Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, είναι αρκετές οι στιγμές που
σηκώνεσαι από την καρέκλα ή από το κρεβάτι σου, για να πανηγυρίσεις τις
μοναδικές αφηγηματικές στιγμές που σου προσφέρει αυτή η απολαυστική ανάγνωση.
Ελάχιστα, όμως, δευτερόλεπτα πριν τη λήξη της αναγνωστικής αναγέννησης,
διαβάζεις αυτό που σε κάνει να απογειωθείς και να μείνεις μετέωρος ψηλά,
μαγεμένος από την ανατροπή της αφηγηματικής κομψοτεχνίας. Ένα ευρηματικό
σφύριγμα έρχεται από τα ανεξερεύνητα χάη της εμπνευσμένης ματιάς του αφηγητή,
σαν την έσχατη πνοή ενός επινοημένου κόσμου, που δεν δέχεται να τον
εγκαταλείψεις, είναι αυτό λέω, που σε κάνει να μην θέλεις να επανέλθεις,
κορόιδο είμαι να επιστρέψω, σκέφτεσαι, αδιαφορώντας για τα τηλέφωνο που σε
καλεί, το ποτό που σε περιμένει μισοτελειωμένο, τους ανήσυχους, έκπληκτους
ανθρώπους που εισβάλλοντας απρόσκλητοι στο ιδιωτικό σου καταφύγιο,σε καλούν να
γυρίσεις ξανά στα στρωτά και ατάραχα του επιτρεπόμενου κόσμου.
Τα τελευταία ανατρεπτικά δευτερόλεπτα του βιβλίου:
“Γεγονός, πάντως, είναι πως, χάρη στον ανώνυμο αυτόν
ευεργέτη, ο Κιντίνο και η Αντόνια μπορούσαν να ‘ρχονται στο Σαν Ισίδρο τουλάχιστον
μια φορά το μήνα- εκτός από τον ένατο• δηλαδή, αυτόν στον οποίο γεννήθηκε η
πρώτη κόρη τους. Ο Κιντίνο ήταν αυτός που βρήκε τ’όνομά της, κι η Αντόνια το
ενέκρινε ενθουσιωδώς. Ο πάτερ Πέδρο δε συμμερίστηκε τον ενθουσιααμό τους όταν
ήρθε η στιγμή να τη βαπτίσει. Με τον καιρό, όμως, έμελλε κι αυτός να
συμφωνήσει: μια χαρά όνομα είναι και το Χιονάτη.»
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης