Ο Γούντι ο Τρυποκάρυδος μπήκε στο μπαρ
φορτωμένος χιόνι. Το καπέλο, τα ρούχα, τα παπούτσια του ήταν χιονισμένα. Ένας
μετακινούμενος χιονάνθρωπος. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, έτριψε τα χέρια του να
ζεσταθούν και προχώρησε προς τον πάγκο του μπαρ. Η γωνιά που καθόταν καθημερινά
ήταν αδεια, σαν να υπήρχε μια αόρατη πινακίδα που έγραφε ” RESERVED, Γούντι ο
Τρυποκάρυδος».
-Εουσέμπιο , είπε στον μπάρμαν, που τον
υποδέχτηκε μ’ένα βλέμμα οικειότητας, βάλε ένα διπλό κονιάκ να ζεσταθούμε. Ήπιε
το ποτό του, με δυο γερές, γεμάτες γουλιές, όσες κι η δόση που είχε
παραγγείλει. Ένοιωσε καλύτερα, τώρα που ο μέσα σαρκικός κόσμος του ζεστάθηκε,
βρίσκοντας το ρυθμό του.
Έσπρωξε το άδειο ποτήρι στον Εουσέμπιο, που
σταμάτησε στη μέση μια τυπική, επαγγελματική συζήτηση που είχε στήσει με την
Μπάρμπι. Η Μπάρμπι ήταν μια καλλονή που έψαχνε τον ιδανικό εραστή, τον οποίο
δεν είχε βρει, μέχρι τη στιγμή που έφτασε ο Γούντι, κι απ’ ό,τι φαινόταν δεν θα
έβρισκε ούτε σήμερα. Ο Εουσέμπιο γέμισε το ποτήρι με κανονική δόση, το άφησε
πάνω στο σουβέρ κι απομακρύνθηκε, καταλαβαίνοντας ότι ο Γούντι σήμερα δεν είχε
όρεξη για πολλές κουβέντες.
Ο Γούντι κατάφερε ν' ανάψει τον υγρασιασμένο
καπνό της πίπας του, μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες, κοίταξε γύρω του,
βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι σ’ένα αξιοπρεπές μπαρ, στο οποίο
ήταν καθημερινός πελάτης, από τον καπνό των τσιγάρων που θόλωνε την ατμόσφαιρα,
τα χαμηλά, διακριτικά φώτα, τις μισοσβησμένες, χαμηλόφωνες φωνές των πελατών,
τη μουσική του Coltrane, μέχρι τη μυρωδιά του αλκοόλ που άφηνε το αποτύπωμά της στις μεθυσμένες ανάσες των θαμώνων και στα υγρά στίγματα των τραπεζιών.
Ο Γούντι πίνει τώρα το ποτό του αργά, επιρρεπής
στην ευκοσμία της αλκοολόχου μνήμης, αυτομολεί, για μια ακόμη φορά, στην
θερμοκοιτίδα κόρης εξαίσιας, αλλά ερωτικά ασταθούς, κατά τα φαινόμενα του νου του, αποφεύγει
τον Εουσέμπιο, που έχει επιστρέψει κοντά του, με μια κοφτή τρίπλα, γνωρίζοντας
ότι δεν ήταν καλός αμυντικός, αλλά ικανότατος επιθετικός, γκολτζής ολκής στην
επαγγελματική επικοινωνία. Όταν ο Εουσέμπιο απομακρύνθηκε, το βλέμμα του
βυθίστηκε στον πάτο τού ποτηριού, στο οποίο τώρα έπλεαν ελάχιστα ίχνη αλκοόλ,
τράβηξε δυο-τρεις ρουφηξιές ακόμη από την πίπα του, που κόντευε να σβήσει,
έφερε το ποτήρι κάθετα στο στόμα στραγγίζοντάς το, έγλειψε τα σκασμένα από το
κρύο χείλη του, μη επιτρέποντας καμιά σταγόνα αλκοόλ να πάει χαμένη. Ακούμπησε
τα χρήματα στον πάγκο, δίχως να κοιτάξει τον λογαριασμό, χαιρέτισε μ’ ένα
σιωπηλό χαιρετισμό τον Εουσέμπιο, που δεν αντιλήφθηκε την κίνησή του, έχοντας
γυρισμένη την πλάτη του, αφοσιωμένος στην συζήτησή του με την Μπάρμπι, σηκώθηκε
και τράβηξε προς την έξοδο.
Ανοίγοντας την πόρτα ένα παγωμένο ρεύμα αέρα έπνιξε το γέλιο του.
Ανοίγοντας την πόρτα ένα παγωμένο ρεύμα αέρα έπνιξε το γέλιο του.