Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ;

Την περασμένη Κυριακή δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Βιβλία» της εφημερίδας «Το Βήμα», ένα κείμενο του κ. Μπακουνάκη με τίτλο «Η τυραννία των ηλιθίων».
Το κείμενο δεν έτυχε απάντησης, όσο γνωρίζω, από κανένα, ακόμα και από bloggers, είτε από εκείνους που αναμένουν πότε θα τους καλέσει κάποιος εκδοτικός οίκος για να δημοσιεύσει τα κείμενά τους είτε από αυτούς που η αγωνία τους προσδιορίζεται από τη κατάθεση κάποιας κριτικής αποτίμησης του έργου τους, αρνητικής ή θετικής, δεν έχει σημασία, από τους συνεργαζόμενους με τα μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα, αλλά ούτε και από το δημοσιογραφικό συνάφι, που αμφιβάλλω αν διαβάζει τι γράφουν οι συνάδελφοί τους, αν δεν αναφέρονται σε αυτούς.
Ο απαξιωτικός τρόπος που αναφέρεται ο κ. Μπακουνάκης στους bloggers, μου δίνει την αφορμή να γράψω τη γνώμη μου, όχι βέβαια για να υπερασπιστώ το συνάφι μου, αλλά να υποστηρίξω του λόγους για τους οποίους γράφω στο blog.
Βέβαια υπάρχει αίσθημα αποξένωσης, πλήξης, και περιθωροποίησης. Αυτό είναι η αιτία που με κάνει να γράψω μια πρόταση. Αν δεν υπήρχαν αυτά, θα συζητούσα ανούσια με φίλους, θα παρακολουθούσα τηλεόραση, θα έπαιζα στοίχημα, χαρτιά στο καφενείο, θα παρακολουθούσα βιντεοταινίες, κλπ. Την μοναξιά και την πλήξη την κουβαλάει κανείς μόνος του, εν δυνάμει, από την μέρα της ύπαρξής του. Είναι αυτό που τον διαμορφώνει και τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο. Είναι η ταυτότητά του. Η έκφραση αυτής της πλήξης, σε τοποθετεί είτε στον μικρόκοσμο που εσύ επιλέγεις, άρα η καταναλωτική περιθωριοποίηση παραμονεύει, είτε σε ρίχνει στη μαζικότητα της κοινωνικής συμμετοχής, άρα η αποδοχή σου νομιμοποιημένη από τα κριτήρια του κοινωνικού ελέγχου, ορίζει την αναγνωρισιμότητα σου ως στοιχείο επικύρωσης του ρυθμιστικού της ρόλου.
Αυτό που με ενδιαφέρει λοιπόν είναι να βγάλω από μέσα μου, την αδιαφορία μου γι' αυτόν τον τρόπο ζωής, που εκλαμβάνει την συμμετοχή μας σε αυτόν, σαν διαρκώς ελεγχόμενη κοινωνική προσαρμογή. Διέξοδο μου δίνει το άσπρο του υπολογιστή, που πρέπει να το γεμίσω, με όσα άστοχα ή εύστοχα έχω κατά καιρούς γράψει. Τα δημοσιεύω λοιπόν στο διαδίκτυο γιατί με βαραίνουν, πιέζουν την ύπαρξή μου, ανακυκλώνονται διαρκώς μέσα μου, παγιδεύοντας τη σκέψη μου, νοιώθοντας ανήμπορος να προχωρήσω, να δω τον κόσμο με φρέσκο βλέμμα. Η κατάθεση λοιπόν των εμμονών μου, είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσω τον κόσμο, όπως εγώ τον προσλαμβάνω, από τις εισόδους που έχω προκρίνει. Η προσπάθεια αυτή δεν με ενδιαφέρει αν είναι εκτόνωση ή έκφραση. Αυτή η ιδιωτική προσπάθεια γίνεται επικοινωνία, όταν συναντάς ανθρώπους που είναι ετοιμοι να δεχθούν την ατομικότητά σου, δίχως τους φόβους και περιορισμούς που επιβάλλει η κοινωνική συμβατικότητα. Αυτό δίνει την απαραίτητη διακριτικότητα στο είδος επικοινωνίας που τόσο πολύ καταδικάζει ο κ.Μπακουνάκης. Βέβαια για τον κ.Μπακουνάκη αυτό λέγεται εκτόνωση, και ορίζεται απαξιωτικά σε σχέση με την έκφραση. Η οποία έκφραση στοιχειολογείται ως η προσπάθεια, η θυσία, το ολοκληρωτικό δόσιμο σε αυτό που κάνεις, το συναίσθημα της ταραχής της τέχνης.
Το είδος όμως που προκρίνει ο κ. Μπακουνάκης, το οποίο, προς το παρόν, αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο της διακίνησης των ιδεών, περνά από εμπορικούς οίκους που επιβραβεύουν, σύμφωνα με τον συντάκτη του κειμένου, την έκφραση όπως αυτή ορίζεται από τον κ. Μπακουνάκη. Γνωρίζουμε όμως, ότι ο ρόλος των εκδοτικών οίκων, και των υπαλλήλων τους, δεν είναι απλά να νομιμοποιήσουν την ελίτ των δημιουργών, που ξεφεύγουν από τον πολτό των ΜΜΕ, διαχωρίζοντας τα σκουπίδια από την δημιουργική αξία, αλλά και το κέρδος, με ότι αυτό επιφυλλάσει για την πρόκριση εντύπων, πια, σκουπιδιών. Η εξουσιαστική, λοιπόν, λογική, του κ.Μπακουνάκη καταδικάζει την δυνατότητα του αναγνωστικού κοινού, να κρίνει πρωτοτύπως την εκτόνωση ή την δημιουργία, αδιάφορο, ονομάζοντας την προσπάθεια αυταρχικά και αβίαστα «φαινομενική συλλογικότητα της επικοινωνίας», ορίζοντας ποιο είναι άξιο να διαβαστεί και να προκριθεί στην αναγνωστική συνείδηση. Παρουσιάζει τους εκδοτικούς οίκους μοναδικό, κυρίαρχο και οριστικό πεδίο νομιμοποίησης της έκφρασης. Το εξουσιαστικό αυτό μοντέλο, συσχετίζεται με την «πραγματική δημοκρατία», προκρίνοντας την αγορά σαν κριτή της λογοτεχνικής, εν προκειμένω, έκφρασης, επικυρωμένο από τους δείχτες αποδοχής και πρόσληψης του προιόντος απο το αναγνωστικό κοινό, απέναντι στην «δημοκρατία της ψευδαίσθησης» των ηλεκτρονικών μέσων.
Η βελτίωση λοιπόν της λογοτεχνίας θα έρθει, κατά τον κ.Μπακουνάκη, μέσω της ακραιφνούς και αμόλυντης αξιολόγησης των δημιουργών από τους επιμελητές των εκδοτικών οίκων, που από αγάπη για την λογοτεχνία, προκρίνουν λογοτέχνες οι οποίοι στηρίζουν τις αισθητικές τους προτιμήσεις , συναντώντας ένα κοινό που επικυρώνει αβίαστα τις επιλογές τους. Είμαστε πλέον σίγουροι ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός στον χώρο του βιβλίου θα βελτιώσει το προιόν, η «πραγματική δημοκρατία» της αγοράς είναι ο οδηγός της έκφρασης και της δημιουργίας. Η παρουσία λοιπόν καλλιτεχνών που «ρισκάρουν» παρευρισκόμενοι σε τηλεοπτικές εκπομπές ποικίλου είδους, κοσμικές συνταντήσεις, πρεμιέρες θεατρικών έργων, γκαλερί, που αφιερώνονται στη «χίμαιρα» της κοινωνικής καταξίωσης, δίνοντας δυναμικό παρόν σε περιοδιά life style, εκδηλώσεις βιβλιοπωλείων κλπ , είναι απαραίτητος όρος για τον διαχωρισμό τους από τον πολτό της «ψευδαίσθησης» και της «δημοκρατίας του μάταιου», απέναντι στους ανώνυμους του διαδικτύου, που όμως εμείς τους χρειαζόμαστε για να αισθανόμαστε καλά.

2 σχόλια:

Lapsus digiti είπε...

Τον κομψευόμενο κύριο Μπακουνάκη τον είχαμε καθηγητή. Έκανε στο τμήμα Θεατρολογίας που φοιτούσαμε θεωρητικά μαθήματα όπερας και οπερέτας. Όσοι αγαπούσαμε την όπερα διασκεδάζαμε πάρα πολύ με τις πόζες του κατά την παράδοση, χαζεύαμε τα πορφυρά μαντιλάκια στην μπουτονιέρα και κάναμε λογοπαίγνια με τους ήρωες απ' τον Μαγικό αυλό του Μότσαρτ και την Θαρθουέλα (λαϊκά λυρικά τραγούδια της Ισπανίας). Βάζαμε στοίχημα ποιος θ' αντέξει τελευταίος (χωρίς τις σημειώσεις -θέσφατο δεν το πέρναγες το μάθημα!) κι όταν κάποιος απ' την παρέα μας έλεγε:
Παπαγγένο για καφέ, θαρθουέλα; όποιος άντεχε να μείνει ως το τέλος(για να κερδίσει το στοίχημα)απαντούσε: Όχι, Ταμίνο!
Ευτυχώς που ο κύριος Μπακουνάκης δεν είναι πορτιέρης και στο Μέγαρο Μουσικής! Χωρίς μπουτονιέρες, μαντιλάκια, γούνες και χρυσές πόρπες δε θα μας άφηνε να μπούμε!

Χαίρετε!

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@lapsus digiti
Σας καλησπερίζω και σας ευχαριστώ για τις πληροφορίες. Άλλωστε τα γραπτά μας είναι συνάρτηση του τρόπου ζωής. Στη γραφή καθρεφτίζεται η ζωή μας, ειδικά όταν η βιωματική γραφή είναι αυτή, που προκρίνουμε για να μας «ξεσκατήσει» από την συμβατικότητα, και την συνάφεια της ταυτογένειας.
ΤΑ ΣΕΒΗ ΜΟΥ!