Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2013

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

ΞΑΝΑ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ


Τώρα που το σκέφτομαι έπρεπε να την είχα σκοτώσει. Τη γλύτωσε ο τρόπος που με 
μεγάλωσε. Να διαμορφώσει ένα παιδί, που δεν είχε το θάρρος να πάρει ένα μαχαίρι 
από την κουζίνα και να την καθαρίσει την ώρα που κοιμόταν, να την πνίξει με το 
μαξιλάρι του πατέρα του, γεμάτο τρίχες από την τριχόπτωση, την ώρα που εκείνος 
παιδευόταν να βρεί το τιμολόγιο του Παπαστεφάνου ή να τη σπρώξει από το μπαλκόνι 
του τρίτου ορόφου, την ώρα που άπλωνε, αμέριμνη, τα ευωδιαστά, κιτρινισμένα 
εσώρουχά της. 
Σε άθλια νοικιασμένα σπίτια, το μόνο που νοιαζόταν, η μητέρα μου, με τα πεσμένα 
βυζιά, που τα έβλεπα καθώς προσπαθούσε να τα κρύψει, όταν έμπαινα στο δωμάτιό 
της, χωρίς να χτυπήσω την πόρτα, την ώρα που φορούσε το στηθόδεσμό της, 
δεχόμενος τις χαλαρές παρατηρήσεις της, και το σφιχτό, ανασηκωμένο κώλο, που δεν 
είχα δει ποτέ γυμνό, ήταν πως θα γίνω καλό παιδί. Καλό παιδί με τα δικά της 
μέτρα. Να είμαι καλός μαθητής, να μην βρίζω, να μην χάνω μέρα στο σχολείο, κι ας 
βαριόμουν, να πηγαίνω να μεταλάβω στην εκκλησία, όπου έβαζα στο στόμα μου εκείνο 
το επιχρυσωμένο κουταλάκι, γεμάτο σάλια από τα στόματα των γέρων και των γριών, 
που στριμώχνονται από τα μαύρα μεσάνυχτα για να σώσουν τις ψυχές τους, να 
επιλέγει εκείνη τους φίλους που θα έκανα παρέα. Ήτοι μεθερμηνευόμενον, να διώξω 
αυτοστιγμεί το Ρέμπελο, γιατί υπήρχαν υποψίες ότι η μάνα του ήταν πουτάνα, κι ας 
ήταν καλός στη Γεωγραφία, να μην βρεθώ και κάνω παρέα με τον κατά δύο τρία 
χρόνια μεγαλύτερό μου, Βασίλη, μην τυχόν με γαμήσει και μου αρέσει, να μην περνώ 
το σύνορο της λεωφόρου που χώριζε την περιοχή μας σε αξιοπρεπείς οικογένειες, 
σαν την δική μας, και την άλλη πλευρά, με τις αναξιοπρεπείς οικογένειες και τους 
αλήτες. 
Τα ακολουθούσα αυτά με θρησκευτική ευλάβεια όχι γιατί συμφωνούσα, αλλά γιατί 
φοβόμουν το βαρύ χέρι του πατέρα μου, άλλος αλήτης αυτός, που με ξυλοφόρτωσε για 
ασήμαντη αφορμή, ένα βραδάκι μπροστά στη μάνα μου και το μεγαλύτερο αδελφό μου, 
για παραδειγματισμό, γιατί δεν ζήτησα συγγνώμη για κάτι κακό που είχα κάνει, 
κατά την άποψή τους. Μ’έκανε, με λίγα λόγια, μαύρο στο ξύλο, αλλά εγώ τελικά τα 
κατάφερα και δεν του έκανα το χατήρι, να ταπεινωθώ μπροστά στο οικογενειακό 
σκυλολόι, και να ζητήσω συγγνώμη. Βαρέθηκε φαίνεται να με βαράει και με άφησε, 
κι εκείνη ούτε κουβέντα να με προστατεύσει, άσε που επιδοκίμαζε τη βιαιότητα με 
φράσεις όπως, ζήτα συγγνώμη από τον πατέρα σου και θα σε αφήσει, το ανήθικο 
γύναιο. Ο αδελφός μου, ο σπυριάρης, κοιτούσε αδιάφορα, ίσως να την έβρισκε, 
μπορεί να του σηκωνόταν κιόλας.
Μεγάλωνα σε μια αξιοπρεπή οικογένεια, με τον πατέρα να μεθοκοπά και να τον 
ψάχνουμε στις ταβέρνες, να προσπαθεί να χέσει , από τη σούρα του, στο συρτάρι 
του κομοδίνου, Θανάση, Θανάση, δεν είναι τουαλέτα εδώ, τον τραβούσε η μάνα μου 
να σηκωθεί, άκουγα μόνο τις φωνές της, δεν με άφηνε να μπω στο δωμάτιο, μη τυχόν 
δω τον πατέρα μου με κατεβασμένα βρακιά και την ψωλή του πεσμένη, και χάσω την 
εκτίμησή μου στο πρόσωπό του. Εκείνος να επιμένει ν’αφήσει την κουράδα του μέσα 
στο συρτάρι με τα βιβλιάρια του ΙΚΑ και τα προφυλακτικά.
Έβλεπα την μητέρα μου σκυμμένη στο ράψιμό της κάθε μέρα, να περιμένει 
υπομονετικά το βράδυ του Σαββάτου την οικογενειακή μάζωξη, συκωταριά αρνίσια 
περιλάμβανε συνήθως το μενού, το θυμάμαι γιατί αναζητούσα εναγωνίως την καρδιά, 
και το συνοδευτικό κρασί, που είχα αγοράσει το απόγευμα, μετά από έντονους 
καυγάδες, από τον «καρβουνιάρη», χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας, 
ενώ ο Διονύσης και ο Μάκης περίμεναν να παίξουμε τη συνηθισμένη μαλακία μας.Οι 
γονείς μου, όμως, είχαν το οικογενειακό προνόμιο, ευλογημένο από την υποκρισία 
της εκκλησίας και της κοινωνίας, να κάνουν έρωτα, κλείνοντας ερμητικά την πόρτα 
της κρεβατοκάμαρας, για να μην ακούμε εγώ και ο αδελφός μου τις κραυγές και τους 
αναστεναγμούς τους, με κίνδυνο να τον παίξουμε κάτω από τις κουβέρτες, αν και 
για τον αδελφό μου δεν το πολυπιστεύω, αυτός θα το θεωρούσε ανήθικο, και θα 
έκλεινε τις δύσκολες στιγμές τ’αυτιά του για να μην ακούει.
Γι’αυτό, τα πρωινά του καλοκαιριού, όταν ο πατέρας μου έλειπε στη δουλειά, όταν 
ζητούσα να ξαπλώσω στο κρεβάτι μαζί με τη μητέρα μου, εκείνη με απόφευγε γιατί 
διαπίστωνε ότι ήμουν καυλωμένος. Ενώ εγώ αναζητούσα τη ζεστασιά του κρεβατιού, 
εκείνη προσπαθούσε να κρύψει τα λεκιασμένα σεντόνια από τα χύσια του πατέρα μου.
Μεγάλωνα ακολουθώντας τους κανόνες και τα ωράρια του σπιτιού. Πότε θα σηκωθώ για 
να πάω στο σχολείο, τι ώρα θα φάμε το μεσημέρι, τις Κυριακές όλοι μαζί, με το 
αναθεματισμένο κοτόπουλο ν’αχνίζει στην πιατέλα, ενώ στο μυαλό μου κλωθογύριζε 
διαρκώς η σκέψη πότε θα βγω να παίξω, να βρω τον Μπάμπη, συνομήλικός μου, να 
φτιάξουμε την ομάδα που μας αρέσει, να διώξουμε τους παρείσακτους που είχαν 
καταλάβει το χώρο που παίζαμε εμείς, να πάρουμε μάτι τη Μαρία, την αδελφή του 
«σπουργίτι», την ώρα που έκανε μπάνιο στο μικρό λουτρό με την ξύλινη ραγισμένη 
πόρτα, να πείσουμε το «τσιγκάκι» ότι το τσιμπούκι δεν ήταν και τόσο κακό όσο 
φαινόταν, να φάμε τα εικονογραφημένα του κούτσαβλου, όσα λοιπόν ήταν απαραίτητα 
για την σωστή ανατροφή μας. 
Ακολουθούσα τις υποδείξεις της μητέρας μου, ενώπιος ενωπίω, ο πατέρας μου ούτε 
ασχολιόταν, πλην του περιστατικού που ανάφερα, εμπιστευόταν τις αυταρχικές και 
παιδαγωγικές ικανότητες της συντρόφου που διάλεξε να περάσει τη ζωή μαζί της, 
την αδελφή του δοσίλογου, που ευτυχώς, δήθεν, σκοτώθηκε από νάρκη, κατά την 
αποχώρηση των Γερμανών, ενώ είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι τον εκτέλεσαν οι 
αντάρτες, το καθίκι. Αλλά έλα που τον είχαν σαγηνεύσει τα τσακίρικα, μαύρα μάτια 
της, κι ας μη το παραδεχόταν, ο εγωιστής, ο κομμουνιστής, που είχε πάρει μέρος 
στο Δεκέμβρη, δίχως ποτέ να μας ξεκαθαρίζει το ρόλο του.
Μακάριζα τον Πέτρο που ένα υπέροχο πρωινό του Απριλίου, μπροστά στα μάτια μας 
και τ’αυτιά μας μάθαινε ότι η μητέρα του πέθανε. Ο δάσκαλός μας δάκρυσε, 
σταμάτησε το μάθημα, ενώ εγώ ζήλευα τον Πέτρο που για όλη την υπόλοιπη ζωή του 
δεν θα είχε το μαρτύριο της επίβλεψης και της μητρικής καθοδήγησης. Πόσο θα θελα 
να είχε πεθάνει και η δικιά μου!
Τι θα έκανα στην υποθετική αυτή περίπτωση αν έπιαναν οι ευχές μου;
Δεν μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή, το μόνο που χρειαζόμουν ήταν να μην τη 
βλέπω. Να μην βλέπω το σκυφτό κορμί της πάνω στα ρούχα που έραβε, την αγωνία της 
να φάω όλο το φαγητό μου, την ενδελεχή της προσπάθεια να μην απογοητεύσει τον 
πατέρα μου στο φαγητό που θα έτρωγε, διαβάζοντας «ΤΑ ΝΕΑ» τα μεσημέρια, τη 
συγκατάβασή της στη γνώμη του μεγαλύτερου αδελφού μου, την υποταγή της στις 
κανιβαλικές ορέξεις των γειτόνων. 
Όλες οι προσπάθειες της μητέρας μου ήταν να φτιάξω ένα χαρακτήρα ώστε να γίνομαι 
αρεστός στους άλλους, αυτούς που είχε αυτή υπόψη της κι όχι εγώ. Εγώ έβλεπα ότι 
ήμουν αποδεκτός στην παρέα μου, όταν έκανα ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που μου 
μάθαινε, κρυφά βέβαια. Έκανα παρέα με το Ρέμπελο, κάπνιζα με τον Μπέμπη στο 
ρέμα, πέρα από το απαγορευτικό σύνορο της λεωφόρου, προσπαθούσα να γαμήσω τον 
Ηλία, με το άσπρο, στρογγυλό κολαράκι, που ακόμα και τώρα που το θυμάμαι 
καυλώνω, αλλά κάτι συνέβαινε τελευταία στιγμή και τραβιόταν, ανέβαινα στα δέντρα 
και τις πολυκατοικίες για να δω ταινίες τα καλοκαίρια, έπαιζα τα μεσημέρια στους 
δρόμους, όταν οι ξενέρωτοι ενήλικες αναζητούσαν λίγη ησυχία να ξεκουραστούν, 
αγνοούσα τις συμβουλές των μεγαλυτέρων μου, είχα ίνδαλμα τον Λυκούδη που έσπασε 
το τζάμι με το χέρι του, όταν έμαθε ότι έμεινε στην ίδια τάξη, προσπαθούσα να 
πείσω τη Σταυρούλα να μου δείξει λίγο το μουνάκι της.
Όλη της η προσπάθεια να γίνω σωστός άνθρωπος στην κοινωνία, την έσωσε. Αφού δεν 
μπορούσα να την σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια , νόμιζα ότι ο καλός Θεούλης, θα 
με λυπόταν και θα την έπαιρνε κοντά του. Πόσα μεσημέρια δεν γύριζα από το 
σχολείο, με τη σκέψη να βρω έξω από το σπίτι μου κόσμο να την μοιρολογά, να την 
επαινεί, τον πατέρα μου για πρώτη φορά δακρυσμένο, τον αδελφό μου κόκκινο σαν 
μήλο στάρκιν, και όλο το σόι της, αυτό που, τελοσπάντων, είχε απομείνει, μέσα 
στο μαύρο χάλι. Πόσες φορές δεν προσευχόμουν το λεωφορείο που πήγαινε ή ερχόταν 
από την Πάτρα, με την μητέρα μου καθισμένη στις πρώτες θέσεις, μετά από την 
επίσκεψη στην μισότρελη αδελφή της, το πουτανί το ανηψάκι της, και τις 
μαραζωμένες φίλες της, να συγκρουόταν πλαγιομετωπικά, η πρόσκρουση, που θα 
γινόταν από την πλευρά που καθόταν, να ήταν τόσο σφοδρή ώστε από τα συντρίμμια 
το άψυχο κουφάρι της, ότι θα είχε βρεθεί δηλαδή, να μην μπορεί να αναγνωριστεί. 
Γιατί να μην είχε συμβεί σ’εκείνη, αυτό που συνέβη στο μικρό αγοράκι, που 
προσπαθώντας να περάσει το δρόμο, ένα αυτοκίνητο με ταχύτητα το τίναξε ψηλά, 
κάνοντάς το να διαλυθεί, σκάζοντας μ’ ένα βαθύ, αποκρουστικό θόρυβο στην 
άσφαλτο.
Το ατύχημα δεν της συνέβη ποτέ, η υγεία της παρέμεινε ακμαιότατη, η δολοφονία 
της ήταν ανέφικτη, με ορατά αποτελέσματα στην ύπαρξή μου, όπως καταλαβαίνετε.

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αχ, αυτές οι μητέρες, λογοτεχνικές και αληθινές.
Όλη μας τη ζωή έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί τους, που δε λένε να κλείσουν.
Κατά βάθος, όλοι είμαστε παιδιά, που ναι μεν κάνουμε τις σκανταλιές μας, κόντρα σε όσα μας έχουν επιβάλλει κι από την άλλη, ζητάμε την αποδοχή τους, για να ησυχάσουμε (και να προχωρήσουμε παρακάτω).

Κοινώς, παλεύουμε με τους δαίμονές μας.

Ένα ξέρω πλέον: Οι γλώσσες, που μιλούν τα συναισθήματα, είναι τόσο πολύ μπερδεμένες, ακόμα περισσότερο κι από τον πύργο της Βαβέλ.

Η άποψη του Άρη Αλεξάνδρου: "Με τι μάτια τώρα πια"

http://www.kavalacity.net/%CE%91%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%BF/65-ena-poiima-kathe-kyriaki/2344-me-ti-matia-t%CE%BFra-pia.html

Τέλος, πάντα θα συγκινούμαι με το "Μαμά, γερνάω" για τους στίχους, την ερμηνεία και τη μουσική.

https://www.youtube.com/watch?v=jThfsXICSb8

ΥΓ. Δεν θα πω τίποτε για τον Αλμοδόβαρ, παρά μόνο ότι ότι η ταινία ήταν συ-γκλο-νι-στι-κή!


κ.κ.

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

Ζω πολλά χρόνια μακριά της! Τουλάχιστον 25. Τη μισή, περίπου, ζωή μου. Ας κλέψω δυο-τρία χρόνια, δεν χάθηκε ο κόσμος. Αλλά αυτά που γράφονται στο "χαρτί" του υπολογιστή, δεν ΕΙΝΑΙ δικά μου λόγια. EINAI του αφηγητή. Συνεπώς, αν καταλαβαίνω καλά, ο αφηγητής απλώνει την "κορμάρα" του στον ψυχαναλυτή του, δηλαδή εμένα, και αφηγείται. Λέει την "Ιστορία" του. Μόνο έτσι, νομίζει, ότι εξορκίζει τους δαίμονες του, τις εμμονές του δηλαδή, για να να πορευτεί. Αλλά. πριιιιτςςςς, που θα τις ξορκίσει!
Καλημέρα
υ.γ "Με τι μάτια πια" να σας πω ότι δεν ξέρω που έχω τα ποιήματα του Αλεξάνδρου. Μη και τα δώρισα;
υγ 2 Ο παλιός, καλός Αλμοδόβαρ!

Ανώνυμος είπε...

Κι εγώ για τον αφηγητή μιλάω.

(Κάθε ομοιότητα με γνωστά πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς τυχαία ή συμπτωματική.)

ΥΓ1. Μα ποιος είστε, μάι φρεντ; Μήπως ο Irvin Yalom?

ΥΓ2. Και το "Μίλα της" έχει υψηλή θέση στην καρδιά μου, ξέρετε.


κ.κ.

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

ΥΓ Μου βάζετε ιδέες, Meine Freu(n)d-in!
ΥΓ2 Βεβαίως, βεβαίως! Αλλά μέχρι εκεί!

Ανώνυμος είπε...

Μπήκα ήδη στο μαγικό σύμπαν του Μουρακάμι. Πολύ μου αρέσει που, αρχίζοντας το 1Q84, διαβάζω ότι στο ταξί ακούγεται η Συμφωνιέττα του Γιάνατσεκ, που είναι ο αγαπημένος συνθέτης του (δικού μου αγαπημένου) Μίλαν Κούντερα.

Λέω να την ακούσουμε κι εμείς, για να μπούμε στο κλίμα του βιβλίου.

https://www.youtube.com/watch?v=gbncXDimwbQ

(Η δική σας ανάγνωση πώς πάει;)

ΥΓ. Φρεντ και Φρόυντ δεν απέχουν και πολύ. Δυο φωνήεντα δρόμος...

κ.κ.

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

Προχωράει. Θα ανεβάσω μια ανάρτηση όταν τελειώσω. Είμαι στο δεύτερο τόμο. Δεν σας λέω από τώρα τη γνώμη μου γιατί βρίσκεστε, ακόμη, αρχή.
ΥΓ Μια γλώσσα δρόμος θέλετε να πείτε.

Ανώνυμος είπε...

Φιλοδοξώ να σας φτιάξω τη μέρα,
όπως έφτιαξε και τη δική μου αυτό το βιντεάκι.
Δυναμώστε τον ήχο και...

https://www.youtube.com/watch?v=Ga_EP7RObKw


κ.κ.

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

Υπέροχο!
Τις μουσικές σας προσφορές τις ιδιοποιούμαι και όταν παρουσιαστεί ευκαιρία τις προτείνω σε φίλους. Φυσικά και δεν αναφέρω την πηγή μου, για να νοιώθω περήφανος για τις γνώσεις μου.
Καλή σας μέρα
Κάτι κλασικό που άκουγα πριν το μήνυμά σας
http://www.youtube.com/watch?v=1J_U1TeYpYQ