Γνώριζα, πριν διαβάσω το βιβλίο, ότι ο Κώστας Μαυρουδής είναι
σπουδαίος λογοτέχνης. Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία του ώστε είμαι βέβαιος πως
κάθε καινούργιο βιβλίο του ανανεώνει την άποψή μου για την αφηγηματική ικανότητά του. Βέβαια υποψιαζόμουν για ένα λόγο, όχι απροσδιόριστο, αλλά εξ αιτίας
της αφηγηματικής ωριμότητάς του, στην οποία οδηγούσε η ανανεούμενη συγγραφική του εξέλιξη ότι το τελευταίο βιβλίο του θα ήταν η συμπύκνωση της συγγραφικής πορείας του. Η κορύφωση του
αφηγηματικού λόγου του. Λοιπόν, όχι έπεσα διάνα, αλλά το βιβλίο ξεπέρασε την
αισιοδοξία μου. Είναι τόσο ωραίο, τόσο όμορφο, που ξεφεύγει από την αναγνωστική
ευφορία που αισθάνεσαι όταν διαβάζεις ένα σπουδαίο βιβλίο και γίνεται μέρος του
κόσμου. Τουλάχιστον του δικού μου. Υπαρκτού και πνευματικού. Το βιβλίο αυτό δεν
είναι ένα ακόμα βιβλίο που μετά την ανάγνωσή του θα πάρει τη θέση του στη
βιβλιοθήκη, που ίσως επανέλθω κάποτε στη μαγεία του, αλλά ένα κομμάτι από τον
κόσμο που με περιβάλλει και τον περιβάλλω με την συνείδησή μου. Είναι πλέον μέρος
του πνευματικού κόσμου μου, ένα βιβλίο που δεν έχει αφομοιωθεί, όπως τόσες άλλες αφηγήσεις,
αλλά διατηρείται αυτόνομο σαν οδηγός σε μελλοντικές αναγνωστικές αποφάσεις μου.
Έχουν γραφτεί τόσα
πολλά γι’αυτό το βιβλίο ώστε είμαι σίγουρος ότι μια ακόμη «κριτική αποτίμηση» έχει
εξαντληθεί. Άσε που δεν έχω την παραμικρή ικανότητα και όρεξη να κρίνω ένα
βιβλίο. Δόξα τω Θεώ υπάρχουν αρκετοί επαγγελματίες και ερασιτέχνες που εξασκούν
την κριτική τέχνη με αρκετή επιτυχία. Εμένα ένα βιβλίο μου αρέσει ή δεν μου αρέσει. Like ή dislike. Αν
καταφέρω να μεταφέρω με δικά μου λόγια και όχι αποστηθίζοντας το κριτικό
λεξιλόγιο και την κριτική προσέγγιση, «ματιά» την ονομάζουν κάποιοι, την ικανοποίησή μου από την ανάγνωση τού βιβλίου καλώς. Διαφορετικά χαίρετε!
Αλλά τι έγραψαν οι κριτικοί ή μη για το βιβλίο του Μαυρουδή
όλο αυτόν τον χρόνο από την πρώτη κυκλοφορία του; Έγραψαν αυτά για τα οποία
ουδείς διαβάζοντάς τα θα άρχιζε την ανάγνωση του βιβλίου. Δηλαδή; Δηλαδή
γράφοντας ότι η αφήγηση του Μαυρουδή
περιλαμβάνει αλήθειες, συναισθήματα, σημαίνουσες στιγμές, ότι
παρουσιάζει τις ιστορίες του με βλέμμα κατάνυξης, τα ταχυδιηγήματα του εκ του
ταχυαφηγήσεις έχουν εικαστική οπτική, ποιητική έξοδο, λυρική διαχείριση της
γλώσσας, ότι η αφήγηση περιλαμβάνει μεταπλασμένα βιώματα, επινοήσεις τόπων και
πραγμάτων, πως είναι ένα περίτεχνο ταξίδι, ένα αισθητικό πραξικόπημα, λυρικό, αισθητικά
υποβλητικό, στοχαστικό, εκπέμπει κατανυκτική νοσταλγία, ποίηση, διαθέτει
ρωμαλέο στοχασμό, ότι είναι μια σπουδαία συλλογή, ασυνήθιστη, με οικονομία και
υπαινικτικότητα λόγου, ότι μιλάει για το χρόνο, την άγνοια, το θάνατο, τη φθορά,
την απώλεια, τη μνήμη, τη γήρανση, την παιδική ηλικία, την ενηλικίωση, το
θάνατο. Ισχυρίζονται οι διαθέτοντες κριτικό κριτήριο; ότι η γραφή του Κώστα Μαυρουδή είναι ένα
ταξίδι μέσα στο χρόνο και τον χώρο, με αίσθηση νοσταλγίας, διακειμενικές
αναφορές, φράσεις ποιητικές, φιλοσοφικές,
διαθέτει χιούμορ, αυτοσαρκασμό, υποβλητικό βάθος, ένα βιβλίο ευρηματικό
όπου η μαγεία του λόγου και των εικόνων κυριαρχεί. Χαρακτηρίζονται τα κείμενα
του βιβλίου διηγήματα, αφηγήματα, μικρές φόρμες, ιστορίες με διακριτική αφήγηση,
ραφινάτη μελαγχολία σύντομα σε έκφραση αφηγήματα ποιητικού ρεαλισμού, ανεξάντλητο
καλειδοσκόπιο εντυπώσεων, με γραφή μνημονική, προσγειωμένη, νοσταλγική, ψύχραιμη,
ειρωνική, τρυφερή, αισθητική, και αισθητηριακή που εκτείνεται στο χρόνο, προσκαλεί
την ποίηση, λογοτεχνεί την λεπτομέρεια, αποφθεγματίζει, φιλοσοφεί. Διακρίνουν
αφοριστικό στοχασμό, αναστοχασμό με υποβλητικό βάθος, πυκνό λόγο, ρεαλιστική
φαντασμαγορία, μαστοριά, ευαισθησία αλλά και ευφυΐα ασκημένου τεχνίτη. Οι ιστορίες του βιβλίου χαρακτηρίζονται
μικρά δοκίμια, αλλού μικρές δοκιμιακές σπουδές, ημερολόγιο, κρυμμένη
αυτοβιογραφία, περιγραφές ταξιδιωτικών εντυπώσεων, σύντομη αναδρομή στην
Ιστορία, με ραφιναρισμένη αγάπη για το παλιό, νοσταλγία που δεν φτάνει στην
συναισθηματολογία. Αντιλαμβάνονται ότι ο συγγραφέας αποφεύγει το πομπώδες και στομφώδες, με
χιούμορ, τρυφερότητα, ευαισθησία, εστιάζοντας στο ουσιώδες. Διηγήματα που
κινούνται μεταξύ της μεταφοράς της μεγαλοκλίμακας της συγκριτολογικής μελέτης, με
έντονο το συγκριτολογικό στοιχείο , μιλούν για
πρόσωπα, βιβλία, πίνακες, ελληνική Ιστορία, ταξίδια, με πυκνές εικόνες
χαρακτήρων και εποχών. Καταλαβαίνουν ότι ο συγγραφέας χτίζει έναν ρεαλισμό περισσότερο μαγικό
παρά πραγματικό και αυτοσαρκαζόμενος
ανατρέπει συμβάσεις. Μια γραφή η οποία
κινείται ανάμεσα στο δοκίμιο, την ποίηση και την αφαιρετική εξιστόρηση, επανατοποθετώντας «ζητήματα που απασχολούν εδώ και πολλά
χρόνια την πρόζα του: στα εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία ενεργοποιούν την
εσωτερική διαδικασία της μνήμης, στους τρόπους με τους οποίους φωτίζονται και
ξαναφωτίζονται τα μνημονικά αντικείμενα, συνιστώντας συχνά μικρές σπουδές
θανάτου, όπως και στο ρευστό του χρόνου, που παρά το μονίμως διαφεύγον σχήμα
του δεν αποκλείεται σε δεδομένη στιγμή να αποκτήσει μιαν έστω ελλειπτική
κυκλικότητα.»
Ουφ, τέλος! Αρκετά! Το βιβλίο μου άρεσε γιατί περίμενα να
μου αρέσει. Ο Μαυρουδής δεν κάνει εκπτώσεις στην συγγραφική του παραγωγή. Πνευματικό
ήθος το λένε; Λογοτεχνική συνέπεια το λένε; Αφηγηματική επάρκεια; Θα σας γελάσω. Το ζήτημα είναι αν
έχουμε αρκετούς να ακολουθούν το παράδειγμά του.