Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015

Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ


Γνώριζα, πριν διαβάσω το βιβλίο, ότι ο Κώστας Μαυρουδής είναι σπουδαίος λογοτέχνης. Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία του ώστε είμαι βέβαιος πως κάθε καινούργιο βιβλίο του  ανανεώνει την άποψή μου για την αφηγηματική ικανότητά του. Βέβαια υποψιαζόμουν για ένα λόγο, όχι απροσδιόριστο, αλλά εξ αιτίας της αφηγηματικής ωριμότητάς του, στην οποία οδηγούσε η ανανεούμενη συγγραφική του εξέλιξη ότι το τελευταίο βιβλίο του  θα ήταν η συμπύκνωση της συγγραφικής πορείας του. Η κορύφωση του αφηγηματικού λόγου του. Λοιπόν, όχι έπεσα διάνα, αλλά το βιβλίο ξεπέρασε την αισιοδοξία μου. Είναι τόσο ωραίο, τόσο όμορφο, που ξεφεύγει από την αναγνωστική ευφορία που αισθάνεσαι όταν διαβάζεις ένα σπουδαίο βιβλίο και γίνεται μέρος του κόσμου. Τουλάχιστον του δικού μου. Υπαρκτού και πνευματικού. Το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα ακόμα βιβλίο που μετά την ανάγνωσή του θα πάρει τη θέση του στη βιβλιοθήκη, που ίσως επανέλθω κάποτε στη μαγεία του, αλλά ένα κομμάτι από τον κόσμο που με περιβάλλει και τον περιβάλλω με την συνείδησή μου. Είναι πλέον μέρος του πνευματικού κόσμου μου, ένα βιβλίο που δεν έχει αφομοιωθεί, όπως τόσες άλλες αφηγήσεις, αλλά διατηρείται αυτόνομο σαν οδηγός σε μελλοντικές αναγνωστικές αποφάσεις μου.
 Έχουν γραφτεί τόσα πολλά γι’αυτό το βιβλίο ώστε είμαι σίγουρος ότι μια ακόμη «κριτική αποτίμηση» έχει εξαντληθεί. Άσε που δεν έχω την παραμικρή ικανότητα και όρεξη να κρίνω ένα βιβλίο. Δόξα τω Θεώ υπάρχουν αρκετοί επαγγελματίες και ερασιτέχνες που εξασκούν την κριτική τέχνη με αρκετή επιτυχία. Εμένα ένα βιβλίο  μου αρέσει ή δεν μου αρέσει. Like ή dislike. Αν καταφέρω να μεταφέρω με δικά μου λόγια και όχι αποστηθίζοντας το κριτικό λεξιλόγιο και την κριτική προσέγγιση, «ματιά» την ονομάζουν κάποιοι, την ικανοποίησή μου από την ανάγνωση τού βιβλίου καλώς. Διαφορετικά χαίρετε!
Αλλά τι έγραψαν οι κριτικοί ή μη για το βιβλίο του Μαυρουδή όλο αυτόν τον χρόνο από την πρώτη κυκλοφορία του; Έγραψαν αυτά για τα οποία ουδείς διαβάζοντάς τα θα άρχιζε την ανάγνωση του βιβλίου. Δηλαδή; Δηλαδή γράφοντας ότι η αφήγηση του Μαυρουδή  περιλαμβάνει αλήθειες, συναισθήματα, σημαίνουσες στιγμές, ότι παρουσιάζει τις ιστορίες του με βλέμμα κατάνυξης, τα ταχυδιηγήματα του εκ του ταχυαφηγήσεις έχουν εικαστική οπτική, ποιητική έξοδο, λυρική διαχείριση της γλώσσας, ότι η αφήγηση περιλαμβάνει μεταπλασμένα βιώματα, επινοήσεις τόπων και πραγμάτων, πως είναι ένα περίτεχνο ταξίδι, ένα αισθητικό πραξικόπημα, λυρικό, αισθητικά υποβλητικό, στοχαστικό, εκπέμπει κατανυκτική νοσταλγία, ποίηση, διαθέτει ρωμαλέο στοχασμό, ότι είναι μια σπουδαία συλλογή, ασυνήθιστη, με οικονομία και υπαινικτικότητα λόγου, ότι μιλάει για το χρόνο, την άγνοια, το θάνατο, τη φθορά, την απώλεια, τη μνήμη, τη γήρανση, την παιδική ηλικία, την ενηλικίωση, το θάνατο. Ισχυρίζονται οι διαθέτοντες κριτικό κριτήριο;  ότι η γραφή του Κώστα Μαυρουδή είναι ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο και τον χώρο, με αίσθηση νοσταλγίας, διακειμενικές αναφορές, φράσεις ποιητικές, φιλοσοφικές,  διαθέτει χιούμορ, αυτοσαρκασμό, υποβλητικό βάθος, ένα βιβλίο ευρηματικό όπου η μαγεία του λόγου και των εικόνων κυριαρχεί. Χαρακτηρίζονται τα κείμενα του βιβλίου διηγήματα, αφηγήματα, μικρές φόρμες, ιστορίες με διακριτική αφήγηση, ραφινάτη μελαγχολία σύντομα σε έκφραση αφηγήματα ποιητικού ρεαλισμού, ανεξάντλητο καλειδοσκόπιο εντυπώσεων, με γραφή μνημονική, προσγειωμένη, νοσταλγική, ψύχραιμη, ειρωνική, τρυφερή, αισθητική, και αισθητηριακή που εκτείνεται στο χρόνο, προσκαλεί την ποίηση, λογοτεχνεί την λεπτομέρεια, αποφθεγματίζει, φιλοσοφεί. Διακρίνουν αφοριστικό στοχασμό, αναστοχασμό με υποβλητικό βάθος, πυκνό λόγο, ρεαλιστική φαντασμαγορία, μαστοριά, ευαισθησία αλλά και ευφυΐα ασκημένου τεχνίτη. Οι ιστορίες του βιβλίου χαρακτηρίζονται μικρά δοκίμια, αλλού μικρές δοκιμιακές σπουδές, ημερολόγιο, κρυμμένη αυτοβιογραφία, περιγραφές ταξιδιωτικών εντυπώσεων, σύντομη αναδρομή στην Ιστορία, με ραφιναρισμένη αγάπη για το παλιό, νοσταλγία που δεν φτάνει στην συναισθηματολογία. Αντιλαμβάνονται ότι ο συγγραφέας αποφεύγει το πομπώδες και στομφώδες, με χιούμορ, τρυφερότητα, ευαισθησία, εστιάζοντας στο ουσιώδες. Διηγήματα που κινούνται μεταξύ της μεταφοράς της μεγαλοκλίμακας της συγκριτολογικής μελέτης, με έντονο το συγκριτολογικό στοιχείο , μιλούν για  πρόσωπα, βιβλία, πίνακες, ελληνική Ιστορία, ταξίδια, με πυκνές εικόνες χαρακτήρων και εποχών. Καταλαβαίνουν ότι ο συγγραφέας χτίζει έναν ρεαλισμό περισσότερο μαγικό παρά πραγματικό και  αυτοσαρκαζόμενος ανατρέπει συμβάσεις.  Μια γραφή η οποία κινείται ανάμεσα στο δοκίμιο, την ποίηση και την αφαιρετική εξιστόρηση, επανατοποθετώντας   «ζητήματα που απασχολούν εδώ και πολλά χρόνια την πρόζα του: στα εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία ενεργοποιούν την εσωτερική διαδικασία της μνήμης, στους τρόπους με τους οποίους φωτίζονται και ξαναφωτίζονται τα μνημονικά αντικείμενα, συνιστώντας συχνά μικρές σπουδές θανάτου, όπως και στο ρευστό του χρόνου, που παρά το μονίμως διαφεύγον σχήμα του δεν αποκλείεται σε δεδομένη στιγμή να αποκτήσει μιαν έστω ελλειπτική κυκλικότητα.»
Ουφ, τέλος! Αρκετά! Το βιβλίο μου άρεσε γιατί περίμενα να μου αρέσει. Ο Μαυρουδής δεν κάνει εκπτώσεις στην συγγραφική του παραγωγή. Πνευματικό ήθος το λένε; Λογοτεχνική συνέπεια το λένε; Αφηγηματική επάρκεια; Θα σας γελάσω. Το ζήτημα είναι αν έχουμε αρκετούς να ακολουθούν το παράδειγμά του.




Τετάρτη, Μαρτίου 25, 2015

MICRORRELATO DE ÓSCAR SIPÁN


Góndola

Enfrascado en sus pensamientos el gondolero veneciano avistó las costas de Tahití.

Γόνδολα

Απορροφημένος στις σκέψεις του ο βενετσιάνος γονδολιέρης αντίκρισε τις ακτές της Ταϊτής.


                                                                                                                                                    μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Ο Όσκαρ Σιπάν γεννήθηκε στην Ουέσκα το 1974. Είναι αυτοδίδακτος συγγραφέας. Εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Rompiendo corazones con los dientes, το 1998. Έχει εκδώσει επίσης τα μυθιστορήματα Pólvora mojada (2003) και Leyendario. Monstruos de agua (2004).

Από το ιστολόγιο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
http://konstantinos-paleologos.blogspot.gr/2015/03/microrrelato-de-oscar-sipan.html

"The Gondolier" 2014 Olexandr Archipenko

Πέμπτη, Μαρτίου 19, 2015

ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΠΑΨΕ ΝΑ ΠΟΝΑΣ*

-Εσένα το λέω με το μπλε πουκάμισο, φώναξε απ’ τη σκηνή, δείχνοντας με το δάχτυλό του το μπλε πουκάμισό μου. «Μπλε» κατά τη δική του ερμηνεία, «πουκάμισο» κατά τη δική μου αφηγηματική αυθαιρεσία.
Εξηγούμαι. Eγώ δεν φοράω πουκάμισο. Το πουλόβερ από το Zara φοράω, μου είναι μάλιστα στενό, άκουσα την πωλήτρια που μου πρότεινε το large και το αγόρασα, Έριξε μια φευγαλέα αλλά σίγουρη ματιά, που πρόδιδε επαγγελματική εμπειρία, στο σώμα μου με ανοιγμένο το μπουφάν. Δεν με άφησε να το βγάλω, εμπιστεύτηκα την εμπειρία της και τη φιλαρέσκειά μου. Προφανώς ήθελε να με κολακέψει, αλλά τώρα νοιώθω άβολα μέσα σ' αυτό το ασφυκτικό μάλλινο προϊόν. Τέλος πάντων, το αντιπαρέρχομαι και συνεχίζω τη διήγησή μου, γνωρίζοντας ότι έχω προκαλέσει το ενδιαφέρον σας.
Έστρεψα το βλέμμα τριγύρω να δω αν απευθυνόταν σε κάποιον άλλον, αποφεύγοντας το δάχτυλό του που συνέχιζε να με στοχεύει, λες και ήμουν υποψήφιο θύμα παρανοϊκού δολοφόνου σε αμερικάνικη ταινία δεύτερης διαλογής, b movies εννοώ. Κανείς δεν βρισκόταν κοντά μου για να βρει παρηγοριά η σκέψη μου ούτε η νοητή προέκταση του δαχτύλου του σημάδευε άλλο στόχο. Φυσικό άλλωστε, αφού πάντα διάλεγα απόμερα σημεία στις δημόσιες ομιλίες. Κατέβηκε τη σκάλα της σκηνής, δίχως να λυγίζει τα γόνατά του, άκαμπτος, σαν να στεκόταν σε κυλιόμενο κατηφορικό διάδρομο και προχώρησε προς το μέρος μου. Το βάδισμά του καθώς με πλησίαζε είχε γίνει ορθολογικό. ‘Εφερε την κοτσίδα των μαλλιών του στην αριστερή πλευρά του ώμου του, σκεπάζοντας την άκρη ενός τατουάζ που ξεμύτιζε, διστακτικό, από την άκρη του σακακιού του, έκανε μια κίνηση σαν κάτι να τον βάραινε και ήθελε να το ξεφορτωθεί, έφτασε κοντά μου, έδιωξε μια μύγα που επίμονα συμπλήρωνε το σκηνικό της αγωνίας στο πρόσωπό μου, και άφησε το βλέμμα του να σταθεί δεκαπέντε πόντους δίπλα από το σώμα μου. «Πάρε αυτό» μου είπε, απλώνοντας το χέρι του που έτρεμε ελαφρά. «Φύγε αμέσως από δω, σε παρακαλώ. Μη σε ξαναδώ στα μάτια μου.». Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις του. Απομακρύνθηκε σκυφτός σαν η ένταση της στιγμής να είχε ξαπλώσει στην πλάτη του καπνίζοντας ανέμελα το τσιγάρο της. Πήρα το φάκελο και ανηφόρισα το δρόμο για το σπίτι. Η βροχή άρχισε να δυναμώνει. Τώρα άφηνε το χάδι κι άρχισε να μου μαστιγώνει το πρόσωπο, λες και δεν με γνώριζε πια. Χαμήλωσα το γείσο του καπέλου μου και τάχυνα το βήμα μου.
«Εσύ, λοιπόν, είσαι ο πατέρας μου», ψιθύρισα, κοιτάζοντας τη φωτογραφία, όταν έφτασα σπίτι. Το πρόσωπό μου πήρε το χρώμα του Zoloft. Δεν ντράπηκα και άφησα ένα λυγμό να βρει την υγρή διέξοδο που αναζητούσε στα μάτια μου.

Ο πίνακας "At this stage", 2001 είναι του Gillian Ayres
*Ο τίτλος της ανάρτησης προέρχεται από την ομώνυμη ταινία με τον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση, σε σκηνοθεσία Απόστολου Τεγόπουλου

Σάββατο, Μαρτίου 14, 2015

"ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ" ΚΑΙ ΚΑΡΛΟΣ ΦΟΥΕΝΤΕΣ


Τελειώνοντας το μυθιστόρημα «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο, απογοητευμένος από την αναγνωστική ευφορία που περίμενα και δεν αισθάνθηκα παρά ελάχιστες φορές, γνωρίζοντας τη θέση του έργου στην ιστορία της λογοτεχνίας, ως κλασικό κείμενο που στέκεται άξια δίπλα σε εμβληματικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά και το ρόλο του στη δημιουργία της λογοτεχνικής σχολής του «μαγικού ρεαλισμού», φορτισμένος από τα εισαγωγικά σημειώματα της Έφης Γιαννοπούλου, της Σούζαν Σόνταγκ, περισσότερο όμως από τις «Σύντομες αναμνήσεις» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, διάβασα, ο αφελής, το επίμετρο κριτικό σημείωμα του Κάρλος Φουέντες, συγγραφέα του οποίου το λογοτεχνικό έργο αγαπώ και εμπιστεύομαι. Το επίμετρο ήταν η χαριστική βολή στην απογοήτευση που είχα νοιώσει διαβάζοντας το βιβλίο. Σ’αυτό  ο Φουέντες για να εξηγήσει την δική του πρόσληψη  του έργου, επικαλείται προς τεκμηρίωση, τον Τηλέμαχο, τον Οδυσσέα, τον Ορφέα και την Ευριδίκη, τον Βάγιε Ινκλάν, τον Γαγιέγος, τον Αστούριας, τον Καίσαρα, τον «Ηγεμόνα» του Μακιαβέλι, τον Νούνιο ντε Γκουθμάν, τον Κορτές, τον Μανουέλ Πουίγκ, τον Μάριο Βάργκας Λιόσα, τον Έριχ Κάλερ, τον Χέγκελ και την «Αισθητική» του( τώρα θυμήθηκα τις εκδόσεις Αναγνωστίδη, τον παλιό καλό καιρό των αναζητήσεων), τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ και τα έργα του «Τα αρχέτυπα και το συλλογικό ασυνείδητο», «Σύμβολα της μεταμόρφωσης», τον Φόκνερ και το διήγημά του «Ένα ρόδο για την Έμιλυ», τον κοσμογονικό μύθο και τον μετακοσμογονικό μύθο, τον Προμηθέα, τον Δία, τον Αγαμέμνονα, την Κλυταιμνήστρα, την Ηλέκτρα, τον Μιρτσέα Ελιάντε, την «Χρυσή εποχή» του Λουίς Μπουνιουέλ, τον Δάντη, τον Δον Κιχώτη, τον Λόπες Βελάρδε, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Πολύβιο, τον Λίβιο, τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Έμιλυ Μπροντέ, τον Βιγιαουρρούτια,  την Ιφιγένεια, τον Πολ Βαλερύ, τον Τζιανμπατίστα Βίκο, τον Βλαντιμίρ Ποπ και το βιβλίο του «Μορφολογία του παραμυθιού», τον Λεβί-Στρος, τον Οιδίποδα, τον Χάρρυ Λεβίν, τον Ντίκενς, τον Τρότσκι, τον Στάλιν, τον Μιρτσέα Ελιάντε, τον Ροβινσώνα Κρούσο, τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, τον Προυστ, την Έμμα Μποβαρύ, την Άννα Καρένινα, τον Ντοστογιέφσκι, τον Ρουσσό, τον Ντ.Ε. Λόρενς, τον Τόμας Χάρντυ, τον «Δαυίδ Κόππερφιλντ»,  την  μητέρα του Λυσιέν ντε Ρυμπανπρέ, την μητέρα του Ρασκόλνικοφ, τη μάνα του Γκόργκι, τα βιβλία «Αδελφοί Καραμάζοφ», «Άνθρωπος με το σιδηρούν προσωπείο», «Κορσικανοί αδελφοί», τον «Οίκος των Πύντσον» του Ναθάνιελ Χόθορν, τον Τόμας Μαν, τον Ρόμπερτ Μούζιλ, τον «Μόμπυ Ντικ», το «Έγκλημα και Τιμωρία», το «Τόνιο Κραίγκερ», τον Στίβεν Ντένταλους, τον Βοτρέν, τον Σορέλ και τη δεσποινίδα ντε λα Μολ, τον «Δόκτωρ Φάουστους», τον Μάρλοου, τον Γκαίτε, τον Λέβερκυν του Τόμας Μαν, την Χουλιέτα Κάμπος, τον Χανς Κάστορπ και την Κλαούντια Σοσά, τον Μπρετόν, τον Μπατάιγ, τον Άρνολντ Κετλ, τον Χίθκλιφ και την Κάθριν Έρνσο(Κάθυ). Όλη του η προσπάθεια να ορίσει το "απλό κέντρο του μυθιστορήματος", αφαιρεί την "ποιητικότητα" του έργου, αδυνατίζοντας την αφηγηματική ματιά του συγγραφέα, αλλά κυρίως την αποδομώντας την ιδιωτική ανάγνωση, οδηγώντας τον αναγνώστη σε κατευθύνσεις που βρίσκονται έξω από το αναγνωστικό του πεδίο, χρησιμοποιώντας θεωρητικούς συσχετισμούς που το βάρος τους είναι δυσβάσταχτο στον αναγνώστη, τοποθετώντας το έργο ως μία ασφαλώς σημαντική, απαραίτητη, αλλά κυρίως ξεχωριστή αφηγηματική κατάθεση στην γραμμική  εξέλιξη της λογοτεχνίας. Μετά από αυτά η ανάγνωση του βιβλίου κατέληξε ανωφελής, αφού η γοητεία της αφηγηματικής τεχνικής του συγγραφέα είχε χαθεί στο χωριό Κομάλα όπου έπρεπε να το επισκεφτώ ξανά, όταν η επίδραση του δοκιμίου του Κάρλος Φουέντες ξεχαστεί από την σκέψη μου..



Παρασκευή, Μαρτίου 06, 2015

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


Από μακριά ακούστηκε η διαταγή: «Παραδοθείτε». Συνεχίσαμε το δρόμο μας δίχως να δώσουμε σημασία στην προτροπή του εχθρού. Μπροστά μας ο βάλτος ήταν η μοναδική διέξοδος. Η φωνή δεν ξανακούστηκε. Βαδίσαμε προς το βάλτο. Τι άλλο να κάναμε; Τα βαλτώδη νερά μας κάλυψαν μέχρι το γόνατα. Συνεχίσαμε να βαδίζουμε βουλιάζοντας. Τώρα ο βάλτος είχε φτάσει μέχρι το ύψος του στήθους μας. Συνεχίζαμε να προχωρούμε καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια. Σιγά-σιγά το νερό κάλυψε ολόκληρο το σώμα μας. Λίγα λεπτά αργότερα είχαμε πνιγεί. Ποιος ξέρει αν κάποιος ανακαλύψει τα πτώματά μας.

Παρασκευή 6 Μαρτίου


"Marsh with Water Lillies" 1881
Vincent van Gogh