Αρκετές φορές διαβάζοντας τα βιβλία του Σολ Μπέλοου, αλλά περισσότερο όταν δεν τα διάβαζα, την ώρα που χάζευα τους δρόμους, τα φώτα, τους ανθρώπους, τη θάλασσα, το φεγγάρι δεν το κοιτάζω, άσε τι λένε οι ποιητές, τη Σπυροπούλου στο "Σπίτι μου, σπιτάκι μου", τον Αρναούτογλου να χορεύει την ώρα που οι άλλοι μαγειρεύουν, την 'Ιγκριντ στην παραλία, το Θανάση τον περιπτερά να μετράει τα ρέστα, το Γιώργο να μιλά ακατάπαυστα χειρονομώντας, σκεφτόμουν γιατί ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας δεν είχε απήχηση στους
βιβλιόφιλους τους οποίους γνωρίζω από την διαδικτυακή μου περιήγηση. Αναρωτιόμουν,
για παράδειγμα, γιατί αυτό το μικρό αριστούργημα «Άδραξε τη μέρα» που
χρόνια στοίχειωνε τις αναγνωστικές μου ώρες,
και όταν λέω στοίχειωνε το εννοώ, δεν αναφερόταν, όπως και τ’άλλα έργα του
Μπέλοου, στις παρουσιάσεις βιβλίων των βιβλιοκριτικών του διαδικτύου. Ή μήπως
γινόταν ή γίνεται και δεν το πήρα χαμπάρι, αφού το διαδίκτυο είναι αχανές και εγώ το μόνο που κάνω είναι να βρίσκομαι σε μια γωνίτσα του και να συνομιλώ με
πέντε έξη φίλους διαβάζοντας τις αναρτήσεις τους; Φίλοι διαδικτυακοί, που επιμελείς
είναι στο ραντεβού με τους αναγνώστες τους, ζωή να χουν, και αρκετά είναι τα σχόλια στις αναρτήσεις τους, τα οποία συμφωνούν, συνήθως, για την ευστοχία των
απόψεων του συντάκτη. Τι να σου κάνουν
τότε οι εκδοτικοί οίκοι, που αφουγκράζονται τις διαθέσεις των βιβλιοαναγνωστών,
άφησαν τον Μπέλοου, με πεθαμένους θα ασχολούμαστε τώρα, η ζωή προχωρά, περιμένει
φρέσκο προϊόν να ριχτεί στην αγορά, στην λησμονιά και μένα να περιμένω, αδίκως
απ’ό,τι φαίνεται, την έκδοση των μυθιστορημάτων του όπως «Ο μικρός πλανήτης
του κυρίου Ζάμλερ» και «Χέντερσον, ο βασιλιάς της βροχής» που έχουν εξαντληθεί
εδώ και χρόνια και τρέχα γύρευε αν τα βρεις σε κάποια βιβλιοθήκη ή να τα
δανειστείς από κάποιον γνωστό. Καλά, το τελευταίο είναι ανέκδοτο.
Ώσπου ήρθε το κείμενο του Αναστάση Βιστωνίτη στο «Βήμα της
Κυριακής» σαν παρηγοριά στην εμμονή μου για το συγγραφέα. Τι γράφει ο Βιστωνίτης
και με χαροποίησε; Το γεγονός ότι έγραψε για τον Μπέλοου μου φτάνει. Βέβαια έγραψε το κείμενό του με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γένννησή του και την κυκλοφορία στην Αμερική της δίτομης βιογραφίας του. Το
τι έγραψε δεν έχει μεγάλη σημασία γιατί γνωρίζω, όπως όλοι μας, την αξία αυτού του συγγραφέα. Ένα Νόμπελ
λογοτεχνίας και τρεις φορές με το Εθνικό Βραβείο Πεζογραφίας της χώρας του δεν
είναι μικρό πράγμα. Ο τίτλος του άρθρου του " Σολ Μπέλοου: Ο κορυφαίος μεταπολεμικός πεζογράφος των ΗΠΑ" και φράσεις σαν «....Είναι κοινή παραδοχή πως μετά τον
θάνατο του Νόρμαν Μέιλερ το 2007 και του Τζον Απντάικ το 2009 προσωπικότητες
των Γραμμάτων ίδιας αξίας δεν υπάρχουν πλέον στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού» ή
«Κι ενώ είναι ρεαλιστής (το τόνιζε και ο ίδιος), παραμένει ο
πιο μοντέρνος μεταπολεμικός πεζογράφος της χώρας του"ήταν αρκετές για να με βγάλουν από τη σιωπή και να την απογοήτευση. Ήταν σαν
κάποιος να μου έγνεφε λέγοντάς μου ότι δεν είσαι μόνος σ’αυτή την μοναξιά
της αναμονής.
Χάρηκα κι αναθάρρησα διαβάζοντας το κείμενο του
Βιστωνίτη. Ανέσυρα από τη σκόνη της
μνήμης τα βιβλία του Μπέλοου. Γιατί εντάξει εμμονή με τον συγγραφέα, αλλά όχι
και να τρελαθούμε κιόλας. Άρα αυτό που
έμενε ήταν να θυμηθώ.
Θυμάμαι, λοιπόν, τις εναγώνιες προσπάθειές μου βρω όσο
περισσότερα μεταφρασμένα βιβλία του Μπέλοου στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας πριν
πολλά πολλά χρόνια. Ώσπου το «Οι αναμνήσεις του Μόσμπυ» με διηγήματά του, το τελευταίο βιβλίο που
βρήκα μεταφρασμένο, μ’ έκανε να προσπαθώ να το διαβάσω όρθιος μέσα στο
λεωφορείο. Έστω κάποιες σελίδες του μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου. Έλα όμως
που τα φύλλα ήταν άκοπα, πράγμα ξεχασμένο σήμερα, και δεν μπορούσα να προχωρήσω
την ανάγνωση πέραν της πρώτης σελίδας. Αναγκαζόμουν να πετάγομαι τέσσερεις
πέντε σελίδες παρακάτω για να διαβάσω δυο σελίδες, μετά παρακάτω και ούτω
καθεξής. Δεν με πείραζε, ούτε με
απασχολούσε η συνέχεια της ιστορίας, αλλά απολάμβανα τη γραφή του. Στριμωγμένος στην πολυκοσμία του λεωφορείου, κρατημένος με το ένα χέρι απ’ τη
χειρολαβή και το άλλο με το βιβλίο μπροστά στα μάτια μου, αφού δεν μπορούσα ν' απλώσω το χέρι μου ούτε κατ’ελάχιστον, αφηνόμουν ανάμεσα σε επιβάτες
που το μόνο που επιθυμούσαν ήταν να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στα
σπίτια τους και στην αφήγηση του Μπέλοου, με την ελπίδα να φτάσω και εγώ γρήγορα σπίτι μου , να κόψω τα φύλλα του βιβλίου και μετά να το διαβάσω με την
ησυχία μου, μακριά από το αγριεμένο πλήθος του λεωφορείου.
Να μνημονεύεται Σολ Μπέλοου, ρε παιδιά. Δεν έχουμε και
πολλούς συγγραφείς ν’ ακουμπήσουμε πάνω τους.
Το κείμενο του Αναστάση Βιστωνίτη εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου