Πέμπτη, Ιουλίου 28, 2011

Η ΤΣΙΧΛΟΦΟΥΣΚΑ

Άκουσα τον γλυκό ήχο την ώρα που ετοιμαζόμουν να ανέβω στο παπί. Είχα καιρό να τον ακούσω, έμοιαζε εξορισμένος από τον κόσμο που ζούσα. Ένα κόσμο αρκετά περιορισμένο, ομολογουμένως, με τους κώδικες και τις συμβάσεις του.Ο ήχος ακουγόταν σαν κάτι που ανέτρεπε την καθημερινότητά μου, με τους γνώριμους ήχους, αισθήματα, επιθυμίες, βλέμματα, συνομιλίες, μουσικές, όλα αυτά,  τελοσπάντων, που αποκαλούμε ζωή. Τράβηξα το παπί για να βγω στο δρόμο. Όλη η προσπάθεια δεν κράτησε παρά ελάχιστα, αλλά η κοπέλα από το στόμα της οποίας έβγαινε ο μελωδικός, θωπευτικός ήχος είχε ήδη απομακρυνθεί. Τώρα έβλεπα το πίσω μέρος της νεάνιδος, το οποίο με προδιάθετε ότι  το μπροστινό κομμάτι της ύπαρξής της θα ήταν το ίδιο καλίγραμμο και ελκυστικό όπως αυτό που μου ήταν ορατό. Την προσπέρασα δίχως να δείξω το παραμικρό ενδιαφέρον, ενώ εκείνη συνέχιζε να φτιάχνει τεράστιες φούσκες με την τσίχλα της, οι οποίες σαν ρόδινα παιγνιδιάρικα σύννεφα έσκαζαν και κάλυπταν ολοσχερώς τα αβρά, παρθένα χείλη της, ενίοτε ένα μικρό μέρος της  θεσπέσιας μύτης της. Συνέχισα μερικά μέτρα και μετά γύρισα για να απολαύσω το θέαμα από την προνομιούχο, ιδανική θέση. Ελάττωσα ταχύτητα, γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της, δίχως ενοχές, αλλά με μια έξοχη ανακούφιση. Συνέχιζε τη υπέροχη ενασχόλησή της, με την προσήκουσα επιμέλεια, ενώ εγώ έπαιρνα το δρόμο για το γραφείο.

Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2011

LUCIAN FREUD (8 Δεκεμβρίου 1922-20 Ιουλίου 2011)

Lucian Freud

Lucian Freud dies aged 88

Tributes paid to grandson of Sigmund Freud who lived to paint and 'redefined British art'

Obituary: Lucian Freud, 1922–2011
Gallery: A life in pictures
Lucian Freud has died aged 88. Photograph: Jane Bown
Lucian Freud, widely acknowledged as one of the greatest, most influential and yet most controversial British painters of his era, has died at his London home.
News of his death, at the age of 88, was released by his New York art dealer, William Acquavella. The realist painter, who was a grandson of the psychoanalyst Sigmund Freud, had watched his works soar in value over recent years and, in 2008, his portrayal of a large, naked woman on a couch – Benefits Supervisor Sleeping – sold at auction for £17m, a record price for the work of a living artist.
Born in Berlin, Freud came to Britain in 1933 with his family when he was 10 years old and developed his passion for drawing. After studying at art school, he had a self-portrait accepted for Horizon magazine and, by the age of 21, his talent had been recognised in a solo show. He returned to Britain after the war years to teach at the Slade School of Art in London.
Over a career that spanned 50 years, Freud became famous for his intense and unsettling nude portraits. A naturalised British subject, he spent most of his working life in London and was frequently seen at the most salubrious bars and restaurants, often in the company of beautiful young women such as Kate Moss, who he once painted. A tweet from the writer Polly Samson last night reported that Freud's regular table in The Wolseley restaurant was laid with a black tablecloth and a single candle in his honour.
The director of the Tate gallery, Nicholas Serota, said last night: "The vitality of [Freud's] nudes, the intensity of the still life paintings and the presence of his portraits of family and friends guarantee Lucian Freud a unique place in the pantheon of late 20th century art.
"His early paintings redefined British art and his later works stand comparison with the great figurative painters of any period."
Acquavella, described him "as one of the great painters of the 20th century".
"In company, he was exciting, humble, warm and witty. He lived to paint and painted until the day he died, far removed from the noise of the art world."
The son of an architect and older brother of broadcaster Clement Freud, the painter was married to Kathleen Garman for four years. They had two daughters. His second marriage, to Caroline Blackwood in 1953, ended in 1957. The novelist Esther Freud and the fashion designer Bella Freud are his daughters from a relationship with Bernardine Coverley.
Curator at the Museum of Modern Art in New York, Starr Figura summed up Freud's divisive quality. "The ones who don't appreciate him find his work hard to look at and a bit out of step with what is going on in the rest of the world. They have a hard time categorising it."
One of Freud's most often reproduced paintings is of the Queen, who posed for Freud fully clothed. The brightly coloured portrait was donated to the Queen's collection and is one of the most controversial depictions of the monarch.
Art critic and presenter Tim Marlow said Freud was a "very special man".
"He looked at the world was as if he was painting it but when you saw his paintings you saw how he really saw it," he said.
"He was the sort of person who had a twinkle in his eye but he would also look at you in a daunting and scrutinising way.
"He was very funny and very dry. He never lost his sharpness."

Viewpoint

Lucian was the most hilarious man I'd ever met. I met him briefly at a club with [mutual friend] Leigh Bowery, and then he took me to lunch at the River Cafe. There were a group of us and he told a joke about how a whale wanks, complete with movements.
A few weeks later he asked if he could paint me. Leigh had already put the idea into his head, so it wasn't a surprise. The first picture was done at night. I'd go after work and he'd paint till 1 or 1.30 in the morning, and it was agony lying there on the floor. First Leigh was in the picture, then he went to Scotland and one of Lucian's whippets took his place.
The next three paintings were in daylight, which was better. I'd arrive, we'd have some breakfast and a chat in the kitchen – that was the bit I loved, the setting up. Lucian was a good cook: he used the best ingredients and did very little to them, gorgeous bread, gorgeous fish, cooked plainly. Then he'd say: "Sue, perhaps you could wash those dishes – I think you use that green stuff in the corner." We'd leave them to pile up. He had a cleaner who came three times a week.
He would paint with us both facing the canvas, so he'd look at me and then turn around to paint. I trained to be an art teacher, so it wasn't all new to me, but I'm very shoddy, very slapdash, and it taught me that it is real work: each painting took nine months, and he was seeking perfection right up to the moment he finished.
There was a big break between paintings because I went on holiday to India and got a tan, which he hated beyond belief: we had to wait till it was gone. Every picture he painted was to test himself, to do it in a different way.
Sometimes he was very chatty, sometimes he was very quiet – I always thought he should have been on the telly. He'd say terrible things about people, but he never saw that he was really rude. I was always a bit jealous: he did exactly as he pleased. He was funny, miserable, horrible, kind, mean, generous, every character trait mixed up in one person.
The last time I saw him was about two years ago at his birthday party, at Johnnie Shand Kydd's house. Someone told me he and I had fallen out, which I didn't know, so I was a bit nervous about seeing him. I was shaking when I went up to say hello, and had I offended him, but he said "Of course you haven't", and patted me on the head.
I was lucky to spend time with someone who cared so much, and who worked so hard. He wasn't cruel – he painted what he saw. What strikes me most is, I look at my fat ankles and my fat feet every morning and I think they look just like that painting. Even the skinny girls don't look good, do they? He painted out of love.
Sue Tilley, model for Benefits Supervisor Sleeping

Παρασκευή, Ιουλίου 15, 2011

ΔΙΑΒΑΣΗ ΠΕΖΩΝ

Απογευματάκι, γύρω στις επτάμιση. Στέκομαι στο πεζοδρόμιο περιμένοντας να περάσω απέναντι. Επιλέγω, λόγω της μεγάλης κίνησης των αυτοκινήτων, να διασχίσω το δρόμο από εκεί που υπάρχει το σήμα με τη διάβαση πεζών. Περιμένω κάποιος να ελαττώσει ταχύτητα για να περάσω. Κανείς δεν μου δίνει σημασία, ώστε αρχίζω να δείχνω το σήμα με το χέρι μου, στους οδηγούς που με κοιτούν. Δεν φαίνομαι δυσαρεστημένος από την αδιαφορία τους, μην τους εκνευρίσω,  ούτε θυμωμένος, προς τι άλλωστε. Προσπαθώ με χαμόγελο να τους καλοπιάσω, να τους δείξω ότι το πέρασμά μου στο απέναντι πεζοδρόμιο, είναι απαραίτητο για την έγκαιρη  άφιξή μου στη δουλειά, ότι δεν βρίσκομαι εκεί για να παίξω κάποιο παιγνίδι, εξαντλώντας όλες τις εναλλακτικές εξόδους διαφυγής, αυτό το ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα.
Προς τούτο είμαι κατάλληλα ενδεδυμένος, μπλε ανοιχτό παντελόνι, ρόζ πουκάμισο, αντίθεση, και στο αριστερό μου χέρι κρατώ το κράνος μου, αποδεικνύοντας και στους πιο δύσπιστους ότι είμαι έτοιμος να προσφέρω την εργατική μου δύναμη για τρεις ακόμα ώρες. Το τελευταίο δεν το γνωρίζουν αλλά το σημειώνω προς ενημέρωση των αναγνωστών.
Απ’ότι φαίνεται το ντύσιμό μου δεν εμπνέει κανένα σεβασμό στους ανυπόμονους οδηγούς, οπότε συνεχίζω να δείχνω το σήμα της διάβασης πεζών, σηκώνοντας πιο ψηλά το χέρι μου, σημαδεύοντας τον πεζό της πινακίδας, που περνά άνετα το δρόμο, με σταθερό βήμα, με το αίσθημα της κυριαρχίας στο βάδισμά του, αν και στη αποτυπωμένη φιγούρα δεν διακρίνεται κανένα χαρακτηριστικό, ανώνυμος, όπως είμαι εγώ στους οδηγούς που συνεχίζουν να περνούν μπροστά μου το δρόμο, με την άνεση που ονειρευόμουν ότι θα περνούσα και γω, όταν έφτανα εδώ που είμαι τώρα σταματημένος.
Tο πρόσωπό μου στρέφεται τώρα κατευθείαν στα αυτοκίνητα που κυλούν αργά, προσπαθώντας να διακρίνω τα πρόσωπα των οδηγών, με την ελπίδα να γίνω πιο οικείος μαζί τους, να τους δώσω να καταλάβουν με τη βουβή συνομιλία βλεμμάτων, ότι δεν έχω τίποτα μαζί τους, απλά θέλω να περάσω απέναντι. Σ’αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα επικοινωνίας, έστω και εξ αποστάσεως, επιδιώκω να τους μεταδώσω το αίσθημα της αλληλεγγγύης, που τους εγκαταλείπει όταν εισέλθουν στο μηχανοκίνητο καταφύγιο της  ατομικότητας και της επιβολής.
Η προσπάθεια μου αποτυγχάνει, φαίνεται  πιο ισχυρή η απόδοση της μηχανής, οι ενδείξεις του ταμπλώ, το abs, το αιρκοντίσιον, οι αερόσακοι, από το βλέμμα μου.  
Αν συνεχίσω να τους προκαλώ, έτσι νομίζουν, με τη στάση μου, δεν θα περάσω ποτέ. Το θράσος μου δεν έχει όρια. Να θέλω να περάσω πριν απ’αυτούς το επίμαχο κομμάτι του δρόμου; Τότε γιατί ξοδέψαμε τόσες μέρες, μην πω μήνες, μελετώντας το μοντέλο του αυτοκινήτου που αγοράσαμε; Οι επισκέψεις στις αντιπροσωπείες, η διαδικτυακή ενημέρωση, οι κουβέντες με φίλους, συγγενείς σαν πιο έμπιστους, η επιμονή στον μηχανικό μας να μας δώσει την γνώμη του. Τέλος τα επενδυμένα χιλιάδες ευρώ στο καμάρι μας, πήγαν χαμένα; Για κάποιον θρασύ, που προσπαθεί να ανακόψει με την παρουσία του το όνειρο;
Ας κάνω κι γω μια ηρωική πράξη, μόνο λόγια ήμουν μέχρι τώρα. Εξακολουθώντας να γελώ, δείχνοντας το σήμα, καταφέρνω να περάσω με ένα ηρωικό τρέξιμο, μέχρι τη διαχωριστική γραμμή που χωρίζει το δρόμο σε άνοδο και κάθοδο. Στέκομαι εκεί και εντοπίζω ένα κόρσα μαύρο , λίγα μέτρα πριν το προπορευόμενο αυτοκίνητο. Ο οδηγός φαίνεται συγκαταβατικός με την προσπάθειά μου, τα πρόσωπό του έχει μια ηρεμία, μιλάει χαλαρά με την κοπέλα πλάι του, δείχνει να μην βιάζεται, για μια στιγμή μου φαίνεται ότι  συμπαραστέκεται στο εγχείρημά μου και με προτρέπει να συνεχίσω την προσπάθεια. Βουτάω στο υπόλοιπο κομμάτι του δρόμου σίγουρος για την επιτυχημένη έκβαση της προσπάθειας, αφού βεβαιώνομαι, φαντασιώνομαι είναι καλύτερα να πω, για την άδεια του οδηγού του τελευταίου τροχοφόρου. Κάτι αλλάζει, φαίνεται, στο μυαλό του οδηγού, και τη στιγμή που έχω πάρει ανάσες για το επίγευγμά μου, βλέπω το στόχο μπροστά μου, το νήμα του τερματισμού να με περιμένει να του ανοίξω την αγκαλιά μου, νικητής, σαν τους αθλητές που καταφέρνουν να τερματίσουν μετά από επίμονο αγώνα, πατάει απότομα γκάζι, και ορμάει να καλύψει το χαμένο έδαφος που ένας πεζός, κατάφερε να του αποσπάσει. Αιφνιδιάζομαι από την αναπάντεχη στροφή του μυαλού του οδηγού, αλλά για καλή μου τύχη, βρίσκομαι ήδη στην άκρη του δρόμου, και η απόσταση από το πεζοδρόμιο είναι μικρή. Για καλό και για κακό, ρίχνω μια δρασκελιά σαν να είμαι αθλητής εκατό μέτρων προσπαθώντας να φτάσω πριν τον τερματισμό τον σίγουρο νικητή, και βρίσκομαι στο πεζοδρόμιο, σχεδόν στη μέση του. Νοιώθω μια απέραντη γαλήνη και πριν συγχαρώ τον ευατό μου για το επιτυχημένο πέρασμα του δρόμου, ακούω την φωνή του έξαλλου οδηγού.
- Αν μπορείς ξανακάντο, παλιομαλάκα!

Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2011

ΚΑΛΟΚΑΙΡΑΚΙ



Είδα την ταινία με τη Νατάσσα πριν πολλά χρόνια. Ο Νίκος ήταν φαντάρος στη Λήμνο. Καλοκαιράκι του 77, νομίζω, κάπου στην Κυψέλη. Η Νατάσσα έσκισε το πανί της καρέκλας που καθόταν. Κανείς δεν έδωσε σημασία, γιατί κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί μας. Ήταν όλοι απασχολημένοι να γελούν.
Θα ξαναδώ την ταινία σήμερα το βράδυ. Θα ρουφήξω και δυο Veltins. Μετά θα πάρω τηλέφωνο τη Μαίρη να την ρωτήσω αν μπορώ να την δω. Αν και ξέρω ότι θα μου πει ότι όλα τελείωσαν μεταξύ μας.

Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ, Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

-Α ρε Γιώργο, για σένα είναι η ζωή!
-Ποια ζωή;

Παρασκευή, Ιουλίου 01, 2011

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ


Παρένθεση

     Θα σας πω τώρα κάτι για κείνη. Είναι το μεσαίο διάστημα της νύχτας, όταν κανένα φως δεν περνάει από τις κουρτίνες, ο μόνος θόρυβος του δρόμου είναι το κλαψούρισμα ενός ρόμεο που γυρίζει σπίτι του και τα πουλιά δεν έχουν αρχίσει ακόμα τη ρουτινιέρικη, αλλά αναζωογονητική δουλειά τους. Εκείνη είναι ξαπλωμένη στο πλευρό της, με την πλάτη γυρι­σμένη προς το μέρος μου. Δεν μπορώ να τη δω μέσα στο σκοτάδι, αλλά από το ρυθμικό θρόισμα της ανάσας της θα μπορούσα να σας σχεδιάσω τον χάρτη του κορμιού της. Όταν είναι ευτυχισμένη, μπορεί να κοιμάται ώρες στην ίδια στάση. Έχω αγρυπνήσει από πάνω της όλες αυτές τις οχετώδεις ώρες της νύχτας και μπορώ να πιστοποιήσω πως δεν μετακινείται. Αυτό, βέβαια, μπορεί να οφείλεται απλώς σε καλή χώνευση και ήρεμα όνειρα· αλλά εγώ το θεωρώ σημάδι ευτυχίας.
       Οι νύχτες μας διαφέρουν. Εκείνη αποκοιμιέται όπως κά­ποιος που αφήνεται να παρασυρθεί απαλά από ένα ζεστό ρεύμα και πλέει μ' εμπιστοσύνη ως το πρωί. Εγώ αποκοιμιέ­μαι πιο δύστροπα, παλεύω με τα κύματα, απρόθυμος ν' απο­χωριστώ μια καλή μέρα ή χολωμένος ακόμα για μια κακή. Στις περιόδους της ασυναισθησίας μας, μας διατρέχουν δια­φορετικά ρεύματα. Εμένα, κάθε τόσο, ο φόβος του χρόνου και του θανάτου, ο πανικός μπροστά στο κενό που πλησιάζει, μ' εκσφενδονίζουν έξω από το κρεβάτι· με τα πόδια στο πάτωμα, το κεφάλι στα χέρια μου, φωνάζω καθώς ξυπνάω ένα ανώφελο (και απογοητευτικά άμοιρο ευφράδειας) «Όχι, όχι, όχι». Τότε εκείνη πρέπει να διώξει τη φρίκη μου με το χάδι, όπως ξεπλένει κανείς ένα σκύλο που βγήκε γαβγίζοντας από ένα βρόμικο ποτάμι.
       Λιγότερο συχνά συμβαίνει να διακόπτεται ο δικός της ύπνος από μια κραυγή, και τότε είναι η σειρά μου να τη νοια­στώ με προστατευτικό ζήλο. Είμαι σε πλήρη εγρήγορση κι εκείνη μου αποκαλύπτει με νυσταγμένα μάτια την αιτία του ξεφωνητού της. «Ένα πολύ μεγάλο σκαθάρι», λέει, σαν να μην επρόκειτο να μ' ενοχλήσει για ένα μικρότερο· ή «Τα σκαλοπάτια γλιστρούσαν»· ή απλώς «Κάτι απαίσιο» (δήλωση που μου φαίνεται μυστικοπαθής ώς το σημείο της ταυτολο­γίας). Κατόπιν, αφού αποβάλει από τον οργανισμό της αυτόν τον μουσκεμένο φρύνο, αυτή τη χούφτα βόρβορο, αναστενά­ζει κι επιστρέφει σ' έναν αποκαθαρμένο ύπνο. Εγώ κείτομαι ξύπνιος, κρατώντας σφιχτά ένα γλοιώδες αμφίβιο, περνώντας μια χούφτα απόβλητα από το ένα χέρι στο άλλο, ανήσυχος και γεμάτος θαυμασμό. (Με την ευκαιρία, δεν ισχυρίζομαι ότι εγώ έχω επιβλητικότερα όνειρα. Ο ύπνος εκδημοκρατίζει τον φόβο. Η τρομάρα για ένα χαμένο παπούτσι ή για ένα τρένο που δεν πρόλαβες είναι εξίσου μεγάλη όσο η φρίκη για επίθεση ανταρτών ή ένα πυρηνικό πόλεμο). Τη θαυμάζω επει­δή τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από μένα σ' αυτή τη δου­λειά, τον ύπνο, που όλοι μας πρέπει να κάνουμε, κάθε νύχτα, ακατάπαυστα, ώσπου να πεθάνουμε. Τη διεκπεραιώνει σαν ένας κοσμογυρισμένος ταξιδιώτης, για τον οποίον ένα και­νούργιο αεροδρόμιο δεν έχει τίποτα το απειλητικό. Ενώ εγώ κείτομαι τη νύχτα στο κρεβάτι μ' ένα διαβατήριο που η ισχύς του έχει λήξει, σπρώχνοντας ένα καροτσάκι αποσκευών που η μια του ρόδα στριγκλίζει και πηγαίνοντας να παραλάβω τις βαλίτσες μου από λάθος ιμάντα.
       Τέλος πάντων... εκείνη κοιμάται, γυρισμένη στο πλευρό και με τη πλάτη προς το μέρος μου. Τα συνηθισμένα τεχνά­σματα και οι αλλαγές στάσης δεν κατόρθωσαν να με ναρκώ­σουν, κι έτσι αποφασίζω να κουρνιάσω στο απαλό ζιγκ-ζαγκ του κορμιού της. Καθώς μετακινούμαι και ακουμπάω το κα­λάμι μου πάνω σε μια γάμπα που ο ύπνος έχει χαλαρώσει τους μυς της, εκείνη αισθάνεται τι κάνω και χωρίς να ξυπνή­σει απλώνει το αριστερό της χέρι, παίρνει τα μαλλιά από τους ώμους της και τα σηκώνει στο κεφάλι της, για να μπορέσω να κουρνιάσω στον γυμνό λαιμό της. Κάθε φορά που αντιδρά έτσι, η ακρίβεια αυτής της ενύπνιας φιλοφρόνησης με κάνει ν' αναριγώ από αγάπη. Τα μάτια μου βουρκώνουν και μου 'ρχεται να την ξυπνήσω για να της θυμίσω πως την αγαπώ. Εκείνη τη στιγμή, ασύνειδα, άγγιξε κάποιο κρυφό υπομόχλιο των αισθημάτων μου. Φυσικά, δεν το ξέρει· ποτέ δεν της έχω μιλήσει γι' αυτή τη μικρούλικη, συγκεκριμένη νυχτερινή χα­ρά. Αν και τώρα το κάνω, υποθέτω...
       Νομίζετε ότι στην πραγματικότητα είναι ξύπνια όταν το κάνει αυτό; Μπορεί να σας φανεί πως είναι μια συνειδητή πράξη αβροφροσύνης -μια ευχάριστη χειρονομία, που ωστό­σο δεν σημαίνει ότι οι ρίζες της αγάπης φτάνουν βαθύτερα από τη συνείδηση. Έχετε δίκιο να δυσπιστείτε: πρέπει να εί­μαστε επιεικείς μόνον ώς ένα βαθμό με τους ερωτευμένους, που η ματαιοδοξία τους συναγωνίζεται εκείνη των πολιτικών. Αλλά έχω κι άλλες αποδείξεις. Τα μαλλιά της, για να ξέρετε, πέφτουν στους ώμους της. Αλλά πριν από μερικά χρόνια, όταν μας υποσχέθηκαν ότι η καλοκαιρινή ζέστη θα κρατούσε μήνες, τα έκοψε κοντά. Ο λαιμός της ήταν γυμνός για φιλιά όλη μέρα. Και στο σκοτάδι, όταν ήμασταν ξαπλωμένοι κάτω από το ίδιο σεντόνι κι εγώ λουζόμουν στον ιδρώτα, όταν το μεσαίο διάστημα της νύχτας ήταν συντομότερο, αλλά όχι λι­γότερο δυσβάσταχτο -τότε, καθώς γύριζα προς αυτή τη χα­λαρή καμπύλη δίπλα μου, εκείνη, μ' ένα απαλό μουρμούρισμα, προσπαθούσε να σηκώσει τα ανύπαρκτα μαλλιά από τον σβέρκο της.
       «Σ' αγαπώ», ψιθυρίζω στον κοιμισμένο λαιμό, «σ' αγαπώ». Όλοι οι μυθιστοριογράφοι ξέρουν ότι η τέχνη τους είναι μια έμμεση διαδικασία. Όταν ο συγγραφέας δοκιμάζει τον πειρα­σμό του διδακτισμού, πρέπει να φαντάζεται ένα κομψό καπε­τάνιο που βλέπει τη θύελλα να πλησιάζει, τρέχει από όργανο σε όργανο σαν πύρινος τροχός με χρυσά σιρίτια, στέλνει κοφτές διαταγές μέσα από τον φωναγωγό. Αλλά δεν υπάρχει κανένας κάτω, το μηχανοστάσιο δεν τοποθετήθηκε ποτέ και το τιμόνι έσπασε πριν από αιώνες. Ο καπετάνιος μπορεί να δώσει μια πολύ καλή παράσταση, πείθοντας όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και μερικούς από τους επιβάτες· ωστόσο, το αν ο πλωτός κόσμος τους θα τα βγάλει πέρα δεν εξαρτάται απ' αυτόν, αλλά από τους λυσσασμένους ανέμους και τη σκυθρωπή θάλασσα, από τα παγόβουνα και τους αναπάντε­χους σκοπέλους.
       Παρ' όλα αυτά, είναι φυσικό να δυσανασχετεί πότε-πότε ο μυθιστοριογράφος για τις σκόλιες ατραπούς της λογοτε­χνίας. Στο κάτω μέρος του πίνακα του Ελ Γκρέκο «Η Ταφή Του Κόμη Οργκάθ», στο Τολέδο, υπάρχει μια παράταξη από γωνιώδεις μορφές με δαντελένιες τραχηλιές. Η ματιά τους, με θεατρικά πένθιμη έκφραση, είναι στραμμένη προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Μόνο μία απ' αυτές κοιτάζει ολόισια έξω από τον πίνακα και μας ατενίζει με ζοφερό, ειρωνικό βλέμμα -ένα βλέμμα που δεν μπορούμε να μην παρατηρή­σουμε, επίσης, ότι δεν είναι κολακευμένο. Η παράδοση υπο­στηρίζει ότι αυτή η μορφή είναι ίδιος ο Ελ Γκρέκο. "Εγώ το έφτιαξα αυτό", λέει. "Εγώ ζωγράφισα αυτόν τον πίνακα. Εγώ είμαι υπεύθυνος και γι' αυτό σας κοιτάζω".
       Φαίνεται πως οι ποιητές γράφουν ευκολότερα για την αγάπη απ' όσο οι πεζογράφοι. Πρώτα-πρώτα, διαθέτουν αυτό το ευέλικτο «εγώ» (όταν εγώ λέω «εγώ», θέλετε να μάθετε μέσα σε μια-δυο παραγράφους αν εννοώ τον Τζούλιαν Μπαρνς ή κάποιο φανταστικό πρόσωπο, ενώ ένας ποιητής μπορεί να επαμφοτερίζει ανάμεσα στα δύο, εισπράττοντας επαίνους τό­σο για τη βαθύτητα του αισθήματος όσο και για την αντικει­μενικότητα του). Έπειτα, φαίνεται πως οι ποιητές είναι ικανοί να μεταστοιχειώνουν την κακή αγάπη -την εγωιστική, την ευτελή αγάπη- σε καλή ποίηση για την αγάπη. Ενώ οι πε­ζογράφοι δεν έχουν τη δύναμη αυτής της αξιοθαύμαστης και ανέντιμης μετουσίωσης. Εμείς το μόνο που μπορούμε να κά­νουμε είναι να μεταστοιχειώνουμε τη κακή αγάπη σε πρόζα για τη κακή αγάπη. Γι' αυτό ζηλεύουμε (και δυσπιστούμε ελαφρά), όταν οι ποιητές μας μιλούν για την αγάπη.
       Κι έπειτα, γράφουν κάτι πράγματα που λέγονται ερωτική ποίηση. Συγκεντρώνονται σε βιβλία που τιτλοφορούνται ΜΕ­ΓΑΛΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ή κά­πως έτσι και ενδείκνυνται ως δώρο για τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. 'Ασε πια τις ερωτικές επιστολές· αυτές συγκε­ντρώνονται σε ανθολογίες όπως η ΧΡΥΣΗ ΓΡΑΦΙΔΑ - ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑΣ (μπορείτε να το πα­ραγγείλετε ταχυδρομικώς). Αλλά δεν υπάρχει λογοτεχνικό είδος που ν' ανταποκρίνεται στον όρο «ερωτική πεζογρα­φία». Ακούγεται άχαρα, σχεδόν σαν σχήμα οξύμωρο. ΕΡΩΤΙ­ΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΓΙΑ ΣΠΑΣΙΚΛΕΣ. Θα το βρεί­τε στην πτέρυγα των βιβλίων ξυλουργικής.
       Η Καναδέζα συγγραφέας Μαίηβις Γκάλλαντ έθεσε το ζή­τημα ως εξής: «Το μυστήριο του τι ακριβώς είναι ένα ζευγά­ρι είναι σχεδόν το μόνο αληθινό μυστήριο που μας έμεινε, και όταν θα το έχουμε εξιχνιάσει δεν θα χρειαζόμαστε πια τη λογοτεχνία -ούτε άλλωστε τον έρωτα». Όταν το πρωτο­διάβασα αυτό, το σχολίασα στο περιθώριο με το σκακιστι­κό σημάδι «!;» το οποίο σημαίνει μια κίνηση που, αν και ί­σως λαμπρή, μάλλον είναι επισφαλής. Αλλά η άποψη της Γκάλλαντ με πείθει όλο και περισσότερο, και το σημάδι άλ­λαξε σε «!!».
       «Ό,τι θα μείνει από μας είναι η αγάπη». Σ' αυτό το συμπέ­ρασμα καταλήγει προσεχτικά ο Φίλιπ Λάρκιν στο ποίημα του «Αρουνδέλειος Τύμβος». Ο στίχος μας εκπλήσσει, γιατί ένα μεγάλο μέρος από το έργο αυτού του ποιητή ήταν απομυθο-ποιητικό σαν ένα στιμμένο σφουγγαρόπανο. Ετοιμαζόμαστε να ευφρανθούμε· αλλά πρώτα θα έπρεπε να κοιτάξουμε με πεζό και καχύποπτο βλέμμα και ν' αναρωτηθούμε γι' αυτή την ποιητική φιοριτούρα: Είναι τάχα αληθινή; Είναι άραγε η αγάπη ό,τι θα μείνει από μας; Ωραία που θα ήταν, αν μπο­ρούσαμε να το πιστέψουμε! Θα ήταν παρήγορο, αν η αγάπη ήταν μια ενεργειακή πηγή που εξακολουθεί ν' ακτινοβολεί μετά τον θάνατο μας. Όταν έκλεινες τις παλιές τηλεοπτικές συσκευές, άφηναν στο κέντρο της οθόνης μια φωτεινή βούλα, που μίκραινε σιγά σιγά κι ενώ αρχικά είχε το μέγεθος ενός φλορινιού κατέληγε να γίνει ένα σημαδάκι έτοιμο να εξαφα­νιστεί κι αυτό. Όταν ήμουν μικρός, παρατηρούσα αυτή τη διαδικασία κάθε βράδυ, με την αόριστη επιθυμία να την ανα­χαιτίσω (και με την εφηβικά μελαγχολική αίσθηση ότι έβλεπα το σημάδι που λέγεται ανθρώπινη ύπαρξη να χάνεται αδυσώ­πητα μέσα σ' ένα μαύρο σύμπαν). Τάχα να εξακολουθεί η αγάπη να φεγγοβολεί έτσι για ένα διάστημα, μετά το σβήσιμο τη συσκευής; Εγώ προσωπικά δεν το βλέπω. 'Οταν πεθαίνει το ορφανεμένο σκέλος ενός ερωτικού ζευγαριού, πεθαίνει κι η αγάπη. Αν κάτι μένει από μας, θα πρέπει να είναι κάτι άλλο. Αυτό που θα μείνει από τον Λάρκιν δεν είναι η αγάπη του, αλλά η ποίηση του: αυτό είναι ολοφάνερο. Κι όποτε διαβάζω το τέλος του «Αρουνδέλειου Τύμβου», θυμάμαι τον Ουίλλιαμ Χάσκισον. Ήταν πολιτικός και χρηματιστής, πολύ γνωστός στον καιρό του, αλλά σήμερα τον θυμόμαστε επειδή στις 15 Σεπτεμβρίου 1830, στα εγκαίνια της σιδηροδρομικής γραμμής Λίβερπουλ-Μάντσεστερ, έγινε ο πρώτος άνθρωπος που πα­ρασύρθηκε και σκοτώθηκε από τρένο (αυτό έγινε ο Χάσκισον, σ' αυτό μεταμορφώθηκε). Αγαπούσε άραγε ο Ουίλλιαμ Χάσκισον; Και κράτησε η αγάπη του; Δεν το ξέρουμε. Ό,τι έμεινε απ' αυτόν είναι η στιγμή της τελευταίας απροσεξίας του -ο θάνατος τον πάγωσε σε μια διδακτική καμέα για τη φύση της προόδου.
       «Σ' αγαπώ». Πρώτα πρώτα, καλά θα κάναμε να φυλάξου­με αυτή τη φράση σ' ένα ψηλό ράφι σ' ένα τετράγωνο κουτί, πίσω από ένα τζάμι που πρέπει να σπάσουμε με τον αγκώνα μας, στη τράπεζα. Δεν πρέπει να την αφήνουμε όπου να 'ναι στο σπίτι, σαν ένα σωληνάριο με βιταμίνη Ο . Αν την έχουμε πρόχειρη, θα τη χρησιμοποιήσουμε χωρίς δεύτερη σκέψη· δεν θ' αντέξουμε στον πειρασμό. Λέμε βέβαια πως δεν θα το κάνουμε, αλλά θα το κάνουμε. Θα είμαστε μεθυ­σμένοι ή θα νιώθουμε μοναξιά ή -το πιθανότερο απ' όλα- θα θέλουμε να τρέφουμε ελπίδες, που να πάρει και τότε η φράση θα χαθεί, θα καταναλωθεί, θα μαγαριστεί. Θα πείτε: σκεφτόμαστε πως μπορεί να είμαστε ερωτευμένοι και δοκιμά­ζουμε αυτή τη φράση για να δούμε αν ταιριάζει. Πώς μπορού­με να ξέρουμε τι σκεφτόμαστε, αν δεν ακούσουμε τι λέμε; Ελάτε τώρα, επιχείρημα είναι αυτό; Εδώ πρόκειται για σπου­δαία φράση, πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι την αξίζουμε. Α­κούστε την πάλι, στα αγγλικά: 'Αϊ λαβ γιού. Υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο: μια απέριττη, ακαταμάχητη φράση. Το υποκείμε­νο είναι μια τόση δα λεξούλα, που υποδηλώνει την ταπεινο­φροσύνη του εραστή. Το ρήμα είναι μεγαλύτερο, αλλά ανε­πίδεκτο παρερμηνείας, μ' αυτή την αποκαλυπτική στιγμή που η γλώσσα εκλακτίζεται ζωηρά για ν' απελευθερώσει το φω­νήεν. Το αντικείμενο, όπως και το υποκείμενο, δεν έχει σύμ­φωνα και το εκφέρουμε σπρώχνοντας τα χείλη μας προς τα εμπρός, σαν να φιλάμε. 'Αϊ Λάβ Γιού. Πόσο σοβαρό, πόσο βα­ρυσήμαντο, πόσο φορτισμένο ακούγεται.
       Φαντάζομαι μια φωνητική συνωμοσία ανάμεσα στις γλώσ­σες του κόσμου. Αποφασίζουν σε μια συνδιάσκεψη πως η φρά­ση οφείλει να ηχεί πάντα σαν κάτι που πρέπει κανείς να κερ­δίσει, να μοχθήσει γι' αυτό, να είναι άξιος του. Ιχ Λίμπε Ντιχ: ένας νυχτερινός ψίθυρος, με φωνή βραχνή από το τσιγάρο, μ' αυτή την ευτυχή ομοιοκαταληξία υποκειμένου και αντι­κειμένου, Ζε Τ' Εμ: μια διαφορετική διαδικασία, όπου ξεμπερ­δεύουμε γρήγορα με το υποκείμενο και το αντικείμενο για να γευτούμε μέχρι τρυγός το μακρό φωνήεν της λατρείας. (Εδώ η γραμματική κάνει επίσης κάτι καθησυχαστικό: με το αντι­κείμενο τοποθετημένο δεύτερο, δεν υπάρχει περίπτωση ν' αποκαλυφθεί ξαφνικά ότι το αγαπημένο πρόσωπο είναι κά­ποιο άλλο). Για Τεμπιά Λιουμπλιού: το αντικείμενο πάλι στην παρήγορη δεύτερη θέση, αλλά αυτή τη φορά -παρά τον υπαινιγμό που κρύβει η ομοιοκαταληξία υποκειμένου κι αντικειμένου- αισθάνεσαι ότι υπάρχουν δυσκολίες, εμπόδια που πρέπει να υπερνικηθούν. Ιο Τι 'Αμο: ίσως θυμίζει υπέρ το δέον απεριτίφ, αλλά δομικά είναι πειστικό, με το υποκείμενο και το αντικείμενο, το ενεργούν πρόσωπο και την ενέργεια, να πε­ρικλείονται στην ίδια λέξη.

     Συγχωρέστε με γι' αυτή την ερασιτεχνική προσέγγιση. Ευ­χαρίστως θ' άφηνα το έργο σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα αφιερωμένο στην επαύξηση των γνώσεων του ανθρώπου. Ας αναθέσουν σε μια ερευνητική ομάδα να μελετήσει τη φράση σ' όλες τις γλώσσες του κόσμου, να δει την ποικιλία της, ν' ανακαλύψει τι δηλώνουν οι φθόγγοι της σ' αυτούς που τους ακούν, να εξακριβώσει αν το μέγεθος της ευτυχίας μεταβάλλεται με τον πλούτο της διατύπωσης. Ερώτηση από το ακροα­τήριο: υπάρχουν φυλές που δεν έχουν στο λεξιλόγιο τους τη φράση Σ' αγαπώ; Ή μήπως έχουν εκλείψει όλες;

     Πρέπει να φυλάμε αυτή τη φράση στο κουτί της, πίσω από το τζάμι. Κι όταν τη βγάζουμε έξω, πρέπει να τη χρησιμο­ποιούμε με προσοχή. Οι άνδρες λένε «Σ' αγαπώ» για να καταφέρουν μια γυναίκα να πάει στο κρεβάτι μαζί τους, οι γυναίκες λένε «Σ' αγαπώ» για να καταφέρουν έναν άνδρα να τις παντρευτεί κι οι δυο λένε «Σ' αγαπώ» για να διώξουν τον φόβο, για να πεισθούν από τα λόγια για τα έργα, για να βεβαιωθούν ότι έχει επέλθει η πολυπόθητη κατάσταση, για να ξεγελάσουν τους εαυτούς τους με την ιδέα ότι δεν έχει παρέλ­θει ακόμα. Πρέπει να φυλαγόμαστε από τέτοιες χρήσεις. Το "Σ' αγαπώ" δεν πρέπει να βγαίνει στον κόσμο, να γίνεται νό­μισμα, εμπορεύσιμη μετοχή, να μας αποφέρει κέρδη. Θα το κάνει, αν το αφήσουμε. Αλλά φυλάξτε αυτή την πειθήνια φρά­ση για να την ψιθυρίζετε σ' ένα λαιμό, από τον οποίο μια κίνηση μόλις σήκωσε τα ανύπαρκτα μαλλιά.

     Για την ώρα είμαι μακριά από εκείνη, ίσως το μαντέψατε. Το υπερατλαντικό τηλέφωνο φέρνει μια κοροϊδευτική ηχώ, σαν κάποιος να λέει «Τα 'χουμε ξανακούσει όλα αυτά». «Σ' αγαπώ» και πριν εκείνη προλάβει ν' απαντήσει ακούω τον μεταλλικό δεύτερο εαυτό μου ν' αποκρίνεται: «Σ' αγαπώ». Αυτό δεν με ικανοποιεί· με την ηχώ, τα λόγια δημοσιοποιή­θηκαν. Δοκιμάζω ξανά, με το ίδιο αποτέλεσμα. "Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" -κατάντησε ένα φλύαρο τραγούδι που είναι μέγα σουξέ για ένα θυελλώδη μήνα κι έπειτα εξορίζεται στα κατα­γώγια, όπου κοντόχοντροι ροκάδες με λιγδωμένο μαλλί και νταλγκά στη φωνή τους το χρησιμοποιούν για να ρίξουν τα κορίτσια που λικνίζονται αποχαυνωμένα στην πρώτη σειρά. "Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ", ενώ ο πρώτος κιθαρίστας χαχανίζει και η γλώσσα του ντράμερ κρέμεται υγρή από το ανοιχτό του στόμα.

     Πρέπει να είμαστε ακριβείς με την αγάπη, τη γλώσσα της και τις χειρονομίες της. Αν θέλουμε να μας σώσει, πρέπει να την αντικρίζουμε το ίδιο καθαρά όσο θα έπρεπε να μάθουμε ν' αντικρίζουμε τον θάνατο. Μήπως πρέπει να διδάσκεται η αγάπη στο σχολείο; Πρώτη τάξη: η φιλία, δεύτερη τάξη: η τρυφερότητα, τρίτη τάξη: ο έρωτας. Γιατί όχι; Μαθαίνουν στα παιδιά πώς να μαγειρεύουν, πώς να επισκευάζουν αυτοκίνητα και πώς να πηδιούνται χωρίς να γκαστρώνεται η κοπέλα· και τα παιδιά, έτσι υποθέτουμε, τα καταφέρνουν σ' όλα αυτά πολύ καλύτερα απ' όσο εμείς στην ηλικία τους, αλλά τι τα ωφελούν, αν δεν ξέρουν τίποτα για την αγάπη; Περιμένουμε να μάθουν γι' αυτήν από μόνα τους. Υποτίθεται ότι θα δώσει τη λύση η Φύση, όπως ο αυτόματος πιλότος σ' ένα αεροπλά­νο. Αλλά η Φύση, στην οποία μεταθέτουμε την ευθύνη για ό,τι δεν μπορούμε να καταλάβουμε, δεν είναι και τόσο καλή, όταν γυρίζουμε το κουμπί στο αυτόματο. Οι μωρές παρθένες που στρατολογήθηκαν στον γάμο δεν ανακάλυψαν ποτέ ότι η Φύση έχει έτοιμη απάντηση για όλα, όταν έσβησαν το φως. Οι μωρές παρθένες είχαν ακούσει ότι η αγάπη είναι η Γη Της Επαγγελίας, μια κιβωτός με την οποία δύο άνθρωποι μπο­ρούν να γλιτώσουν από τον Κατακλυσμό. Μπορεί η αγάπη να είναι κιβωτός, αλλά μια κιβωτός όπου η ανθρωποφαγία δίνει και παίρνει, μια κιβωτός με κυβερνήτη ένα τρελόγερο, που σε δέρνει με μια μαγκούρα από κυπαρισσόξυλο και μπο­ρεί ανά πάσα στιγμή να σε πετάξει στη θάλασσα.

     Ας αρχίσουμε από την αρχή. Σε κάνει ευτυχισμένο η αγά­πη; Όχι. Κάνει ευτυχισμένο τον άνθρωπο που αγαπάς; Όχι. Τα διορθώνει όλα; Σίγουρα όχι. Κάποτε, βέβαια, τα πίστευα όλα αυτά. Ποιος δεν τα πίστευε (ποιος δεν εξακολουθεί να τα πιστεύει, κάπου στα βάθη της ψυχής του); Τα λένε όλα τα βιβλία μας, όλες οι ταινίες μας· είναι ο επίλογος χιλιάδων ιστοριών. Ποιος ο λόγος να υπάρχει η αγάπη, αν δεν λύνει όλα τα προβλήματα; Η ίδια η λαχτάρα μας για αγάπη μάς επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η αγάπη, από τη στιγμή που μπαίνει στη ζωή μας, καταπραΰνει τον καθημερινό μας πόνο, μας εξασφαλίζει κάποια άκοπη αναλγησία. Έτσι θα θέλαμε να είναι.
     Ένας άνδρας και μια γυναίκα αγαπιούνται, αλλά δεν εί­ναι ευτυχισμένοι. Τι συμπεραίνουμε απ' αυτό; Μήπως ότι ο ένας από τους δύο δεν αγαπά πραγματικά τον άλλο, ότι αγαπιούνται ώς ένα βαθμό, αλλά όχι αρκετά; Αυτό το αμφι­σβητώ πραγματικά, το αμφισβητώ αρκετά. Αγάπησα δυο φο­ρές στη ζωή μου (και μου φαίνεται πολύ), τη μιαν αίσια, την άλλη άτυχα. Η άτυχη αγάπη ήταν που μου δίδαξε τα περισ­σότερα για τη φύση της αγάπης -όχι βέβαια τότε, αλλά χρόνια αργότερα. Τις χρονολογίες και τις λεπτομέρειες συ­μπληρώστε τις όπως θέλετε. Αλλ' αγαπούσα κι αγαπιό­μουν, για πολύ καιρό, πολλά χρόνια. Στην αρχή ήμουν αναί­σχυντα ευτυχισμένος, νταβραντισμένος από σολοικιστική χα­ρά, αλλά τον περισσότερο καιρό ήμουν ανεξήγητα, βασανι­στικά δυστυχισμένος. Μήπως δεν την αγαπούσα αρκετά; Ήξερα πως την αγαπούσα αρκετά -κι ανέβαλα για χά­ρη της το μισό μέλλον μου. Μήπως δεν με αγαπούσε αρκε­τά; Ήξερα πως με αγαπούσε αρκετά -κι εγκατέλειψε για χάρη μου το μισό παρελθόν της. Ζήσαμε δίπλα-δίπλα πολλά χρόνια και μας έτρωγε η απορία τι πήγαινε στραβά με την εξίσωση που είχαμε καταστρώσει. Η αμοιβαία αγάπη δεν ή­ταν ίση με την ευτυχία. Εμείς επιμέναμε με ισχυρογνωμοσύνη για το αντίθετο.

     Κι αργότερα συνειδητοποίησα τι πίστευα για την αγάπη. Φανταζόμαστε πως είναι μια δραστική δύναμη. Η αγάπη μου την κάνει ευτυχισμένη, η αγάπη της με κάνει ευτυχισμέ­νο: πώς μπορεί να είναι λάθος αυτό; Κι όμως είναι λά­θος· ανάγεται σ' ένα λανθασμένο εννοιολογικό μοντέλο. Υ­πονοεί ότι η αγάπη είναι ένα μαγικό ραβδί, που λύνει τον περίπλοκο κόμπο, γεμίζει το ψηλό καπέλο με μαντίλια, ραντί­ζει τον αέρα με περιστέρια. Το μοντέλο, όμως, δεν προέρχε­ται από τη μαγεία, αλλά από τη φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων. Η αγάπη μου δεν την κάνει, δεν μπορεί να την κάνει ευτυχισμένη· η αγάπη μου μπορεί απλώς ν' αποδεσμεύ­σει μέσα της την ικανότητα να είναι ευτυχισμένη. Και νά που τώρα τα πράγματα φαίνονται πιο κατανοητά. Πώς γίνεται να μην μπορώ να την κάνω ευτυχισμένη, πώς γίνεται να μην μπορεί να με κάνει ευτυχισμένο; Απλούστατα: η πυρηνική αντίδραση που περιμένεις δεν συμβαίνει, η ακτίνα με την ηχώ ακούγεται θαυμάσια, αλλά δεν είναι αληθινό, το πετάμε -μια τέτοια μέθοδος είναι τονωτικά απαλλαγμένη από συγ­γραφικό ναρκισσισμό. Σήμερα, όμως, δεν είμαι και τόσο σί­γουρος. Ο στίχος "Πρέπει ν' αγαπάμε αλλήλους και να πεθά­νουμε" έχει οπωσδήποτε με το μέρος του τη λογική· εξάλλου, είναι πάνω-κάτω το ίδιο ενδιαφέρων για το ζήτημα της αν­θρώπινης κατάστασης και το ίδιο εντυπωσιακός, όσο το "Πρέ­πει ν' ακούμε ραδιόφωνο και να πεθάνουμε" ή "Πρέπει να θυμόμαστε να κάνουμε απόψυξη στο ψυγείο και να πεθάνου­με". Ο Ώντεν είχε δίκιο να δυσπιστεί για την ίδια του τη ρη­τορεία· αλλά όταν λέμε ότι ο στίχος "Πρέπει ν' αγαπάμε αλ­λήλους ή να πεθάνουμε" είναι αναληθής επειδή έτσι κι αλλιώς πεθαίνουμε (ή επειδή όσοι δεν αγαπούν δεν ξεψυχούν στη στιγμή), βλέπουμε το θέμα στενά ή παραβλέπουμε πολλά. Υπάρχουν εξίσου λογικοί και πιο πειστικοί, τρόποι να διαβά­σουμε τον στίχο με το ή. Ο πρώτος και πιο προφανής είναι ο εξής: πρέπει ν' αγαπάμε ο ένας τον άλλο, γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε ν' αλληλοσκοτωθούμε τελικά. Ο δεύτερος εί­ναι: πρέπει ν' αγαπάμε ο ένας τον άλλο, γιατί αλλιώς, αν η αγάπη δεν είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής μας, δεν θ' άλλαζε τίποτα αν ήμασταν νεκροί. Σίγουρα δεν είναι «ψέμα, που να πάρει», όταν κάποιος υποστηρίζει πως όσοι αντλούν τη βαθύτερη ικανοποίηση τους από άλλα πράγματα ζουν μιαν άδεια ζωή, είναι ποζάτα καβούρια που καρκινοβατούν καμα­ρωτά στον βυθό της θάλασσας μέσα σε δανεικά όστρακα. Πατάμε σ' επισφαλές έδαφος. Πρέπει να 'μαστε ακριβείς αλλά και να μη παρασυρθούμε σε συναισθηματισμούς. Αν θέλουμε ν' αντιτάξουμε την αγάπη σε δόλιες και χεροδύναμες έννοιες όπως η εξουσία, το χρήμα, η ιστορία κι ο θάνα­τος, τότε δεν πρέπει να περιχαρακωθούμε ρίχνοντας το στο αυτολιβάνισμα και σε ξιπασμένες αοριστολογίες.
     Οι εχθροί της αγάπης επωφελούνται από τις γενικόλογες διακηρύξεις της, από την εντυπωσιακή ικανότητα της να επιφέρει τον απομονωτισμό. Από πού λοιπόν θ' αρχίσουμε; Η αγάπη μπο­ρεί να παραγάγει ευτυχία, μπορεί κι όχι, ανεξάρτητα από το αν οδηγεί τελικά εκεί ή όχι, η πρωταρχική της συνέπεια είναι νου. Κι επειδή γνωρίζω καλά το φύλο μου, τείνω ν' αμφιβάλ­λω για τα κίνητρα του τελευταίου. Μπορεί ο αρσενικός πι­γκουίνος να τα έβαλε κάτω και να σκέφτηκε πως όταν είσαι αναγκασμένος να ζήσεις χρόνια στην Ανταρκτική, τότε το πιο έξυπνο που μπορείς να κάνεις είναι να κάθεσαι σπίτι σου φροντίζοντας το αβγό και να στέλνεις το θηλυκό να ψαρέψει στα παγωμένα νερά. Μπορεί δηλαδή το αρσενικό να τα έφε­ρε έτσι όπως το βόλευαν.
     Πού λοιπόν παίζει ρόλο η αγάπη; Δεν είναι απόλυτα απα­ραίτητη, έτσι; Μπορούμε να χτίσουμε φράγματα, όπως κάνει ο κάστορας, χωρίς αγάπη. Μπορούμε να οργανώσουμε πο­λύπλοκες κοινωνίες, όπως κάνει η μέλισσα, χωρίς αγάπη. Μπορούμε να διανύσουμε μεγάλες αποστάσεις, όπως κάνει το αλμπατρός, χωρίς αγάπη. Μπορούμε να χώσουμε το κε­φάλι μας στην άμμο, όπως κάνει η στρουθοκάμηλος, χωρίς αγάπη. Μπορούμε να εξαφανιστούμε ως είδος, όπως το ντο-ντό, χωρίς αγάπη.

     Μήπως η αγάπη είναι μια χρήσιμη μετάλλαξη, που βοηθάει τη φυλή να επιβιώσει; Δεν μου φαίνεται. Μήπως, λόγου χάρη, εμφυτεύτηκε στους πολεμιστές ώστε να πολεμούν σκληρότε­ρα για τη ζωή τους, κουβαλώντας βαθιά μέσα τους τη φωτι­σμένη από ένα κερί ανάμνηση της οικογενειακής εστίας; Πο­λύ απίθανο. Η παγκόσμια Ιστορία μάς διδάσκει ότι οι αποφα­σιστικοί παράγοντες στον πόλεμο είναι μια νέου τύπου αιχμή βέλους, ένας πανούργος στρατηγός, ένα γεμάτο στομάχι κι η ελπίδα του πλιάτσικου, όχι ένας αισθηματίας που γλωσσοκοπανάει για το σπίτι του.

     Μήπως τότε η αγάπη είναι μια πολυτέλεια που γεννήθηκε σε ειρηνικούς καιρούς, όπως η κατασκευή καπιτονέ παπλω­μάτων; Κάτι ευχάριστο, πολυσύνθετο, αλλά επουσιώδες: Μια τυχαία εξέλιξη, ενισχυμένη από την κουλτούρα, μια εξέλιξη που από καθαρή σύμπτωση είναι αγάπη και όχι κάτι άλλο; Έτσι νομίζω μερικές φορές. Υπήρχε κάποτε στη βορειοδυτική άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών μια φυλή Ινδιάνων (δεν είναι δική μου επινόηση), που ζούσαν εξαιρετικά εύκολη ζωή. Η απομόνωση τους τους προστάτευε από εχθρούς κι η γη που καλλιεργούσαν ήταν απεριόριστα εύφορη. Δεν είχαν παρά να ρίξουν πίσω τους ένα σαφρακιασμένο φασόλι για να φυτρώ­σει μια φασολιά και να τους λούσει με λουβιά. Ήταν υγιείς, ευχαριστημένοι και δεν είχαν καμία έφεση για πολυαίμακτους πολέμους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι διέθεταν μπόλικο χρόνο. Αναμφίβολα διέπρεπαν σε τομείς στους οποίους ειδικεύονται οι κοινωνίες της ραστώνης· αναμφίβολα τα προϊόντα της καλαθοπλεκτικής τους έγιναν σωστό ροκοκό, η ερωτική τέχνη τους απέκτησε περισσότερο χαρακτήρα γυμναστικής, η μέθο­δος τους να χρησιμοποιούν κονιορτοποιημένα φύλλα για να προκαλούν αποχαυνωτική έκσταση όλο και αποτελεσματικό­τερη. Δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτές τις πλευρές της ζωής τους, αλλά ξέρουμε ποια ήταν η κύρια ασχολία τους στις άφθονες ώρες της σχόλης τους. Έκλεβαν ο ένας τον άλλο. Αυτό τους άρεσε να κάνουν, έτσι διασκέδαζαν. Όταν έβγαι­ναν από τα αντίσκηνα τους αγουροξυπνημένοι και άλλη μια άψογη μέρα ερχόταν να τους φιλήσει από τον Ειρηνικό, ρου­φούσαν τον μελωμένο αέρα και ρωτούσαν ο ένας τον άλλο τι είχαν σκαρώσει την προηγούμενη νύχτα. Ο ερωτώμενος απαντούσε ομολογώντας ντροπαλά -ή κομπάζοντας αυτά­ρεσκα- ότι είχε διαπράξει μια κλοπή. Ο Μικρός Γκρίζος Λύκος ξάφρισε πάλι την κουβέρτα του Γέρικου Κόκκινου Προσώπου. Τι μου λες! Προοδεύει αυτός ο Μικρός Γκρίζος Λύκος. Κι εσύ τι σκάρωσες; Εγώ; Α, απλώς βούτηξα τα φρύ­δια του τοτέμ. Όχι, πάλι τα ίδια; Βαρετόόό, βρε παιδί μου. Μήπως έτσι πρέπει να δούμε και την αγάπη; Η αγάπη μας δεν μας βοηθάει να επιβιώσουμε, όπως δεν βοήθησαν τους Ινδιάνους οι κλεψιές τους. Αλλά μας δίνει την ατομικότητα μας, μας δίνει ένα σκοπό στη ζωή. Στερήστε από τους Ινδιά­νους τις χαρούμενες λαθροχειρίες τους και δεν θα μπορού­σαν πια τόσο εύκολα ν' αυτοπροσδιοριστούν. Επομένως η αγάπη δεν είναι παρά μια ιδιότροπη μετάλλαξη; Δεν τη χρεια­ζόμαστε για την εξάπλωση της φυλής μας, είναι μάλιστα επι­ζήμια για έναν εύτακτο πολιτισμό. Η σεξουαλική επιθυμία θα ήταν πολύ ευκολότερη, αν δεν έπρεπε να σκοτιζόμαστε για την αγάπη. Ο γάμος θα ήταν τιμιότερος -κι ίσως πολύ διαρκέστερος- αν δεν λαχταρούσαμε την αγάπη, αν δεν αναγαλλιάζαμε στον ερχομό της και δεν φοβόμασταν μήπως ξαναφύγει.

     Αν εξετάσουμε την παγκόσμια Ιστορία, θα εκπλαγούμε που συμπεριλαμβάνει και την αγάπη. Είναι ένα εξάμβλωμα, ένα τερατούργημα, κάποια καθυστερημένη προσθήκη στην ημε­ρήσια διάταξη. Μου θυμίζει εκείνα τα μισά σπίτια που, σύμ­φωνα με τα καθιερωμένα κριτήρια της ανάγνωσης ενός χάρ­τη, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Πριν από μια-δυο βδομάδες πήγα στην εξής βορειοαμερικανική διεύθυνση: οδός Γιανγκ αρ. 2.041 1/2. Ο ιδιοκτήτης του 2.041 πρέπει να πούλησε κάποτε ένα μικρό οικόπεδο κι εκεί χτίστηκε αυτό το μισοαριθμημένο, μισοαναγνωρισμένο σπίτι. Κι ωστόσο υπάρχουν άν­θρωποι που ζουν εκεί μέσα άνετα κι ευχάριστα, άνθρωποι που το λένε σπιτικό τους... Ο Τερτυλλιανός είπε για τη χριστια­νική πίστη πως ήταν αληθινή επειδή ήταν άτοπη. Ίσως η αγά­πη είναι ουσιώδης επειδή είναι περιττή.

     Εκείνη είναι το κέντρο του κόσμου μου. Οι Αρμένιοι πίστευαν ότι το Αραράτ είναι το κέντρο του κόσμου· αλλά το βουνό μοιράστηκε ανάμεσα σε τρεις αυτοκρατορίες και τελικά δεν έμεινε στους Αρμένιους κανένα κομμάτι του, καλύτερα λοι­πόν να μη συνεχίσω αυτή τη σύγκριση. 'Αϊ Λαβ Γιού. Γύρισα σπίτι μου κι αυτά τα λόγια δεν συνοδεύονται πια από κοροϊ­δευτική ηχώ. Ζε Τ' Εμ. Τι 'Αμο (με σόδα). Κι αν δεν είχατε γλώσσα, αν δεν μπορούσατε να υμνήσετε με λόγια την αγάπη σας, θα κάνατε το εξής: θα σταυρώνατε τα χέρια στους καρπούς, με τις παλάμες να βλέπουν προς το μέρος σας, θ' ακουμπού­σατε τους σταυρωμένους καρπούς πάνω στην καρδιά σας (στη μέση του στήθους σας, τέλος πάντων), έπειτα θα προ­τείνατε λίγο τα χέρια και θα τ' ανοίγατε προς το αντικείμενο της αγάπης σας. Είναι κάτι εξίσου εύγλωττο όσο η ομιλία. Και φανταστείτε πόσες τρυφερές μετατροπές είναι δυνατές, πόσες λεπτές αποχρώσεις μπορούν να εκφραστούν με φιλιά στους κόμπους των δαχτύλων, παλάμες που ενώνονται ταιριαστά και παιχνιδιάρικα ακροδάχτυλα που οι ρόγες τους κουβα­λούν στις σπείρες τους την απόδειξη της ατομικότητας μας.
     Αλλά οι παλάμες που ενώνονται ταιριαστά είναι παραπλα­νητικές. Η καρδιά δεν έχει σχήμα καρδιάς, αυτό είναι ένα από τα προβλήματα μας. Φανταζόμαστε, έτσι δεν είναι, ένα συμ­μετρικό δίθυρο όστρακο, που με το σχήμα του κωδικοποιεί τον τρόπο με τον οποίο η αγάπη ενώνει δύο μισά, δύο ξεχω­ριστές υπάρξεις, σ' ένα ενιαίο σύνολο. Φανταζόμαστε αυτό το γλαφυρό σύμβολο να κοκκινίζει ζωηρά, να κοκκινίζει επί­σης από το αίμα της σεξουαλικής έξαψης. Ένα ιατρικό εγχει­ρίδιο δεν θα μας προσγειώσει αμέσως· εδώ η καρδιά απεικο­νίζεται χαρτογραφημένη σαν το μετρό του Λονδίνου. Αορτή, αριστερή και δεξιά πνευμονική αρτηρία και πνευμονικές φλέ­βες, αριστερή και δεξιά υποκλείδια αρτηρία, αριστερή και δεξιά στεφανιαία αρτηρία, αριστερή και δεξιά καρωτίδα... φαί­νεται ένα κομψό, καλά μελετημένο, φερέγγυο δίκτυο από α­ντλίες. Εδώ, σκέφτεσαι, το αίμα κυλάει με δρομολογιακή α­κρίβεια.

     Στοιχεία που μένουν στη μνήμη μας:

  -η καρδιά είναι το πρώτο όργανο που αναπτύσσεται στο έμβρυο· όταν δεν είμαστε μεγαλύτεροι από ένα φασόλι, η καρδιά μας είναι ήδη ορατή και πάλλει αδιάκοπα.

  -σ' ένα παιδί, η καρδιά είναι αναλογικά πολύ μεγαλύ­τερη απ' όσο σ' έναν ενήλικο: το 1/1300 του συνολι­κού βάρους του σώματος, σε σύγκριση με το 1/300ό.

  -κατά τη διάρκεια της ζωής το μέγεθος, το σχήμα κι η θέση της καρδιάς υπόκεινται σε σημαντικές αλλαγές.

  -μετά τον θάνατο, η καρδιά αποκτά σχήμα πυραμίδας.

     Η βοδινή καρδιά που αγόρασα στου Κόρριγκαν'ς ζύγιζε 1 κιλό και 276 γραμμάρια, κόστιζε δε, 2 λίρες και 42 πένες. Το μεγαλύτερο διαθέσιμο ζωικό δείγμα, αλλά και μ' εφαρμογή στον άνθρωπο. «Είχε καρδιά βοδιού», έκφραση από τη λογοτεχνία της αποικιοκρατικής εποχής, από τα περιπετειώδη μυθιστορήματα, από τα παιδικά αναγνώσματα. Οι καβαλιέροι με τις τροπικές κάσκες, που ξέκαναν τον ρινόκερο μ' ένα και μοναδικό σμπάρο από το στρατιωτικό πιστόλι τους, ενώ η κόρη του συνταγματάρχη κρυβόταν ζαρωμένη από φόβο πί­σω από το μπαομπάμπ, είχαν απλό χαρακτήρα, αλλά όχι απλή καρδιά -αν πάρουμε ως κριτήριο αυτό το βόδι. Το όργανο ήταν βαρύ, συμπαγές, ματωμένο, σφιγμένο σαν επι­θετική γροθιά. Αντίθετα με τον σιδηροδρομικό χάρτη στο ιατρικό εγχειρίδιο, η πραγματική καρδιά αποδείχτηκε κλειστή κι απρόθυμη να παραδώσει τα μυστικά της.

     Την τεμάχισα μαζί με μια φίλη μου ακτινολόγο. «Δε θα ζούσε για πολύ ακόμα αυτό το βόδι», σχολίασε. Αν η καρδιά ανήκε σ' έναν από τους ασθενείς της, ο τελευταίος δεν θ' άνοιγε δρόμο με τη μαχαίρα του μέσα από πολλές ακόμα ζούγκλες. Το δικό μας ταξιδάκι έγινε μ' ένα κουζινομάχαιρο. Διεισδύσαμε στον αριστερό κόλπο και την αριστερή κοιλία, θαυμάζοντας τη μυϊκή μάζα, αντάξια ενός εκλεκτού φιλέτου. Χαϊδέψαμε τη μεταξένια φόδρα, χώσαμε τα δάχτυλα μας σε διαμπερή τραύματα. Οι φλέβες ήταν λάστιχα, οι αρτηρίες κοντόχοντρα καλαμάρια. Στην αριστερή κοιλία υπήρχε ένας μεταθανάτιος θρόμβος σαν σαλιγκάρι Βουργουνδίας. Συχνά χάναμε τον δρόμο μας σ' αυτή τη συμπαγή κρεάτινη μάζα. Τα δύο μισά της καρδιάς δεν χώριζαν εύκολα, όπως είχα φανταστεί αφελώς, αλλά κρατιόντουσαν σφιχταγκαλιασμένα με απόγνωση, σαν δυο ερωτευμένοι που πνίγονται. Μπήξαμε δυο φορές το μαχαίρι στην ίδια κοιλία, πιστεύοντας ότι είχαμε βρει την άλλη. Θαυμάσαμε το έξυπνο σύστημα των βαλβίδων και τις μυϊκές ίνες που εμποδίζουν την κάθε βαλβίδα ν' ανοίξει περισσότερο απ' όσο πρέπει: ένα σύστημα μικρών, αλλά γερών ιμάντων, που αποτρέπουν την υπερέκταση του αλεξίπτωτου.

     Όταν τελειώσαμε, η καρδιά έμεινε την υπόλοιπη μέρα α­πλωμένη πάνω σε μια λεκιασμένη εφημερίδα, υποβιβασμέ­νη σ' ένα δείπνο που δεν υποσχόταν και πολλά. Ξεφύλ­λισα κάμποσους οδηγούς μαγειρικής για να δω τι μπορού­σα να την κάνω. Τελικά βρήκα μια συνταγή, για γεμιστή καρδιά σερβιρισμένη με βραστό ρύζι και φέτες λεμόνι, αλ­λά δεν μου φάνηκε πολύ δελεαστική. Οπωσδήποτε δεν ά­ξιζε το όνομα που της δίνουν οι Δανοί, οι εφευρέτες της. Λένε αυτό το φαγητό «Παράφορη Αγάπη».
     Θυμάστε εκείνο το παράδοξο της αγάπης, των πρώτων βδομάδων και μηνών της Παράφορης Αγάπης (με κεφαλαία, όπως η συνταγή) -το παράδοξο με τον χρόνο: Είστε ερωτευ­μένοι, σε σημείο που αλληλοσυγκρούονται μέσα σας η περη­φάνια κι η ανησυχία. Ένα κομμάτι του εαυτού σας θέλει να επιβραδυνθεί ο χρόνος: γιατί αυτή, λέτε μέσα σας, είναι η ωραιότερη περίοδος ολόκληρης της ζωής μου. Είμαι ερωτευμένος, θέλω να το γευτώ, να το μελετήσω, να το αφήσω να με παρασύρει στη χαύνωση του ρεμβασμού, μακάρι το σήμε­ρα να κρατήσει για πάντα. Αυτή είναι η ποιητική πλευρά σας. Υπάρχει όμως κι η πεζή πλευρά σας, που πιέζει τον χρόνο όχι να επιβραδυνθεί, αλλά να επιταχυνθεί. "Πώς ξέρεις ότι είναι αγάπη αυτό;" ψιθυρίζει η πεζή πλευρά σας σαν σκεπτι­κιστής δικηγόρος, "υπάρχει μόνον εδώ και λίγες βδομάδες, λίγους μήνες. Δεν θα ξέρεις ότι είναι στ' αλήθεια αυτό που νομίζεις παρά μόνον αν αισθάνεσαι (κι αισθάνεται κι εκείνη) το ίδιο έπειτα από ένα χρόνο, ας πούμε, μόνον έτσι μπορεί ν' αποδειχτεί ότι δεν ζεις μια εφήμερη αυταπάτη. Κοίταξε να περάσει αυτή η φάση το γρηγορότερο δυνατό, όσο κι αν την απολαμβάνεις· κατόπιν θα μπορέσεις να εξακριβώσεις αν εί­σαι πραγματικά ερωτευμένος".

     Εμφανίζουμε μια φωτογραφία μέσα σε μια λεκάνη με υγρό. Προηγουμένως ήταν ένα κενό φωτογραφικό χαρτί, κλεισμένο σ' ένα φάκελο αδιαπέραστο από το φως- τώρα έχει μια λει­τουργία, μια εικόνα, μια βεβαιότητα. Αφήνουμε τη φωτογρα­φία να γλιστρήσει γρήγορα στη λεκάνη με το στερεωτικό για να διαφυλάξουμε αυτή τη σαφή, ευπρόσβλητη στιγμή, για να σκληρύνει η εικόνα, να μη ραγίσει, να μείνει στέρεη για του­λάχιστον μερικά χρόνια. Τι θα γίνει, όμως, αν τη βυθίσουμε στο στερεωτικό υγρό και οι χημικές ουσίες δεν ενεργήσουν; Αυτή η διαδικασία, αυτή η ερωτική συγκίνηση που νιώθουμε, μπορεί ν' αρνηθεί να σταθεροποιηθεί. Έχετε δει μια φωτο­γραφία να εξακολουθεί αμείλικτα να εμφανίζεται ωσότου ο­λόκληρη η επιφάνεια της γίνει μαύρη κι η στιγμή που επρό­κειτο ν' απαθανατιστεί σβήσει δια παντός; Φυσικά, δεν ερωτευόμαστε για να λύσει ο κόσμος τα προβλήματα που έχει με το εγώ του, αυτή, όμως, είναι μια από τις ασφαλέστερες συνέπειες της αγάπης.

     Αγάπη κι αλήθεια, αυτός είναι ο ζωτικός δεσμός, αγάπη κι αλήθεια. Είπατε ποτέ σας τόσες αλήθειες όσο στην αρχή μιας καινούργιας αγάπης; Η αγάπη μάς κάνει να βλέπουμε την αλήθεια, κάνει καθήκον μας να λέμε την αλήθεια. Το στρώμα και το ψέμα: ακούστε την προειδοποίηση, που δια­τρέχει σαν αντιμάμαλο αυτές τις δύο ομοιοκατάληκτες λέξεις. "Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, λέμε την αλήθεια" μοιάζει με παράδοξη πρόταση από εγχειρίδιο φιλοσοφίας για πρωτοετείς. Αλλά είναι κάτι περισσότερο (και λιγότερο) απ' αυτό: μη βγάζετε κολακευτικούς στεναγμούς, μην προσποιείστε πως έχετε οργασμό. Πέστε την αλήθεια με το σώμα σας, ακόμα και αν -προπαντός αν- αυτή η αλήθεια δεν είναι μελοδρα­ματική. Το κρεβάτι είναι ένας από τους ιδανικότερους τόπους για να υποκρίνεσαι χωρίς να σε ξεσκεπάσουν, εκεί μπορείς να ξεφωνίζεις και να γρυλίζεις στο σκοτάδι κι αργότερα να καυχιέσαι για την «επίδοση» σου. Το σεξ δεν είναι ηθοποιία (όσο κι αν θαυμάζουμε το δικό μας σενάριο)· το σεξ αναφέ­ρεται στην αλήθεια. Από το πώς αγκαλιάζεις εξαρτάται πώς βλέπεις την ιστορία του κόσμου. Τόσο απλό είναι.

     Μας φοβίζει η ιστορία, αφήνουμε να μας τρομοκρατούν οι χρονολογίες. Στα χίλια τετρακόσια ενενήντα δυο διέσχισε ο Κολόμβος τον μπλε ωκεανό. Κι έπειτα τι; Έγιναν όλοι σοφότεροι; Έπαψαν οι άνθρωποι να χτίζουν καινούργια γκέτο για να εφαρμόσουν τις παλιές διώ­ξεις; Έπαψαν να κάνουν τα παλιά λάθη ή καινούργια λάθη ή καινούργιες παραλλαγές παλιών λαθών; (Και μήπως η Ιστορία επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά σαν τραγωδία, τη δεύτερη σαν φάρσα; Όχι, αυτό θα παραήταν μεγαλόπρεπο, θα ήταν μια υπερβολικά λογική διαδικασία. Η Ιστορία απλώς ρεύεται κι εμείς γευόμαστε ξανά το σάντουιτς με ωμά κρεμ­μύδια, που καταβρόχθισε πριν από αιώνες). Οι χρονολογίες δεν λένε την αλήθεια. Μας βάζουν τις φω­νές -εν δυο, εν δυο, σηκώστε τα κανιά σας, βρε ψοφίμια. Θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι πάντα προοδεύου­με, πάντα πάμε μπροστά. Αλλά τι έγινε μετά το 1492;

     Στα χίλια τετρακόσια ενενήντα τρία ο Κολόμβος γύρισε πίσω στην Ισπανία. Τέτοιες χρονολογίες μού αρέσουν. Ας γιορτάσουμε το 1493, όχι το 1492· την επιστροφή, όχι την ανακάλυψη. Τι συνέβη το 1493; Η αναμενόμενη δόξα, φυσικά, οι βασιλικοί έπαινοι, οι εραλδικές προαγωγές στο οικόσημο του Κολόμβου. Αλλά συνέβη και το εξής. Πριν αναχωρήσει η αποστολή, υποσχέ­θηκαν 10.000 μαραβέδια αμοιβή στον πρώτο άνθρωπο που θ' αντίκριζε τον Νέο Κόσμο. Ένας απλός ναύτης κέρδισε αυτό το βραβείο, αλλά όταν επέστρεψε η αποστολή, ο Κολόμβος το διεκδίκησε για τον εαυτό του (το περιστέρι πάλι παραγκω­νίζει το κοράκι από την Ιστορία). Ο ναύτης έφυγε απογοητευ­μένος για το Μαρόκο, όπου, καθώς λέγεται, έγινε εξωμότης. Ήταν ενδιαφέρουσα χρονιά το 1493.

     Η Ιστορία δεν είναι αυτό που συνέβη. Η Ιστορία είναι, α­πλώς, αυτό που μας λένε οι ιστορικοί. Υπήρξε τάχα ένα σχή­μα, μια κίνηση, υπήρξε επέκταση, προέλαση της δημοκρα­τίας· η Ιστορία είναι μια ταπετσαρία, μια ροή συμβάντων, μια σύνθετη αφήγηση, λογικά συνεκτική, εξηγήσιμη. Η μια ωραία ιστορία οδηγεί στην άλλη. Πρώτα υπήρχαν βασιλιάδες και αρχιεπίσκοποι, με μερικά θεία μερεμετίσματα στα παρασκή­νια, έπειτα ήρθε η προέλαση των ιδεών και τα κινήματα των μαζών, έπειτα τοπικά μικρογεγονότα που σημαίνουν κάτι με­γαλύτερο, ολοένα όμως υπάρχουν αιτιακές συνάφειες, υπάρ­χει πρόοδος, υπάρχει νόημα, αυτό οδήγησε σ' εκείνο, αυτό συνέβη εξαιτίας εκείνου. Κι εμείς, οι αναγνώστες της Ιστο­ρίας, τα θύματα της Ιστορίας, ανιχνεύουμε το σχήμα για να βγάλουμε αισιόδοξα συμπεράσματα, για να βρούμε τον δρό­μο που οδηγεί μπροστά. Και χάσκουμε μπροστά στην Ιστορία σαν να ήταν μια σειρά πίνακες σαλονιού, αποσπάσματα από συζητήσεις που μας επιτρέπουν εύκολα να φανταστούμε τους συνομιλητές να ξαναζωντανεύουν, ενώ στην πραγματικότητα έχουμε πάντα να κάνουμε μάλλον με κάτι σαν κολάζ από διάφορα εκφραστικά μέσα, βαμμένο με τον κύλινδρο του μπογιατζή και όχι με πινέλο από καμηλότριχες.

     Η ιστορία του κόσμου; Τίποτα άλλο από φωνές που αντη­χούν στο σκοτάδι, εικόνες που φέγγουν για λίγους αιώνες κι έπειτα σβήνουν, αφηγήσεις, παλιές αφηγήσεις, που μερικές φορές δείχνουν να επικαλύπτουν η μια την άλλη, παράδοξοι δεσμοί, άσχετες σχέσεις. Είμαστε κατάκοιτοι σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου που λέγεται παρόν (τι όμορφα, καθαρά σεντό­νια που σου βάζουν σήμερα) και, με μια συσκευή προσαρμο­σμένη στο μπράτσο μας, μας ταΐζουν καθημερινές ειδήσεις όλο μπουρμπουλήθρες. Νομίζουμε ότι ξέρουμε ποιοι είμαστε, αν και δεν ξέρουμε ακριβώς γιατί βρισκόμαστε εδώ ή πόσο θα μας αναγκάσουν να μείνουμε. Κι ενώ βασανιζόμαστε με μπανταρισμένη αβεβαιότητα -μπήκαμε άραγε εθελοντικά στο νοσοκομείο;- το ρίχνουμε στη μυθοπλασία. Επινοούμε μια ιστορία για να συγκαλύψουμε τα γεγονότα που δεν ξέρου­με ή δεν μπορούμε ν' αποδεχτούμε, κρατάμε λίγα αληθινά στοιχεία και γύρω απ' αυτά υφαίνουμε μια καινούργια ιστο­ρία. Μόνον η καταπραϋντική μυθοπλασία μετριάζει τον πα­νικό και τον φόβο μας, την ονομάζουμε Ιστορία -με κεφα­λαίο γιώτα.

     Θα πω και κάτι υπέρ της Ιστορίας. Έχει την ικανότητα να τα ξαναβρίσκει όλα. Εμείς προσπαθούμε να τα κρύψουμε, αλλά η Ιστορία δεν το βάζει κάτω. Έχει με το μέρος της τον χρόνο, τον χρόνο και την επιστήμη. Με όση μανία κι αν διαγράφουμε τις πρώτες μας σκέψεις, η Ιστορία βρίσκει τρόπο να τις διαβάσει. Θάβουμε μυστικά τα θύματα μας (στραγγα­λισμένους πριγκιπίσκους, ακτινοβολημένους ταράνδους), αλλά η Ιστορία ανακαλύπτει τι τους κάναμε. Χάσαμε τον Τιτα­νικό, για πάντα όπως φαινόταν, αλλά νά που τον ξαναβρήκαν. Πριν από λίγο καιρό ανακάλυψαν το ναυάγιο του Μέδουσα, στα ανοιχτά των ακτών της Μαυριτανίας. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα για θησαυρό και το ήξεραν αυτό που περισυνέλεξαν έπειτα από εκατόν εβδομήντα πέντε χρόνια ήταν λίγα χάλκινα καρφιά από το σκαρί της φρεγάτας και δυο κανόνια. Αλλά πήγαν και τα βρήκαν, παρ' όλα αυτά.

     Τι άλλο μπορεί να κάνει η αγάπη; Αν θέλουμε να τη δια­φημίσουμε, καλό θα ήταν να τονίσουμε ότι είναι η βάση των κοινωνικών αρετών. Δεν μπορείς ν' αγαπήσεις κάποιον χω­ρίς ομοιοπαθητική φαντασία, χωρίς ν' αρχίσεις να βλέπεις τον κόσμο από άλλη σκοπιά. Δεν μπορείς να είσαι καλός εραστής, καλός καλλιτέχνης ή καλός πολιτικός χωρίς αυτή την ικανότητα (μπορείς να ξελασπώσεις και χωρίς να την έχεις, αλλά δεν εννοώ αυτό). Δείξτε μου τους τυράννους που ήταν μεγάλοι εραστές. Λέγοντας μεγάλοι εραστές δεν εννοώ μεγάλοι γαμιάδες· όλοι ξέρουμε πως η εξουσία είναι αφροδισια­κό (κι αυτοαφροδισιακό). Ακόμα και ο δημοκρατικός ή­ρωας μας, ο Κέννεντυ, περνούσε τις γυναίκες σαν εργάτης που στέκεται πλάι στον κυλιόμενο ιμάντα και ψεκάζει καροσερί αυτοκινήτων.

     Σ' αυτές τις ετοιμόληκτες χιλιετίες του πουριτανισμού, α­ναζωπυρώνεται κάθε τόσο η διαμάχη γύρω από τη σύζευξη της σεξουαλικής ορθοδοξίας με την άσκηση της εξουσίας. Αν ένας αρχηγός κράτους δεν μπορεί να κρατήσει κουμπωμένο το παντελόνι του, χάνει άραγε το δικαίωμα να μας κυβερνά; Αν ένας δημόσιος λειτουργός απατά τη γυναίκα του, έχει άραγε περισσότερες πιθανότητες να εξαπατήσει τους εκλο­γείς του; Προσωπικά, θα προτιμούσα να με κυβερνά ένας μοιχός, ένας έκφυλος, παρά μια σεμνότυφη αρσακειάδα ή ένας διπλοκουμπωμένος σύζυγος. Όπως οι εγκληματίες τείνουν να ειδικεύονται σε ορισμένα εγκλήματα, έτσι και οι διε­φθαρμένοι πολιτικοί ειδικεύονται κατά κανόνα σ' ένα τύπο διαφθοράς: οι μπερμπάντηδες μένουν προσηλωμένοι στο γα­μήσι, οι αργυρώνητοι στο λάδωμα. Οπότε θα ήταν λογικότερο να εκλέγουμε αποδειγμένους μοιχούς, αντί να τους απο­κλείουμε από τον δημόσιο βίο. Δεν λέω πως πρέπει να τους συγχωρούμε -απεναντίας, είναι ανάγκη να υποδαυλίζουμε τα αισθήματα ενοχής τους. Αλλά, εκμεταλλευόμενοι αυτά τα χρήσιμα αισθήματα, περιορίζουμε την αμαρτία τους στην ε­ρωτική σφαίρα κι εξασφαλίζουμε αντισταθμιστική ακε­ραιότητα στην πολιτική συμπεριφορά τους. Αυτή, τουλάχι­στον, είναι η θεωρία μου.

     Στη Μεγάλη Βρετανία, όπου οι περισσότεροι πολιτικοί εί­ναι άνδρες, υπάρχει μια παράδοση στο Συντηρητικό Κόμμα να παίρνουν συνέντευξη από τις γυναίκες των πιθανών υπο­ψηφίων. Πρόκειται, φυσικά, για μια εξευτελιστική διαδικασία, όπου η γυναίκα του υποψήφιου ανακρίνεται από τα μέλη της τοπικής οργάνωσης για να εξακριβωθεί αν είναι κανονική. (Είναι συνετή; Είναι σταθερός χαρακτήρας; Έχει το σωστό χρώμα; Έχει υγιείς απόψεις; Μήπως είναι γύναιο; Έχει φωτο­γένεια; Μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για ψηφοθηρία;). Ρωτούν αυτές τις γυναίκες, που ευσυνείδητα συναγωνίζονται η μια την άλλη σε αλληλέγγυα πληκτικότητα, τους κάνουν πολλές ερωτήσεις κι οι γυναίκες ορκίζονται μ' επισημότητα ότι υποστηρίζουν από κοινού με τον σύζυγο τους τα πυρηνικά όπλα και την ιερότητα του θεσμού της οικογένειας. Αλλά δεν τους υποβάλλουν την πιο σημαντική ερώτηση: σας αγαπάει ο σύζυγος σας; Η ερώτηση δεν πρέπει να παρανοηθεί και να θεωρηθεί απλώς πρακτική (ο γάμος σας είναι ανέφελος από σκάνδαλα;) ή συναισθηματική, αποβλέπει σε μια συγκεκριμέ­νη πληροφορία για την καταλληλότητα του υποψήφιου να εκπροσωπεί άλλους ανθρώπους. Είναι ένα τεστ για την ομοιο­παθητική φαντασία του.

     Πρέπει να είμαστε ακριβείς με την αγάπη. Α, θέλετε μήπως περιγραφές; Πώς είναι οι γάμπες της, τα στήθη της, τα χείλη της, τι χρώμα έχουν τα μαλλιά της; (Λυπάμαι, δεν θα μπορέ­σω). Όχι, το να είμαστε ακριβείς με την αγάπη σημαίνει ν' αφουγκραζόμαστε τη καρδιά, τους σφυγμούς της, τις βε­βαιότητες της, την αλήθεια της, τη δύναμη της -και τις ατέ­λειες της. Μετά τον θάνατο η καρδιά γίνεται πυραμίδα (πάντα ήταν ένα από τα θαύματα του κόσμου), αλλά και στη ζωή η καρδιά δεν είχε ποτέ σχήμα καρδιάς.

     Βάλτε την καρδιά δίπλα στον εγκέφαλο και δέστε τη δια­φορά. Ο εγκέφαλος είναι συμμετρικός, τακτοποιημένος, χω­ρισμένος σε δύο μισά, όπως φανταζόμαστε ότι θα έπρεπε να είναι η καρδιά. Μπορείς να βρεις άκρη με τον εγκέφαλο, έτσι νομίζεις, είναι ένα δεκτικό όργανο, ένα όργανο που σ' ενθαρ­ρύνει να το καταλάβεις. Ο εγκέφαλος φαίνεται λογικός. Είναι πολύπλοκος, βέβαια, με όλες αυτές τις πτυχές, τις έλικες, τις αύλακες και τους θυλάκους, μοιάζει με κοράλλι, κάνοντας σε ν' αναρωτιέσαι μήπως κινείται αδιόρατα όλη την ώρα, μήπως αυξάνεται χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι. Ο εγκέφαλος έχει τα μυστικά του, αλλά όταν οι κρυπταναλυτές, οι κατασκευαστές λαβυρίνθων κι οι χειρουργοί ενώσουν τις προσπάθειες τους θα κατορθώσουν σίγουρα να εξιχνιάσουν αυτά τα μυστήρια. Μπορείς να βρεις άκρη με τον εγκέφαλο, όπως είπα, φαίνεται λογικός. Ενώ φοβάμαι πως η καρδιά, η ανθρώπινη καρδιά, είναι ένας κυκεώνας, που να πάρει.

     Η αγάπη είναι αντιμηχανική, αντιυλιστική: να γιατί ακόμα κι η κακή αγάπη είναι καλή αγάπη. Μας κάνει δυστυχισμέ­νους, αλλά επιμένει ότι δεν είναι ανάγκη να κάνει κουμάντο το μηχανικό, το υλιστικό. Η θρησκεία έχει γίνει είτε αξιοθρή­νητα πεζή, είτε αθεράπευτα τρελή, είτε σκέτη επιχείρηση -όταν συγχέει την πνευματικότητα με φιλανθρωπικές δωρεές. Η τέχνη, αντλώντας αυτοπεποίθηση από την παρακμή της θρησκείας, εξαγγέλλει την υπέρβαση του κόσμου (κι αντέ­χει, αντέχει! η τέχνη νικά τον θάνατο!), αλλά αυτή η εξαγ­γελία δεν είναι προσιτή σε όλους ή, όπου είναι προσιτή, δεν οιστρηλατεί πάντα ούτε είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Έτσι, η θρησκεία κι η τέχνη πρέπει ν' αφήσουν το προβάδισμα στην αγάπη. Αυτή μας δίνει την ανθρωπιά μας και, επίσης, τον μυστικισμό μας. Είμαστε κάτι περισσότερο από εμείς.

     Φυσικά, η υλιστική επιχειρηματολογία επιτίθεται στην αγά­πη· σε όλα επιτίθεται. Η αγάπη, λέει, ανάγεται στις φερομόνες. Αυτό το καρδιοχτύπι, αυτή η διαύγεια του βλέμματος, αυτή η ενεργητικότητα, αυτή η ηθική βεβαιότητα, αυτή η ανάταση, αυτή η έφεση προς τις κοινωνικές αρετές, αυτό το ψιθυριστά "Σ' αγαπώ", προκαλούνται όλα από μιαν ανεπαίσθη­τη μυρωδιά που αναδίνει ο ένας σύντροφος κι οσφραινεται ασύνειδα ο άλλος. Δεν είμαστε παρά μια επιβλητικότερη πα­ραλλαγή εκείνου του σκαθαριού που κουτουλάει σ' ένα κουτί μόλις ακούσει το ελαφρό χτύπημα ενός μολυβιού. Το πι­στεύουμε αυτό; Ας το πιστέψουμε για μια στιγμή, γιατί κάνει μεγαλύτερο τον θρίαμβο της αγάπης. Από τι είναι φτιαγμένο ένα βιολί; Από ξύλο κι από έντερο προβάτου. Μήπως η κατασκευή του μειώνει κι εκχυδαίζει τη μουσική; Απεναντίας, την εξυψώνει ακόμα περισσότερο.

     Και δεν λέω ότι η αγάπη θα σας κάνει ευτυχισμένους -προπαντός αυτό δεν λέω. Τείνω μάλιστα να πιστέψω ότι θα σας κάνει δυστυχισμένους: είτε αμέσως, όταν θα δοκιμάσετε τα μαρτύρια ενός δεσμού που δεν μπορεί να πραγματοποιη­θεί, είτε αργότερα, όταν το σαράκι θα έχει περάσει χρόνια ροκανίζοντας ήσυχα ήσυχα κι ο θρόνος του επισκόπου θα καταρρεύσει. Αλλά μπορείτε να το πιστεύετε αυτό και ωστό­σο να επιμένετε ότι η αγάπη είναι η μόνη ελπίδα μας.

     Είναι η μόνη ελπίδα μας ακόμα και αν μας απογοητεύει, παρόλο που μας απογοητεύει, επειδή μας απογοητεύει. Μή­πως τώρα χάνω σε ακρίβεια; Αυτό που ψάχνω να βρω είναι η κατάλληλη σύγκριση. Αγάπη κι αλήθεια, ναι, αυτός είναι ο βασικότερος δεσμός. Όλοι ξέρουμε πως η αλήθεια είναι ανέφικτη, πως όποτε συμβαίνει ένα γεγονός θα 'χουμε ένα πλήθος υποκειμενικές αλήθειες που αξιολογούμε κι έπειτα μυθοποιούμε σε Ιστορία, σε κάποια θεόβλεπτη εκδοχή αυτού που «πραγματικά» συνέβη. Αυτή η θεόβλεπτη εκδοχή είναι φενάκη -μια γοητευτική, ανυπόστατη φενάκη, όπως εκείνοι οι μεσαιωνικοί πίνακες που δείχνουν όλα τα στάδια των Α­γίων Παθών να διαδραματίζονται ταυτόχρονα σε διαφορετι­κά τμήματα του πίνακα. Αλλά, παρόλο που το ξέρουμε αυτό, πρέπει να εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε ότι η αντικειμενι­κή αλήθεια είναι εφικτή -ή πρέπει να πιστεύουμε πως είναι εφικτή κατά 99%- ή, αν δεν μπορούμε να το πιστέψουμε αυτό, πρέπει να πιστέψουμε ότι 43% αντικειμενική αλήθεια είναι προτιμότερη από 41%. Έτσι πρέπει να κάνουμε, γιατί αλλιώς είμαστε χαμένοι, θα πέσουμε σ' έναν εκμαυλισπκό σχετικι­σμό, θα υπολογίζουμε την εκδοχή του ενός ψεύτη όσο και την εκδοχή του άλλου ψεύτη, θα σηκώνουμε τα χέρια επειδή όλα είναι μπερδεμένα, θα παραδεχόμαστε ότι ο νικητής έχει δι­καίωμα όχι μόνο στα λάφυρα, αλλά και στην αλήθεια. (Με την ευκαιρία, τίνος την αλήθεια προτιμούμε, του νικητή ή του θύματος; 'Αραγε το φιλότιμο κι η συμπόνια είναι μεγαλύτε­ροι διαστρεβλωτές της αλήθειας απ' όσο η ντροπή κι ο φόβος;).

     Έτσι είναι και με την αγάπη. Πρέπει να πιστεύουμε σ' αυτήν, αλλιώς είμαστε χαμένοι. Μπορεί να μείνει ανέφικτη για μας ή να την αποκτήσουμε και να διαπιστώσουμε ότι μας κάνει δυστυχισμένους, ωστόσο, πρέπει να πιστεύουμε σ' αυτή. Αλλιώς θα παραδοθούμε στην ιστορία του κόσμου και στην αλήθεια κάποιου άλλου.

     Θα έχει άσχημη κατάληξη αυτή η αγάπη; Μάλλον θα έχει. Αυτό το ακανόνιστο όργανο, σαν την άμορφη μάζα του βο­δινού κρέατος, είναι ύπουλο και το διακρίνει η κρυψίνοια. Το σημερινό μοντέλο μας για το σύμπαν είναι η εντροπία, που στην καθημερινή γλώσσα μεταφράζεται ως εξής: όλα γίνο­νται μπάχαλο. Αλλά όταν μας απογοητεύει η αγάπη, εμείς πρέπει να εξακολουθούμε να πιστεύουμε σ' αυτή. Μήπως ο κώδικας κάθε μορίου είναι τέτοιος ώστε όλα να γίνονται μπά­χαλο, ώστε η αγάπη να φέρνει απογοήτευση; Ίσως. Ωστόσο, πρέπει να πιστεύουμε στην αγάπη, όπως ακριβώς πρέπει να πιστεύουμε στην ελεύθερη βούληση και στην αντικειμενική αλήθεια. Και όταν μας απογοητεύει η αγάπη, πρέπει να ρί­χνουμε το φταίξιμο στην ιστορία του κόσμου. Αν αυτή μας άφηνε ήσυχους, θα μπορούσαμε να ευτυχήσουμε. Θα μπο­ρούσαμε να μείνουμε ευτυχισμένοι. Η αγάπη μας χάθηκε και γι' αυτό φταίει η ιστορία του κόσμου.

     Αλλά δεν έχουμε ακόμα καταλήξει εκεί. Ίσως δεν καταλή­ξουμε ποτέ. Τη νύχτα, μπορούμε ν' αψηφήσουμε τον κόσμο. Ναι, σωστά, μπορούμε να το κάνουμε, μπορούμε ν' αντιμε­τωπίσουμε αφ' υψηλού την ιστορία του κόσμου. Πάνω στην έξαψη μου, αρχίζω ν' αναδεύω και να κλοτσάω. Εκείνη σα­λεύει και βγάζει έναν υπόγειο, έναν υποβρύχιο αναστεναγμό. Να μη τη ξυπνήσω. Τώρα μου φαίνεται πως συνέλαβα μια μεγάλη αλήθεια, αλλά το πρωί μπορεί να μου φανεί ότι δεν αξίζει τον κόπο να την απασχολήσω μ' αυτή. Βγάζει τώρα ένα μικρότερο, σιγανότερο αναστεναγμό. Μαντεύω τον χάρ­τη του κορμιού της δίπλα μου, στο σκοτάδι. Γυρίζω στο πλευ­ρό, κάνω ένα παράλληλο ζιγκ-ζαγκ και περιμένω να με πάρει ο ύπνος.