Ευτυχώς που υπάρχει το σινεμά. Εκεί που το γεγονός «συμβαίνει» και παράλληλα κινηματογραφείται. Που σημαίνει ότι το βλέμμα παρακολουθεί, βλέπει μπροστά του αυτό που συμβαίνει με τη μεσολάβηση της κάμερας, το βλέμματος δηλαδή του σκηνοθέτη, του δημιουργού ενός καλλιτεχνικού έργου. Άρα αναγκάζεται να σκεφτεί, να αντιληφθεί τους λόγους οι οποίοι ορίζουν μια πράξη, μέσω της τέχνης. Η οπτική λοιπόν επαφή με το γεγονός, τον κάνει, άσχετα των προθέσεων τού δημιουργού, να προσέλθει ως καλεσμένος, να ερμηνεύσει, να κατανοήσει ή όχι τα κίνητρα των χαρακτήρων της ταινίας, ακόμα και όταν, όπως συμβαίνει σε αυτή την ταινία, το σπικάζ, ο σχολιασμός δηλαδή, γίνεται μέσω της γλώσσας, από ένα από τα άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα της ιστορίας, ο οποίος δυνητικά μπορεί να είναι αποτρεπτικός λόγος για την αντικειμενικότητα της παρουσίασης των γεγονότων, ειδικά όταν αυτός είναι του αντίθετου φύλου από την πρωταγωνίστρια και άμεσα εμπλεκόμενος στην ιστορία.
Άμα αφήναμε την ετυμηγορία για μια πράξη, νομικά παράνομη και ηθικά καταδικαστέα, στη ζωή, τα πράγματα θα πήγαιναν, δυστυχώς, όπως πηγαίνουν. Άκριτα, επιπόλαια, ακατανόητα, με προαποφασισμένες καταδίκες από την κοινή γνώμη, τον τύπο, ηλεκτρονικό και έντυπο, και από λαϊκά δικαστήρια.
https://www.youtube.com/watch?v=77tW8EKghXo