Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2008

ΚΩΝΩΨ ΕΠΙ ΚΕΡΑΤΟΣ ΒΟΟΣ

Στο Μ-ήχο που βοά-ται

{Μα.} ανήρετ' αυτόν Χαιρεφών ο Σφήττιος
οπότερα τήν γνώμην έχοι, τάς εμπίδας
κατά τό στόμ' άδειν ή κατά τουρροπύγιον.

{Στ.} τί δήτ' εκείνος είπε περί τής εμπίδος;
{Μα.} έφασκεν είναι τούντερον τής εμπίδος
στενόν, διά λεπτού δ' όντος αυτού τήν πνοήν
βία βαδίζειν ευθύ τουρροπυγίου:
έπειτα κοίλον πρός στενώ προσκείμενον
τόν πρωκτόν ηχείν υπό βίας τού πνεύματος.

{Στ.} σάλπιγξ ο πρωκτός εστιν άρα τών εμπίδων

Αριστοφάνη "Νεφέλες"

Ρώτησε το Σωκράτη ο Χαιρεφώντας από πού τραγουδάνε τα κουνούπια
από το στόμα ή απ' τον πισινό τους;
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και τι λοιπόν απάντησε ο Σωκράτης;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Είπε, πως το κουνούπι έχει στενό άντερο και ο αέρας που περνάει
με δυσκολία πάει προς την ακροτρυπίδα που μοιάζει με χωνί,
και, καθώς βγαίνει πάλι με ζόρι, ηχεί και κουδουνίζει.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Των κουνουπιών ο πισινός τρομπέτα!

Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2008

Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

“Ο Σπύρος Αραβανής, ο Voas (εποχιακός εφημερεύων) κι εγώ, ως διαχειριστές του σάιτ έχουμε μάθει να σβήνουμε δεκάδες σπαμ μηνύματα την ημέρα…Το να σβήσουμε και μερικά υβριστικά δεν μας είναι ιδιαίτερος κόπος, απλώς δεν είμαστε 24 ώρες απίκο.Το τελευταίο διάστημα σβήσαμε αρκετά σχόλια κάποιου “ανώνυμου”…στη βάρδια του ο καθένας μας, μέχρι να προσλάβουμε γραμμετέα…Ο ανώνυμος μπορεί να είναι άνθρωπος χωρίς ιδιότητες (καημένε Μούζιλ…) και θα παραμείνει στην παράπλευρη στήλη των ιστολογίων, αλλά θα πρέπει να μάθει κι αυτός κι όσοι ζηλεύουν το έργο του πως θα αποκαλύπτεται η δράση τους εδώ κι όπου αλλού ήθελε προκύψει”.

Ποιείν - Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης » Χρίστος Γούδης, Πέντε Ποιήματα (επίμετρο: Δημήτρης Μουζάκης) σχόλιο 86

Τρίτη, Ιουνίου 24, 2008

ΠΟΙΗΣΗ


Ένα θαυμάσιο ποίημα από τον ποιητή που αγαπώ και γνώρισα , ευτυχής, στο διαδίκτυο ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2008

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΜΑΙ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ


Εν μέσω καύσονος οι μάσκες πέφτουν. Δεν αντέχουν τη ζέστη!!!
Εδώ
Για περισσότερες λεπτομέρειες Ροΐδη Εμμονές και Μανώλης Βασιλάκης

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2008

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Από σήμερα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος θα απουσιάζει. Θα ασχολείται αποκλειστικά με τη θάλασσα. Τη διαχείρηση του μαγαζιού αναλαμβάνει ο βοηθός του.

Εκ της διευθύνσεως
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Δευτέρα, Ιουνίου 16, 2008

ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΦΙΛΟΥ

ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΑΓΑΠΟΥΝ ΤΗΝ ΒΡΑΖΙΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙΣ ΤΗΣ

Διακινδυνεύω, γράφοντας αυτές τις γραμμές, να βρεθώ στο περιθώριο της πνευματικής ζωής, που έτσι κι αλλιώς βρίσκομαι, παρ'όλες τις φιλότιμες προσπάθειες μου να διατηρήσω την αυταπάτη που θρέφει συνειδήσεις, ότι η πνευματική τουλάχιστον παρουσία μου, με τις σπάνιες μέχρι ανύπαρκτες εμφανίσεις της στο γραπτό λόγο, συμμετέχει στην αμφισβήτηση κυρίαρχων κανόνων, που ορίζουν την έννοια "πολιτισμός", και να εισπράξω ίσως τον χλευασμό και την περιφρόνηση των αυτόκλητων (αυτό δεν είμαστε όλοι μας;) υπερασπιστών του επικυρωμένου από τις δογματικές αυθεντίες ρόλου της τέχνης στη ζωή του ανθρώπου.Γιατί αυτό που θέλω να υποστηρίξω είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι μια μορφή τέχνης και μάλιστα αξιολογήσημη, ικανή να σταθεί δίπλα στις κλασσικές μορφές τέχνης. Αν βέβαια υπάρχουν συγκρίσιμοι όροι στην τέχνη.Αρκετές από τις σκέψεις μου φαίνονται αυθαίρετες, επιγραμματικές, αιρετικές αλλά ελπίζω ικανές να οδηγήσουν στο ζητούμενο. Δηλαδή να ειπωθεί μια άποψη που κατατίθεται απ' όσο τουλάχιστον γνωρίζω για πρώτη φορά άρα ευάλωτη στις επικρατούσες και συνεπώς αναγνωρίσιμες αντιλήψεις. Άποψη θρασύτατη, συνεπώς κολάσιμη ότι ακριβώς χρειάζεται για να υπερασπιστείς την τέχνη στις πιο ακραίες μορφές. Το ποδόσφαιρο έχει κανόνες αλλά το θέμα είναι πως τους διαβάζεις. Για να τους υποστηρίξεις ή για να τους ανατρέψεις; Ο ποδοσφαιριστής εκτίθεται σε εκατομμύρια μάτια. Το φαινόμενο είναι μοναδικό.Ο ποδοσφαιριστής δεν γνωρίζει το αποτέλεσμα της δημιουργίας του. Φανταστείτε να πασχίζεις να δημιουργήσεις διαρκώς εκτεθειμένος στο μάτι του θεατή και να βρίσκεσαι ηττημένος. Μόνο στη λογοτεχνία υπάρχει νικητής και νικημένος. Οι λέξεις και ο συγγραφέας. Όταν φτάσεις στο τέλος του έργου, το αποτέλεσμα δέχεται χιλιάδες ερμηνείες. Όσο πιο ισοδύναμοι είναι οι αντίπαλοι, ο αναγνώστης και το κείμενο, η δημιουργία γίνεται περισσότερο περίπλοκη και σκοτεινή, το αποτέλεσμα γίνεται διφορούμενο και αμφισβητήσιμο. Δέχεται την κριτική, αμφισβητείται, καταδικάζεται και τελικά δεν γίνεται αποδεκτό, απαξιώνεται.Στο ποδόσφαιρο ταυτόχρονα με τον ποδοσφαιριστή χιλιάδες άνθρωποι συμπάσχουν, συμμετέχουν σ'αυτή την προσπάθεια. Ενθουσιάζονται, απογοητεύονται την ίδια ακριβώς στιγμή με τον ποδοσφαιριστή-δημιουργό. Η επιτυχία ή η αποτυχία είναι και δική τους κατάκτηση.Δεν γνωρίζω καμμιά μορφή τέχνης όπου τόσες χιλιάδες άνθρωποι ταυτίζονται με τον δημιουργό μιας προσπάθειας που δεν γνωρίζεις έτσι ή αλλιώς ότι θα είναι επιτυχημένη. Ο κόσμος που πηγαίνει στο γήπεδο θέλει να πετύχει, άν όχι ο ίδιος που άλλωστε είναι ο αδύνατο αλλά το είδωλό του, αυτός που έχει ορίσει αντιπρόσωπο του, που θα τον βοηθήσει να ξεφύγει από την ηττημένη του ζωή.Όταν αποτύχει ο ποδοσφαιριστής δεν μπορεί να επανορθώσει. Στο ποδόσφαιρο δεν χωρούν πρόβες, σβησίματα, σιωπές. Δίνονται βέβαια ευκαιρίες ο ποδοσφαιριστής να επανορθώσει, να δώσει μια καινούργια πινελιά, αλλά τα λάθη του ποδοσφαιριστή δεν μπορούν να σβηστούν από το αδηφάγο βλέμμα του θεατή. Το κοινό παρακολουθεί!Δημιουργώντας ο ποδοσφαιριστής παθιάζεται, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να υπακούει σε αποφάσεις άλλων. Το πάθος του ελέγχεται, ο ίδιος οριοθετείται. Πρέπει να ακολουθήσει τους κανόνες και ταυτόχρονα να τους ανατρέψει, αν θέλει να λέγεται δημιουργός. Η μαγεία του ποδοσφαίρου, αυτό που το κάνει μοναδικό, είναι ότι ανατρέπει ότι αυτό έχει ορίσει.Ο ποδοσφαιριστής είναι ένας παγιδευμένος άνθρωπος. Είναι ένας καλλιτέχνης.Δέχεται να συμμετάσχει σ'ένα παιγνίδι με τους ανθρώπους κυριολεκτικά πάνω από το κεφάλι του, έτοιμους εκ των προτέρων να αποδοκιμάσουν, να χλευάσουν, να χειροκροτήσουν, να βρίσουν, άγρυπνους σε κάθε κίνηση του δημιουργού. Nακρίνουν αυτό για το οποίο ο ποδοσφαιριστής υποφέρει. Την ανάγκη να πετύχει τον απαράβατο και κυρίαρχο όρο ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Τη νίκη!Εκθέτει το έργο του όπως κάθε καλλιτέχνης. όχι σε κλειστoούς και "σοβαρούς" χώρους, χαμηλούς θορύβους, ευπρεπείς καλοντυμένους θεατές αλλά σε τεράστιους ανοιχτούς χώρους σ'ένα κοινό που ήρθε να καταθέσει την μοναξιά του μεδιαφορετικούς όρους.Το έργο χάνεται με τη λήξη του αγώνα. Χάνεται κάθε στιγμή. Γοητευτικό όσο τίποτα. Όλα γεννιώνται και χάνονται κάθε στιγμή. Μένουν μόνο οι αριθμοί για να ικανοποιήσουν όσους αποδέχονται την αποτελεσματικότητά τους.Το ποδόσφαιρο παρ'όλο ομαδικό άθλημα γοητεύει μ' αυτόν ακριβώς τον ορισμό του. Ο ποδοσφαιριστής ξεχωρίζει μέσα από τη συλλογική προσπάθεια, δίνοντας την δική του ερμηνεία στη συνεργασία. Γι'αυτό άλλωστε κρίνεται.Ατομικότητα λοιπόν στην ανώτερη μορφή της, μέσα σ'ένα ανελεύθερο χώρο, που ανατρέπει αρκετές από τις αυτονόητες αλήθειες μας.Φαντάζομαι τον καλλιτέχνη να δίνει την παράστασή του και οι θεατές να παραμένουν βουβοί, δίχως άδεια να επιδοκιμάσουν ή να αποδοκιμάσουν αυτό που παρακολουθούν σε οποιαδήποτε σκηνή. Στο ποδόσφαιρο όμως δεν υπάρχει ο "σεβασμός"και η υποκρισία των δημοσίων σχέσεων. Εδώ ισχύει η απόλυτη δημοκρατία.

Παρασκευή, Ιουνίου 13, 2008

ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΩΣ

Υπάρχει ένα τύπος , θα έγραφα τυπάρας, αλλά «τυπάρας» είναι μόνο ο Καραγκούνης, ο οποίος σε κάθε ευκαιρία μού στέλνει χυδαία και υβριστικά μηνύματα. Φαίνεται ότι δεν αντέχει τα κείμενα μου ή τις ανταπαντήσεις στα λιβελογραφήματά του. Εν είδει «σχολίων» στον διαδικτυακό μου τόπο, λοιδορεί και ειρωνεύεται κάθε τι που γράφω , φτάνοντας στην έσχατη χυδαιολογία. Αλλάζει διαρκώς πρόσωπα ώς έντιμος χαφιές, πότε σαν «Ανώνυμος», «Μαρίτσα», «Αργύρης», «εκδικητής», «άνθρωπος χωρίς όνομα», «οδηγός χιουντάι» κλπ. Οι μεταμορφώσεις του βέβαια δικαιολογούνται από την ανυπαρξία προσωπικού λόγου, αλλά αυτό δεν είναι επαρκής λόγος να ανεχθώ την εμετική του παρουσία.
Επειδή η υπομονή έχει τα όρια της, αναγκάζομαι να ενεργοποιήσω τον μετριασμό σχολίων του μπλογκ. Πολλές φορές προσπάθησα να απαντήσω με χιούμορ. Άλλες φορές τον έβρισα σκαιότατα Επειδή συνεχίζει, ο ανάλγητος, τον κρατώ στο σκοτάδι από το οποίο προέρχεται, αφού μόνο σκοταδισμός προέρχεται από τις παρεμβάσεις του. Η δικαιολογία ότι ο κουκουλοφόρος βίος του στο διαδίκτυο, είναι σε συνάφεια με την ιδεολογική και κοινωνική του συνέπεια , δεν είναι επαρκής λόγος για να παραμείνει στην ελευθερία, αντιθέτως μάλιστα, του δικού μου τουλάχιστον χώρου. Ας πάει να παίξει με το κουβαδάκι του, καλοκαίρι γαρ, σε άλλη παραλία.

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2008

ΔΥΟ ΕΛΑΤΟΡΙΖΕΣ


ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΟΡΓΚΕΝΣΤΕΡΝ

Δυο ελατόριζες τρανές από παλιά γενιά
τα λένε μεταξύ τους στο δάσος φιλικά.

Όλα όσα μουρμουράνε ψηλά οι δεντροκορφές
σε βάθος τα εξετάζουν κάτω απ’ τη γη αυτές.

Μία γριά σκιουρίνα που κάθεται παρέκει
ζεστές μάλλινες κάλτσες και για τις δυο τους πλέκει.

Κάνει «κνικ» η μια εδώ, κάνει «κνακ» η άλλη πέρα.
Κι έτσι με την κουβέντα, περνάει ωραία η η μέρα.

Το παρόν ποίημα αναδημοσιεύεται από τον ιστότοπο του κ.
Κώστα Κουτσουρέλη,
κατόπιν αδείας του μεταφραστή τον οποίο ευχαριστώ θερμά.

Σάββατο, Ιουνίου 07, 2008

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ

Από τις χαρακτηριστικές εκφράσεις που δηλώνουν την υπεροχή και αλαζονεία του συνομιλητή μου, στην επικοινωνιακή κορύφωση του διαλόγου, όταν τα επιχειρήματα έχουν στερέψει, είναι όταν μου πετά κατάμουτρα την επονείδιστη φράση «τι λες, ρε μεγάλε». Εκείνη τη στιγμή νοιώθω ανυπεράσπιστος μπροστά στην μεγαλοσύνη τού αντιπάλου συνομιλητή, η αίσθηση απομόνωσης και μοναξιάς πλημμυρίζει το είναι μου, η ακαταμάχητη επιχειρηματολογία μου πάει στράφι, ο ετοιμόλογος οίστρος μου γίνεται αέρας κοπανιστός, η ακατάσχετη πολυλογία μου σιωπή, η ετοιμότητά μου κυρήσσει λήξη επιστράτευσης, και η λεκτική βολίδα του αντίπαλου φορ καταλήγει στα άδεια δίχτυα της ψυχής μου.
Έτσι με αποκάλεσε ο Παντελαίος, όταν του ζήτησα να μεταφέρει τη μηχανή ποπ κορν, που περιόριζε τον ελεύθερο χώρο της αυλής μου, τρόπος τού λέγειν ελεύθερος, πρέπει να ομολογήσω, στην προσπάθεια μου να σουλουπώσω τον περιορισμένο χώρο, με την προσδοκία ότι τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού θα βγάζω το τραπεζάκι, τις καρέκλες , που είχα ήδη αγοράσει από τον Μαρινόπουλο, για να πίνω την μπύρα μου αργά το βράδυ, όταν θα έχω τελειώσει τις δουλειές μου, και θα μπορώ να διαβάζω, χωρίς τον τεμαχισμό του χρόνου, τα αγαπημένα μου βιβλία. Ο χώρος της αυλής δεν ξεπερνούσε τα δέκα πέντε τετραγωνικά, άντε είκοσι χοντρά-χοντρά, κι έπρεπε να υπερασπιστώ κάθε σπιθαμή ανεξαρτησίας για να είναι φυσικά αξιοποιήσιμη. Η περίμετρος της είναι μεγαλύτερη από τα τετραγωνικά που ανέφερα παραπάνω, αλλά βάση μιας συμφωνίας, όχι αρκετά περίεργης, ο ενοικιαστής τού πάνω ορόφου που νοίκιαζε το σπίτι εδώ και δώδεκα χρόνια, είχε περισσότερα άτυπα δικαιώματα από μένα, που ήμουν ενοικιαστής ούτε τρεις μήνες. Τα δικαιώματα αυτά εξαργύρωνε χρησιμοποιώντας ένα μέρος της αυλής σαν πάρκινγκ για το ασημί Kalos, που το προστάτευε σαν κόρη οφθαλμού από τους απρόσεκτους οδηγούς. Πολιτικός μηχανικός, ο εν λόγω ενοικιαστής, δικαιωματικά, εκ του νόμου που λέμε, ένοιωθε ασφαλής με την συμφωνία , που δεν μπορούσε να ακυρώσει ούτε ο Άρειος Πάγος.
Ο έτερος εκ των καταπατητών της στοιχειώδους αυλής μου, ο Παντελαίος, παντοπώλης στο επάγγελμα, διαρκώς επεκτεινόμενος επιχειρηματίας, έχοντας ήδη την επιχείρηση το «Το καφενείο του Παντελαίου», πλήρες καθ’όλην τη διάρκεια της μέρας, με χαρτοπαίκτες μικρομεσαίου βεληνεκούς, που η διαρκής επιμόρφωση στο ευγενές παιγνίδι της χαρτοπαιξίας, παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειές τους, δεν τους βοηθούσε να ξεπεράσουν την κλίμακα του πέντε, με τον άτυπο αλλά εγκεκριμένο βαθμολογικό πίνακα των σχολιαστών του παιγνίου. Κρίμα τα σεμινάρια των θεατών. Ήταν δε αναμενόμενη και σε αντιστοιχία με την ανεξιχνίαστη κατά τα άλλα ιδιοφυία τους, από την άλλη, δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το μηδέν, σύμφωνα με την αυθαίρετη Σπυροειδή κλίμακα που είχα, αυτοδημιουργήτως, κατασκευάσει στην πίσω οθόνη του μυαλού μου. Ο Παντελαίος λοιπόν λέω, ή μάλλον γράφω, στην καινούργια επιχειρηματική του προσπάθεια, ώς γνήσιος ανερχόμενος επιχειρηματίας, δημιουργώντας το «Το κιόσκι του Παντελαίου», παντοπωλείο επί της οδού Δημοπούλου 34, προσπάθησε να καταλάβει και αυτός, ο αλιτήριος, μέρος του χώρου που είχα νοικιάσει, τοποθετώντας στο δικό μου χώρο τα ακόλουθα: μηχανή του ποπ-κορν, αυτοκινητάκι για παιδιά δύο ετών, καθέτως της μηχανής, στριμώχνοντας και ψυγείο διατήρησης πάγου, έστω για λίγους πόντους, που ειρήσθω εν παρόδω, εδώ και τρεις μήνες δεν είχε βρεθεί άνθρωπος να το ανοίξει για να πιάσει τα παγάκια που έτρεφε μέσα του.
Ως εκ τούτου στη σύγκρουση, λεκτική εννοείται, που είχα με τον ιδιοκτήτη του Kalos, συγχρόνως δε ενοικιαστή του πάνω ορόφου, όπως προείπαμε, μην το ξεχνάμε, ο διαιτητής της επιδικίας , ιδιοκτήτρια του οικήματος, εξομολογήθηκε ότι ο χώρος που καταλαμβάνει το «Κιόσκι του Παντελαίου», είναι αυτοδικαίως δικός μου χώρος, επί ενοικίω για να συνεννοούμεθα, που αυθαίρετα είχε καταλάβει ο ανερχόμενος αστήρ της μπακαλικής τέχνης, κοινώς λεγόμενος , παλαιόθεν, μπακαλόγατος, με το νεολογισμό δε που του τράβηξα στα μούτρα, μπακαλοτεχνίτης.
Γι’ αυτό ο πονηρός, σκέφτηκα αυτομάτως εκείνη τη στιγμή, με κέρασε την Καθαρή Δευτέρα μύδια ψητά, επέμενε κιόλας, την ώρα που πήγαινα σπίτι να φέρω τα κρασιά που είχα αγοράσει για το σουαρέ που κάναμε στης Νεκταρίας και του Χρήστου, πάντα πάνε μαζί αυτοί, ανδρόγυνο γαρ. Για να μου κλείσει το στόμα. Με δωροδώκησε εναντίον του ευατού μου. Αδύνατον να το πιστέψω. Τώρα εξηγούνται όλα. Γι’ αυτό έτρωγε παγωτό ανέμελος, με τα πόδια απλωμένα στην καρέκλα του «σκηνοθέτη», βουτώντας την απόλαυση ολόκληρη στο στόμα του, με την μακαριότητα του επιτυχημένου αφ’ενός, του επίχαρι μάγκα αφ’ετέρου, καληνυχτίζοντάς με όταν περνούσα για να πάω να στριμωχτώ στο χώρο, που με είχε περιορίσει για να καπνίζω τα τσιγάρα μου, και να πίνω τις μπύρες μου διαβάζοντας, σκεπτόμενος από μέσα του ο persona non grata, «άστον να κουρεύεται». Έτσι ήθελα να πιστεύω ότι σκεπτόταν, τώρα τι έλεγε αυτός, ο θεός κι η ψυχή του.
Έτσι λοιπόν το επόμενο πρωί, ανέλαβα να μεταφέρω την ετυμηγορία του αυτόκλητου τριμελούς δικαστηρίου, που συνεδρίασε εν πλήρη απαρτία το απόγευμα της προηγουμένης, με μέλη εμένα, την κυρά Μαρίτσα ή Ρίτσα, για τους συγγενείς και φίλους, (Πρόεδρος του δικαστηρίου και ιδιοκτήτρια του οικήματος) και του πολιτικού μηχανικού, ο οποίος, σύμφωνα με την δεύτερη και τελευταία παράγραφο της προφορικής απόφασης, καταλάμβανε πλέον νομίμως τον απαραίτητο χώρο εντός της αυλής μου, για τη στάθμευση του αυτοκινήτου του, ότι ο παντοπώλης είχε καταπατήσει μέρος του ιδιωτικού μου χώρου παρανόμως.
-Ένα καπνό Van Nelle κόκκινο, είπα αφού πρώτα καλημέρισα.
Όταν πήρα τον καπνό, ταυτόχρονα πήρα και την απόφαση.
-Σε παρακαλώ να μαζέψεις τη μηχανή του ποπ κορν, το αυτοκινητάκι και τα υπόλοιπα που έχεις τοποθετήσει στην αυλή μου, πρότεινα ευγενικά.
Η μορφή τού προσώπου του άλλαξε, σαν να κρέμασε το δέρμα του, ένας μικρός ανεπαίσθητος παλμός φτερούγισε στην άκρη τού πάνω χειλιού του. Στα μάτια του το θάμπος του κακόκεφου πρωινού ξυπνήματος τραβήχτηκε πίσω από την κουρτίνα του αμφιβληστροειδούς του, μεταφέρθηκε τρέχοντας στα παρασκήνια του φωτός, και στην σκηνή εμφανίστηκε η λάμψη του εκνευρισμού.
-Ποιος το πε, ρώτησε, καταπίνοντας μια χούφτα φυστίκια, τι τα θελε κείνη την ώρα ο αθεόφοβος, ρε συ;
Από το «ρε συ» κατάλαβα την αρνητική του τοποθέτηση επί του προκειμένου.
-Η κυρία Μαρίτσα, ψέλισα, για δικαστήρια και προέδρους δεν ήθελα να αναφερθώ, γιατί δικαίως θα με σιχτίριζε.
-Έλα δείξε μου, τι σου είπε, πρότεινε και με τράβηξε από το χέρι.
Βαδίσαμε μέχρι την άκρη της αυλής μου, δεν ήταν μεγάλη η απόσταση.
-Απ’δω και πέρα, από την άκρη του παραθύρου, ο χώρος είναι δικός μου, απάντησα και πρότεινα το χέρι μου που έτρεμε ελαφρώς, για να είμαι απόλυτα κατανοητός για τα προτεινόμενα ή μάλλον τα κατοχυρωμένα, με τη βούλα που λένε, όρια της αυλής μου.
-Τι λες, ρε μεγάλε, πέταξε σαν βέλος την κουβέντα του, σαν φτυσιά καλύτερα πρέπει να γράψω και γονάτισε όλο μου το είναι.
Γιατί είπαμε όταν κάποιος με χαρακτήριζε μεγάλο, γνωρίζω ότι αναφερόταν απαξιωτικά στο πρόσωπό μου, κι αυτό το έχω συνηθίσει, δεν με πειράζει. Εκείνο που με ντριγκάρει, με κάνει άφωνο είναι η πολυσημία της λέξης «μεγάλε» , η αντιθετική της σημασία, η ερμηνεία που δίνει στη λέξη ο εκφέρων το λόγο «συνομιλητής» μου.
Αποκαμωμένος από την ήττα, την παράδοση «άνευ ορίων και άνευ όρων» στον Παντελαίο τον επωνομαζόμενο “delivery”, για ποιο λόγο λεγόταν έτσι πάντα είχα την απορία, τι “delivery” έκανε, ένα Roll, πακέτα μακαρόνια, τσιγάρα και μπύρες, καμμιά χλωρίνη, άγνωστο, απομακρύνθηκα μη τολμώντας να ρίξω ένα βλέμμα στον θριαμβευτή αντίδικο, για λέξη δεν το συζητάμε, σίγουρος ότι χαιρόταν για την ανέξοδη νίκη του.
Όλη αυτή η περιπέτεια θα ήταν ξεχασμένη, εξορισμένη στα γκούλαγκ του μυαλού μου, αν ένας άλλος αντίδικος, αυτή τη φορά του διαδικτύου, ένας delivery ιδεών, δεν με χαρακτήριζε μικρό, που έπρεπε συγχρόνως να κάτσω στα κυβικά μου. Η μηχανή κατάταξης του Κακαουνάκη της μπλοκόσφαιρας, με κατέτασσε στην χαμηλότερη βαθμίδα, ενώ εκείνη του Παντελαίου στην ανώτερη. Δεν ήξερα που να κατατάξω τον ευατό μου. Πρέπει όμως να αποφασίσω αν είμαι μικρός ή μεγάλος. Γιατί δεν έχει πολύ σημασία, τι αισθάνομαι εγώ για τον εαυτό μου, θα φανεί εγωιστικό να αναφωνήσω ότι είμαι μεγαλοφυία, αλλά τι λένε οι άλλοι για μένα. Το δείγμα βέβαια είναι ελάχιστο, ανύπαρκτο για στατιστική μελέτη, αλλά οι άνθρωποι που ξεστόμισαν τις βαρυσήμαντες λέξεις εκπροσωπούν ροπές, απόψεις, σύμφωνα με την ερμηνεία της λέξης, από την εξεταστική επιτροπή των πρόσφατων πανελλήνιων εισαγωγικών εξετάσεων, που θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’όψιν, τουλάχιστον από μένα. Ή ήμουν σαν τον Νίκο Ρίζο όπου σε μια παλιά ελληνική ταινία, σε μια υπόγεια ταβέρνα, όταν όλοι περιμένουν τον «μεγάλο» να έρθει, με τρόμο, εμφανίζεται ο δημοφιλής κωμικός με την μικρομέγαλη κορμοστασιά του και τους κάνει όλους κόσκινο;





Τρίτη, Ιουνίου 03, 2008

ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ

Το σώμα υγρό μέσα στο μέλι. Ακουμπάω το βλέμμα. Δαγκώνω το μαύρο φως. Με δόντια γεμίζουν τους νεκρούς. Μακριά, πάνω από τη θάλασσα, η νύχτα μαζεύει τις αποστάσεις. Είμαι εδώ σε ένα άδειο δωμάτιο συντροφιά με τα κλαδιά της μνήμης, να τρίζουν έξω από το παράθυρο. Φοβάμαι να το ανοίξω, θα φέρουν μέσα τον άνεμο τα πουλιά. Δεν φοβάμαι τον άνεμο αλλά αυτό το μικρό φτερούγισμα που κρατώ ανάμεσα στα δάχτυλα. Αφήνω να πετάξουν δυο σύννεφα. Διακρίνω τη διαδρομή τους. Φεύγουν από το χυμένο στόμα, ψηλά στον τροφοδότη πυθμένα. Ποτίζω τα δάχτυλα στο χώμα. Δακρύζουν τα κεριά μπροστά στην εικόνα. Ζεσταίνω ένα σώμα γεμάτο μπλε παραμύθια κάτω από τις λέξεις.
Ξέρω, κρατάς κι εσύ καλά κρυμμένο το φωτοφάγο σκουλίκι στο αίμα σου. Όταν ξεφεύγει, με κείνο το σαρκασμό που τυλίγεις τα όνειρά σου, γνωρίζει καλά το στόχο του. Τη ψύχα της καρδιάς.Όση απόμεινε από τη λάσπη των ατελεύτητων ανθρώπινων κάδρων. Τα κομμάτια σου κρεμασμένα, σάρκες βουτηγμένες στο χρώμα. Οι τοίχοι χιονισμένοι, σπρώχνεις το χιόνι με τα χέρια, γάλα καρφωμένο. Τα μάτια σου μας κοιτούν από το δάσος. Κι αυτό βγαλμένο από τη μεριά του ουρανού σου. Λούζει τα σώματα η βροχή. Κίτρινη βροχή, απαλή, πάνω στο μαύρο γυαλί. Χορταίνεις με έρωτα. Το λες έρωτα το χέρι βουτηγμένο στη σπηλιά που θέλγει τη ματιά μου; Είναι δάκρυ αυτό που κυλάει στο πανί της νύχτας; Ποτίζει το χαμένο χρόνο και ταξιδεύει. Μια φλόγα, φρούτα στο σπασμένο τραπέζι. Χυμένες γραμμές στις φωλιές τους, παραμονεύουν. Βήματα πουλιών στο μαχαίρι. Φυσάει και η μοναξιά χάνεται. Σκορπίζεται στις άκρες του χαμόγελου. Πεσμένο ποτήρι με το νερό του μοναχού. Βγάζεις τη γλώσσα στο ηλιοβασίλεμα, στο φεγγάρι, στη θάλασσα. Στο στρώμα των ερπετών. Κυλάς με το δέρμα μας στην άκρη του γκρεμού. Αναπνοή και άβυσσος. Θα αναπαυθώ στην αγκαλιά σου. Μια αγκαλιά από κόκκινο καπνό, καίοντας τον υάκινθο που βαστά από το ασπράδι της ψυχής σου.