσώντας την μπάλα του Θανάση, τρέχουμε προς την αλάνα που βρίσκεται στην άκρη του δρόμου για να ξεδιπλώσουμε το ποδοσφαιρικό μας ταλέντο. Εγώ ως εργαζόμενος, οικονομικά αυτάρκης, είμαι ντυμένος με ποδοσφαιρική στολή Adidas, από παπούτσι μέχρι φανέλα, στην πένα. Οι άλλοι, μικρά παιδιά, σχολιαρόπαιδα, εξαρτημένα από τους γονείς τους, φορούν ότι βρουν, κυρίως τα καθημερινά τους ρούχα, τα οποία όταν επιστρέφουν σπίτι τους είναι γεμάτα σκόνες, βρωμιές, πολλές φορές σκισμένα. Ακούνε, υπομονετικά, τις φωνές και απειλές των γονιών τους, συνοδευόμενες με τις απαραίτητες χειρωνακτικές πρακτικές συμμόρφωσής τους, αλλά επιμένουν, φευ!, να συνεχίζουν την παράδοση της παιδικής ανεμελιάς, ως συνεχιστές των αγώνων της προηγούμενης γενιάς, που έχει περάσει, πια, στην εφηβεία, κρατώντας ψηλά τη σημαία της πάλης ενάντια στον κόσμο των ενηλίκων.
 Βέβαια τα παιγνίδια μας ποικίλουν ανάλογα τις διαθέσεις μας. Μια ποδόσφαιρο, μια μπάσκετ, ποδήλατο σε δρόμους όσο το δυνατόν ακατάλληλους κατασκευαστικά, πιο όμορφοι οι χωμάτινοι, με τις λακκούβες και τα απρόβλεπτα αναχώματα, κυνηγητά, διαφωνίες, παιδικοί ξυλοδαρμοί, και μετά ξεκούραση και απολογισμός στα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Νεκταρίου.
Όλες αυτές οι όμορφες στιγμές ακυρώνονται, προσωρινά, από τις επιπλήξεις-ξανά- της συζύγου μου, η οποία, όταν επιστρέφω σπίτι, με βλέπει εξαντλημένο αλλά χαρούμενο, κι αρχίζει τις  νουθεσίες, καταδίκες, απορρίψεις, στρέφοντας τη πλάτη της στις χλιαρές δικαιολογίες μου, καθώς μπαίνω, πλήρης πνεύματος από την περιπλάνησή μου στους δρόμους με τα φιλαράκια μου, στη μπανιέρα για να πλυθώ. 
Χαλαρός πια, μετά το μπάνιο, απολαμβάνω το ουίσκυ μου, βυθισμένος νωχελικά  στο δερμάτινο καναπέ, με το κεφάλι της γυναίκας μου γερμένο στον ώμο μου, μετανιωμένης από τις καταδικαστικές απειλές και τα ανενεργά της αξιώματα,  να με ρωτά τι θα μου άρεσε να φορέσει στην έξοδό μας για φαγητό με τους συναδέλφους  από την εταιρεία που δουλεύω. Της απαντώ, όπως επιβάλλεται ν’απαντήσει ένας άντρας στη φιλαρέσκεια μιας γυναίκας, ότι εμπιστεύομαι το γούστο και την αισθητική της, κι όταν απομακρύνεται ικανοποιημένη από την απάντησή μου, εγώ σκέφτομαι πως κατάφερε ο Βασίλης να με τριπλάρει, να βρεθεί τετ α τετ στην εστία μας  και να πετύχει το νικητήριο γκολ. Πρέπει να βελτιώσω την αμυντική μου λειτουργία, ανατροφοδοτώ τις σκέψεις που με βασανίζουν, καθώς δαγκώνω τρυφερά τα υπολείμματα του πάγου στο στόμα μου, ενώ η τελευταία γουλιά από το ουίσκυ μού υπενθυμίζει ότι πρέπει να είμαι εγκρατής απέναντι στη γοητεία του, αν θέλω να συνεχίσω να είμαι μέλος της παρέας που επέλεξα να περάσω τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου.


Ο πίνακας είναι του Νίκου Κακουλίδη

4 σχόλια:

Rosa Mund είπε...

Τι; Δεν ξέρετε την μπουρλέσκ ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη;
Ευκαιρία να τη μάθετε...
Αν την έβλεπα, θα της έλεγα: Γλυκερία, με τρελάνατε εξάπαντος και ολωσδιόλου.


[Κολλητοί]

Όπως διαλέγεις τον διπλανό σου στο θρανίο.
Στην αρχή, την πρώτη πρώτη μέρα τον βρίσκεις να κάθεται.
Τον έχει βάλει η Κυρία Ευδοξία γιατί εσύ είσαι ο Αλεξίου κι εκείνος ο Αλεξόπουλος.
Σας ενώνει η αλφαβητική κατάσταση και η τυχαιότητα του σύμπαντος.

Μετά ταιριάζετε. Σου δανείζει τη γόμα και ξύνει με την παντοδύναμη
σιδερένια ξύστρα του και τα δικά σου μολύβια.
Τον συμπαθείς πολύ.
Μέχρι την Πέμπτη Δημοτικού θα αναπτύξετε δεσμούς αίματος.

Έτσι και με τον Σολωμό που χθες είχε γενέθλια.

Την πρώτη πρώτη φορά θα στον βάλει εργασία η Παπαλέξη.
Θα πρέπει να βρεις τους επιθετικούς προσδιορισμούς στον ΄Υμνο εις την Ελευθερίαν.
Θα ταιριάξετε.
Ίσως και να μπορούσατε να γίνετε φίλοι αν είχε γεννηθεί
στον δικό σου αιώνα και νοίκιαζε στα Σεπόλια.

Μέχρι να τελειώσεις το Λύκειο θα τον φωνάζεις Διονυσάκη.

Γλυκερία Μπασδέκη

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

Την γνωρίζω την κ. Μπασδέκη από το διαδίκτυο. Αλλά το σχολείο δεν μου άρεσε ποτέ. Δεν φαίνεται; Τον Σολωμό τον γνώρισα μετά την αποφοίτησή μου. Όπως και την ελληνική λογοτεχνία. Για να μην μιλήσουμε για την παγκόσμια λογοτεχνία.
Καλό βράδυ.

Rosa Mund είπε...

Τότε, δωράκι για σας, με πολλή κατανόηση:


Ζακ Πρεβέρ, «Ο κακός μαθητής»

Ο κακός μαθητής
Λέει όχι με το κεφάλι
Μα λέει ναι με την καρδιά
Λέει ναι σε όσους αγαπάει
Λέει όχι στον καθηγητή

Είναι όρθιος
Τον ρωτούν
Και όλα τα προβλήματα έχουν δοθεί

Ξαφνικά τον πιάνουν ακατάσχετα γέλια
Και τα σβήνει όλα
Τα ψηφία και τις λέξεις
Τις ημερομηνίες και τα ονόματα
Τις φράσεις και τους γρίφους

Και παρά τις φοβέρες του καθηγητή
Κάτω από τα γιουχαΐσματα των καλών μαθητών
Με κιμωλίες όλων των χρωμάτων
Πάνω στον μαυροπίνακα της δυστυχίας
Ζωγραφίζει το πρόσωπο της ευτυχίας.

[πηγή: Ζακ Πρεβέρ, Κουβέντες, μτφρ. Μιχάλης Μεϊμάρης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1994, σ. 57-58]


ΥΓ. Λατρεμένος Πρεβέρ. Τον αγόρασα τότε που στην Ιπποκράτους πουλούσαν βιβλία με το κιλό σε πλαστικές σακούλες, σα να ήταν πατάτες.

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=434783

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

Αποκαταστάθηκε η τάξη.
Καλή σας ημέρα.