Παρασκευή, Ιουλίου 31, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Όλο τον καιρό που γίνονταν οι τσακωμοί, ο Γιώργος ήταν το στήριγμά της. Η Δέσποινα είχε αλλάξει το στυλ στα μαλλιά της, περμανάντ, ζητούσε μια αλλαγή έστω πρόσκαιρη, μύριζαν όμορφα, δεν έφευγε από δίπλα της.
Τον πρώτο καιρό την έβλεπε όταν είχαν συγκέντρωση, κάθε Παρασκευή απόγευμα. Η Δέσποινα δεν δούλευε, καθόταν σπίτι και διάβαζε, θα έδινε Νομική, κρατούσε πάντα ένα τσιγάρο, τα δάχτυλά της κοντά και χοντρά. Αργούσε συνήθως , κι άρχιζαν τα παράπονα, μόνο εσύ καθυστερείς, μόλις καλμάριζαν τα νεύρα , αρχίζανε.
Εκείνη τη νύχτα χιόνισε, είχαν ανηφορίσει για να παρακολουθήσουν μια εκδήλωση για τον Βάρναλη στο δημοτικό σχολείο. Γυρίζοντας, τ’ αυτοκίνητα σχεδόν πατινάριζαν στο δρόμο, ξέκοψαν από τους άλλους, εκείνοι μπροστά, τραγούδια και φωνές, πίσω αυτοί κουβεντιάζοντας. Παραπατάνε, αγκαλιάζονται, γελάνε. Όταν γύρισε σπίτι δεν τον έπιανε ύπνος.
Είχε δεθεί με μια σχέση που δεν του είχε επιβληθεί, αθόρυβα δίχως να αντιληφθεί τη σημασία της. Η Δέσποινα του προκαλούσε μια έλξη μαγευτική, πλανιόταν απόμακρη, ταυτόχρονα προσιτή, ένοιωθε την ανάγκη να αγγίξει το δέρμα της, που έκρυβε έναν κόσμο οργισμένο, γεμάτο όνειρα και επιθυμίες, έτοιμο να δεχθεί προσφορές ευγνωμοσύνης , δεν μπορούσε να την αποχωριστεί. Αναρωτιόταν γιατί τα έκανε όλα αυτά. Σε μια θάλασσα νόμιζε ότι πλανιόταν, μητρική, δίχως στεριά. Δεν υπήρχε μυστήριο, ούτε τα ερευνητικά βλέμματα των φίλων, καθώς έβγαινε μαζί της, δεν ήξερε για που, τον πείραζαν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να είναι απόμακρος ή να χαμογελά με την προσπάθεια των φίλων του να αποκρυπτογραφήσουν την μεταλλαγή του. Τύχαινε να ανοίγει η πόρτα, έβλεπε αυτά τα παιδιά να χορεύουν στους διαστρεβλωμένους ήχους των DEEP PURPLE , τη Δέσποινα στα πρώτα καθίσματα, παρασυρμένη στο ρυθμό της μουσικής, τον ρωτούσαν γιατί δεν έμπαινε μέσα, ήθελε μονάχα να πάρει αέρα, τον έτσουζαν τα μάτια του από τον καπνό των τσιγάρων, αυτό ήταν μόνο, κι έπιανε τις σκέψεις από την αρχή.

Συνεχίζεται




Πέμπτη, Ιουλίου 30, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Ο Γιώργος είχε αρχίσει να γίνεται άνθρωπος του σπιτιού. Του άνοιγε η μάνα της, ο πατέρας της σκυμμένος στο γραφείο, συμπλήρωνε κάτι χαρτιά. Σήκωνε το κεφάλι, τον χαιρετούσε, πως πάνε οι σπουδές, ρωτούσε, τελειώνω ένα δυο μαθήματα και μετά φαντάρος, κυρ Γιάννη. Η μητέρα της ερχόταν με τον καφέ, ήξερε πως τον έπινε.
Η Δέσποινα κατέβαινε τη στενή σιδερένια σκάλα, δυσκολευόσουνα να την κατέβεις, νοιώθω όμορφα μαζί του, έλεγε στη Στέλλα, οι άλλοι την κούραζαν με την ουδετερότητά τους, η ζωή μαζί του ήταν ένα σημείο επαφής με την γαλήνη.
Το σπίτι είχε ένα μικρό κήπο με τριανταφυλλιές, βασιλικό σε δυο γλάστρες ακουμπισμένες στον ξεφτισμένο τοίχο. Απέναντι τ’άλλα σπίτια έφτιαχναν μια κοινόχρηστη αυλή, μια κούνια κάτω από τη μουριά, βαλμένη στην άκρη. Τα πρωινά άκουγες τα ραδιόφωνα να παίζουν δυνατά, σκαρφάλωναν τον μαντρότοιχο τα παιδιά κι άρχιζαν το παιχνίδι. Βγαίναν οι γυναίκες, να πάτε σπίτι σας να παίξετε, φεύγανε μα αργότερα ξαναγύριζαν, τα χάζευε η Δέσποινα με τις ώρες. Ερχόταν η μάνα της να την δει, μην έπαθε τίποτα, μάνα είναι βλέπεις, κατέβαιναν μαζί στην κουζίνα, έπιανε η Δέσποινα μηχανικά τα πιάτα κι άρχιζε να τα πλένει.
Η ιδέα να της τηλεφωνήσει ήταν της Στέλλας, εσένα θα σου μιλήσει, σε ξέρει καλύτερα, πως να το πω, σε εμπιστεύεται. Η σχέση της Δέσποινας με το Γιώργο ήταν φιλική, δηλαδή από τη «νεολαία» τη γνώριζε, στις συνελεύσεις μαζί, και καμμιά φορά στο ταβερνάκι του κυρ-Ηλία τα σαββατοκύριακα. Ήξερε πως η μάνα της δεν την έδινε στο τηλέφωνο, μετά από αυτά που έγιναν. Περιέργως το σήκωσε η ίδια , συναντήθηκαν την άλλη μέρα, βραδάκι, στα "αγαλματάκια". Φάγανε παγωτό, παρφέ σοκολάτα, με τη συζήτηση, εκείνη δεν πολυμιλούσε, χωρίς να το σκεφτεί της έπιασε το χέρι, μη στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά, θα βρίσκομαι κοντά σου. Ένοιωθε αμήχανα, του χαμογελούσε συγκαταβατικά. Όταν την άφησε σπίτι, να περνάς όποτε θέλεις, εμένα δεν με ενοχλείς, του είπε.
Συνεχίζεται

Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ


Από το αρχείο του Σπύρου Ντουμάνη ή Φούντα

Πέτρα-πέτρα το κτίσαμε, με τις υπερωρίες του Γιάννη, δούλεψα κι εγώ, τρία χρόνια σε βιοτεχνία, τα λεφτά δεν τα πήρα όλα, κήρυξε πτώχευση, μέχρι τα δικαστήρια φτάσαμε, εγώ ξέρω τι τράβηξα, έχω και το στήθος μου, με φάρμακα κρατιέμαι, για τίποτα δεν νοιάζεται, να κοιτάξει γύρω της, όλες οι φίλες της παντρευτήκανε, αποκατασταθήκανε παιδί μου, να η Δήμητρα πηγαίνει για το δεύτερο, μαζεύει όλους τους φίλους της εδώ μέσα, κι όλο συζητάνε. Θα μείνει στο ράφι, μάνα της είμαι και πονάω, έμπλεξε με τούτον τον αλήτη, όλη μέρα με τη μηχανή, ποιά γυναίκα θα γυρίσει να τον κοιτάξει, θα γίνει μητέρα των παιδιών του, αν δεν τον πάρει θα μείνει γεροντοκόρη, λέει, τον αγαπάει, φταίω εγώ που δεν τους άκουσα και δεν την έστειλα στο χωριό, στη θεία της, μικρή είναι θα στρώσει, μου λέγαν, δεν μπορώ πια να την υποφέρω, ποιά σοβαρή κοπέλα φέρεται έτσι, κλεισμένη στο δωμάτιο της, δεν μιλάει σε κανένα, όταν της τα λέω κατεβάζει το κεφάλι και κλείνεται στο δωμάτιο, από πείσμα, κι αυτός ο άντρας μου, μιλιά δεν βγάζει, λες και δεν είναι πατέρας της, ακόμη κι ο θειός της, γιατρός στο επάγγελμα, από κείνη εξαρτάται η ζωή της, λέει, δεν ξέρω που θα πάει αυτή η κατάσταση, δεν ξέρω. Γύριζε αλλού τη ματιά της, γινότανε γλυκιά, θα την φωνάξω να κατέβει.

Συνεχίζεται

Τετάρτη, Ιουλίου 22, 2009

ΑΠΟ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΝΤΟΥΜΑΝΗ


Υπάρχει μια διάχυτη μυρωδιά
Από πέταγμα θαλασσινών πουλιών
Όταν τα φώτα της πόλης ανάβουν
Φερμένα από μια κρυφή θάλασσα
Που γαληνεύει
Στο πιάτο μου

Δευτέρα, Ιουλίου 13, 2009

ΑΠΟ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΝΤΟΥΜΑΝΗ

Με το καμάκι του ύπνου
Καρφώνω τη θάλασσα
Το αίμα της σγουρό
Μαλλί προβάτων
Δικό μου

Σάββατο, Ιουλίου 11, 2009

ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟ ΑΛΗΘΕΣ


Ο Σπύρος Ντουμάνης ή Φούντας στο δρόμο για το blog.
Υ.Γ Μην κοιτάτε τα μούτρα μου. Τόσα μίλια θάλασσας, ταξίδι με άλογο, φυσικό είναι να φαίνομαι ταλαιπωρημένος.

Παρασκευή, Ιουλίου 03, 2009

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΓΡΙ-ΓΡΙ


-Τι με νοιάζει εμένα που θα παίξεις; Παίξε πιο πέρα, στο σπίτι σου, στην ταράτσα, στην κεραία, πάνω στην πινέζα, στο καρφί. Εδώ να μην έρθεις να παίξεις!