Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα.
Ήταν σκυμμένη πάνω από τον γκισέ την ώρα που μετρούσα τα χρήματα στο μηχάνημα.
- Ορίστε, 500 ευρώ, της είπα, αφήνοντας
τα χρήματα, μαζί με το βιβλιάριο, στον πάγκο.
Έβγαλε τα μαύρα γυαλιά Chivancy που
φορούσε. Αποκαλύφθηκαν δύο καστανά μάτια, διακριτικά βαμμένα με ρίμελ της Clinique. Οι σακούλες κάτω από τα μάτια προσπαθούσαν να κρυφτούν πίσω
από την κρέμα ματιών Idealia Eyes της Vichy, πράγμα το οποίο κατάφερναν με
αρκετή επιτυχία, αλλά οι ρυτίδες στο πλάι, παρά την προσπάθεια να δραπετεύσουν,
με τη διακριτική βοήθεια και φροντίδα της αντιρυτιδικής κρέμας Le Lift της Chanel,
από την κυριαρχία του ορατού κόσμου, άφηναν τα αποτυπώματά τους ακόμα και στο
πιο ανυποψίαστο βλέμμα.
-Εσύ; ρώτησα, με τόνο καταφατικό.
-Μετά από τόσα χρόνια, συμπέρανα,
αφήνοντας τα ουσιώδη ερωτήματα στην άκρη, προς το παρόν.
-Μετά από τόσα χρόνια, συμφώνησε.
Η άκρη ενός πιστολιού με σημάδευε στο πρόσωπο. Πως δεν το είχα
αντιληφθεί; Ή μήπως ήταν απόφαση της τελευταίας στιγμής να μου το παρουσιάσει σαν έκπληξη.
-Τι σημαίνει αυτό; άρχισα τις ουσιαστικές ερωτήσεις.
- Κάτι που έπρεπε να έχει γίνει πριν
από δέκα χρόνια.
Συμφώνησα, αν και δεν ήθελα να
συμφωνήσω.
-Υπάρχει πιθανότητα να το
ξανασκεφτείς;
-Αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις.
- Δεν ξέρω. Νομίζω πως όχι.
- Δεν είναι δική μου ευθύνη. Δεν του
είπα να φτάσει μέχρι εκεί.
- Μην συνεχίζεις. Δεν ήρθα εδώ να
συζητήσουμε.
- Ναι, αλλά θα πρέπει να ξέρεις.
- Όχι όμως τη δική μου άποψη. Μόνο
του Χειλά.
- Μπορώ να ρωτήσω ποιοι είναι αυτοί
;
Προσπαθούσα να κερδίσω χρόνο. Λένε
ότι κάνει καλό στην εκτόνωση της κατάστασης. Κάνει πιο χαλαρό αυτόν που κρατάει
την κατάσταση στα χέρια του. Αυτόν που νομίζει ότι ελέγχει τα πάντα. Τον κάνει
ν' αρχίσει να σκέφτεται . Ν' απαλλαγεί από την εμμονή του, αρκετές φορές κι από
το όπλο του. Έκανα μια προσπάθεια να
επιβεβαιώσω τις επιστημονικές εκτιμήσεις. Να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι το κύρος
τους ή την ανεπάρκειά τους. Προσπάθησα να διακρίνω το βλέμμα της. Το όπλο μου
έκρυβε τη θέα του προσώπου της. Ήταν, σχεδόν, μπροστά στα μάτια μου. Τα
συμπεράσματα των ερευνών αφορούσαν άλλες περιπτώσεις. Δυστυχώς.
-Πάντως δεν ήθελα να σε προδώσω. Να
σε εγκαταλείψω καλύτερα, να σε αγνοήσω.
-Ναι; Εντάξει, δεν θα κολλήσουμε
στις λέξεις. Τότε γιατί το έκανες αυτό που ονομάζεις εγκατάλειψη, πούλημα το
λέω εγώ στη γλώσσα μου.
-Έπρεπε να κρυφτώ. Να μην φανεί ότι
είχαμε κάποια σχέση. Αν μας έβλεπαν μαζί, οι υποψίες θα έπεφταν πάνω μου.
Παρακολουθούσαν το σπίτι μου, το τηλέφωνό μου, από την πρώτη στιγμή.
-Η αστυνομία έβαλε την υπόθεση στο
αρχείο. Ο Βασίλης βρέθηκε νεκρός, η φιλενάδα του καταδικάστηκε για δολοφονία.
Κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι ο ταμίας της τράπεζας είχε κάποια σχέση
με την ληστεία, μετά από αυτό που συνέβη.
- Δεν έχεις δίκιο. Με υποπτεύονταν
ακόμα και μετά την αντίδρασή μου στη διάρκεια της ληστείας. Είναι περισσότερο
έξυπνοι από ό,τι φαίνονται. Τελοσπάντων, μερικοί απ’αυτούς. Ελάχιστοι, αλλά
δυστυχώς υπάρχουν. Με ανέκριναν. Προσπάθησαν να συνδέσουν το γεγονός ότι
σύχναζα στο «Παπάκι». Πέρασα αρκετές
ώρες στην ασφάλεια.
-Ναι, αλλά σε άφησαν ελεύθερο.
Έγινες διευθυντής σε υποκατάστημα τράπεζας. Σε αντάμειψαν για τον ηρωισμό σου,
όταν πείστηκαν ότι δεν είχες καμία σχέση με τη ληστεία. Κυνήγησες το δράστη μέχρι
να μπει στο αυτοκίνητό του. Ήξερες ότι στόχος του Βασίλη δεν ήταν να σε πετύχει. Έκανε αυτό που έπρεπε για να γίνει πιο πιστευτό το σχέδιο.
Ήταν μέρος της δουλειάς. Έριξε δυο τρεις πυροβολισμούς για την τιμή των όπλων.
Αν ήθελε να σε χτυπήσει θα το έκανε. Όλα ήταν σχεδιασμένα. Το μόνο που δεν
μπορούσα να προβλέψω ήταν ο χαρακτήρας σου. Σε είχα ερωτευθεί. Νόμιζα ότι θα ξεφύγω
από τη μιζέρια. Έστω κι αν πρόδιδα τον άνθρωπο που με είχε εμπιστευτεί. Εσύ
έδωσες τον αριθμό του αυτοκινήτου του στην αστυνομία. Βέβαια ο αριθμός ήταν
κλεμμένος, αλλά η αστυνομία όταν βρήκε το αυτοκίνητο, είχε ένα στοιχείο. Έστειλες κάποιον στο διαμέρισμα που κρυβόταν, πριν προλάβει η αστυνομία, να
πάρει το μερίδιο σου από τα χρήματα της ληστείας. Ο Βασίλης, όταν έφτασε η
αστυνομία ήταν νεκρός. Τα χρήματα της ληστείας δεν βρέθηκαν ποτέ. Με υποπτεύτηκαν, με κατηγόρησαν και με
καταδίκασαν. Δεν είχα άλλοθι. Βρέθηκαν αρκετοί «πρόθυμοι» να καταθέσουν εις
βάρος μου. Τη ώρα του φόνου ήμουν στο κρεβάτι μαζί σου. Ποιος θα φανταζόταν ότι
μια μπαρόβια θα είχε σχέση μ’έναν ευυπόληπτο πολίτη. Έπρεπε να κρυβόμαστε. Σε
προστάτευσα και το πλήρωσα. Μόνο που δεν ανταμείφθηκα. Μια μέρα, μια ώρα φυλακή
είναι απάνθρωπο, άδικο για έναν αθώο. Πόσο αν ο χρόνος είναι δέκα χρόνια. Τι
νομίζεις ότι πρέπει να κάνει μετά την
απελευθέρωσή του;
Ένα σκίρτημα φάνηκε στην άκρη των
χειλιών της. Σαν ένα μικρό έντομο να προσπαθούσε να πετάξει κάτω από το δέρμα
της. Περίμενα να συνεχίσει τις ερωτήσεις , αλλά δεν το έκανε.
-Αν θέλεις μπορούμε να συναντηθούμε
κάπου αλλού να συζητήσουμε. Σου οφείλω κάποιες εξηγήσεις. Δεν είναι ο
κατάλληλος χώρος εδώ, μ’αυτό το σιδερικό να με σημαδεύει.
-Δεν ήρθα για να συζητήσω, διέψευσε
δεύτερη φορά τον εαυτό της.
Δεν τόλμησα να ρωτήσω ευθέως το
σκοπό της επίσκεψής της. Μην το κάνουμε κωμωδία. Το όπλο που με σημάδευε, τα
μαύρα γυαλιά, τα βαμμένα χείλη, το ηλιοκαμένο πρόσωπο, το εφαρμοστό παντελόνι,
η μπλούζα της, που ένας από τους ελάχιστους
λόγους που τη φορούσε ήταν να αναδεικνύει τα στήθη της, ο χείμαρρος των
μαύρων μεταξένιων μαλλιών της, επιβεβαίωναν αυτό που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα,
βγαλμένο από έγχρωμη ταινία φιλμ νουάρ
βήτα διαλογής. Ηλίου φαεινότερον. Όλα συνηγορούσαν στη δολοφονία μου.
Σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να
σχηματίζονται στο πρόσωπό μου. Σε λίγο θα κυλούσαν στις παρειές του προσώπου
μου.
-Έχεις τίποτα; με ρώτησε ο
συνάδελφος από το διπλανό γκισέ. Φαίνεσαι χλωμός.
-Όχι δεν είναι τίποτα, τον
καθησύχασα.
Έριξα το βλέμμα μου στην Μπάρμπαρα.
Είχε βάλει ξανά τα γυαλιά στο πρόσωπο της. Ως προς αυτό είχε δείξει μια αλλαγή
στάσης. Γεγονός άνευ σημασίας, αν αυτή η αλλαγή δεν επεκτεινόταν στο βασικό
χαρακτηριστικό γνώρισμα της. Τα γυαλιά τής έδιναν μια εικόνα μυστηρίου, αλλά
αυτό που την χαρακτήριζε ήταν το πιστόλι που με σημάδευε. Αν ήθελε ν’ αλλάξει
την εμφάνισή της, έπρεπε να βάλει, αυτοστιγμεί, το όπλο στην τσάντα της. Να
επανέλθει στην προτέρα κατάσταση. Όπως ακριβώς ήταν, όταν ο αριθμός 56 στον
ηλεκτρονικό πίνακα την καλούσε να πλησιάσει το ταμείο που εργαζόμουν. Η εικασία
μου, αν εύλογη και λογική, δεν εισακούστηκε ούτε από αυτήν ούτε από το Θεό που
επικαλέστηκα στιγμιαία. Εξακολουθούσε να με σημαδεύει με το πιστόλι.
-Λοιπόν, είπα, για να πω κάτι, να
κερδίσω χρόνο. Το δάχτυλό μου ακουμπούσε το κουμπί συναγερμού. Υπολόγιζα στον
πανικό που θα της προκαλούσα και στην αναποφασιστικότητά της όταν θα το
πατούσα. Αν και το παρελθόν της δεν
συναινούσε σε κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων το πάτησα. Αυτή πάτησε κάτι
άλλο. Όπως αποδείχτηκε ήταν η σκανδάλη.
Ο πίνακας "Robbers II" είναι του Hiro Yamagata