Δευτέρα, Νοεμβρίου 11, 2013

11.11.2013

Αφού βρέθηκε εδώ, κάτι έπρεπε να συμβεί. Όταν γράφεις ένα διήγημα, αφηγείσαι μια ιστορία, ένα γεγονός. Γι’αυτό  γράφει ο συγγραφέας, γι’αυτό διαβάζει ο αναγνώστης. Αλλά δεν ήταν δική του απόφαση, τι θα γίνει ή  πότε θα γίνει. Η απόφαση ήταν του συγγραφέα. Αυτός το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν ν’ακούει τους ήχους του ρολογιού από το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας. Ήξερε ότι είχε φτάσει το απόγευμα με το τραίνο, ήξερε ότι έβρεχε όταν έφτασε στο σταθμό, γνώριζε ότι βρισκόταν ξαπλωμένος, με τα ρούχα, στο κρεββάτι του ξενοδοχείου. Μόνο αυτά. Τα υπόλοιπα υπήρχαν στο μυαλό του συγγραφέα. Δεν του είχε εκμυστηρευτεί τίποτα, ούτε καν το σκελετό του διηγήματος, το πλαίσιο που λέμε. Μήπως ο συγγραφέας συνομιλεί, ρωτάει τα πρόσωπα της ιστορίας του;  Όχι, γιατί αν το έκανε θα είχαμε γεμίσει τα ράφια της βιβλιοθήκης μας με σπουδαία λογοτεχνία. Ο συγγραφέας είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της αφηγηματικής πράξης, όπως αναφέρεται από τους ειδικευμένους στη λογοτεχνική ακροβασία, ένας εγωιστής που νομίζει πως τα ξέρει όλα. Πόσες ιστορίες θα ήταν διαφορετικές, δεν ισχυρίζεται καλύτερες, αν έπαιρναν υπόψη τους την άποψη των προσώπων της ιστορίας τους; Κι ας απαντούν με έπαρση, συνεντευξιαζόμενοι, όταν  τους ρωτούν,  αν τους ακολουθούν οι ήρωες τους μετά το τέλος της ιστορίας, ναι, φυσικά. Εδώ σε θέλω μάστορα, στα δύσκολα, που αφήνεις τον ήρωά σου, μόνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, να ακούει τον ήχο από το ρολόι της εκκλησίας. Με τη βαλίτσα  του ακουμπισμένη δίπλα στο κομοδίνο, το φως του μπάνιου ανοιχτό, τη βρύση να στάζει εκνευριστικά, λες και το κάνεις επίτηδες, για να τον εκνευρίσεις περισσότερο, αφού ξέρεις ότι μια βρύση που στάζει είναι ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί, μετά την εγκατάλειψή τού ήρωά σου στην αρχή ενός διηγήματος. Αν ήταν στο χέρι του, επειδή δεν γνωρίζει το λόγο που βρίσκεται εδώ, θα έπαιρνε το τραίνο της επιστροφής την επόμενη μέρα, για να γυρίσει που; Ούτε αυτό γνώριζε. Επιτρέπεται ν' αναλάβει πρωτοβουλία και να συνεχίσει την δική του εκδοχή της ιστορίας; Δεν ήξερε αν στέκει αφηγηματικά, διότι το είδος των μυθιστορημάτων ή των διηγημάτων που είχε διαβάσει, δεν του έδιναν το δικαίωμα ή τη δυνατότητα να επέμβει νοηματικά στην εξέλιξή του κειμένου. Μήπως γι’αυτό η λογοτεχνία που διάβαζε, όπως χιλιάδες άλλοι, τη θεωρούσαν οι έγκυροι κριτικοί, αν καμιά φορά ασχολούνταν μαζί της, ελαφρά αναγνώσματα,  για να την καταδικάσουν τελικά; Αλλά και πάλι, αν το έκανε, θα ήταν ο πρώτος που θα έπαιρνε την ιστορία στα χέρια του. Κανένα άλλο αφηγηματικό πρόσωπο δεν τόλμησε ν’αμφισβητήσει την ηγεμονία του δημιουργού του. Θα ήταν ύβρις και γνώριζε πολύ καλά που θα κατέληγε. Από την άλλη πλευρά πως γνώριζε ότι ήταν το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας για να αναλάβει τέτοιο βάρος; Δεν είχε διαβάσει κλασικούς διηγηματογράφους, πχ τον Μπόρχες,  για να αντιληφθεί ότι το πρόσωπο που εισβάλει στις πρώτες γραμμές του διηγήματος, είναι ο πρωταγωνιστής του, αντλώντας επιχειρήματα από το κορυφαίο διήγημά του «Ο νότος» . Ούτε βέβαια τον Τζόυς που στο περίφημο διήγημά του, «Ο νεκρός», αναδεικνύοντας τη μεγαλοφυία του, ο πρωταγωνιστής εμφανίζεται δυο-τρεις σελίδες πριν από το τέλος. Ας προσθέσουμε στα επιχειρήματά μας, το σπουδαίο Έλληνα συγγραφέα, Τόλη Καζαντζή, που στο υπέροχο διήγημά του «Η κυρα- Ελισάβετ» η πρωταγωνίστρια εισβάλει από την πρώτη λέξη. «Στης κυρα-Ελισάβετ έγινε πάλι σκοτωμός», γράφει, ανατρέποντας τις αναγνωστικές μας συμβάσεις. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να περιμένει, στο ασφυκτικό πλαίσιο μιας παραγράφου, τη συνέχεια. Αλλά για πόσο; Βέβαια ο αφηγηματικός χρόνος δεν είναι ίδιος με το βιωματικό χρόνο. Μπορεί ο αφηγηματικός χρόνος να ήταν ελάχιστος, τόσος όσο να διαβαστεί μια σύντομη παράγραφος, αλλά ο βιωματικός του χρόνος ήταν αρκετός. Είχε φτάσει το απόγευμα με βροχή. Ήπιε ένα καφέ στην καντίνα του σταθμού, ρώτησε τον υπάλληλο ή τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού, ούτε τον ένοιαζε η ιδιότητά του, που βρίσκεται το ξενοδοχείο «Το φιγουρίνι», έφτασε εκεί με τα πόδια, γιατί ήταν καμιά τρακοσαριά μέτρα από το σταθμό, ο κουστουμαρισμένος υπάλληλος της ρεσεψιόν επιβεβαίωσε την κράτησή του, πήρε το κλειδί του δωματίου και ανέβηκε με τα πόδια στο δεύτερο όροφο. Ακούμπησε τη βαλίτσα του, όπως γράφτηκε, δίπλα στο κομοδίνο, κλειστή, άναψε το τσιγάρο του, άνοιξε την μπαλκονόπορτα,  περίπου τριάντα πόντους, τράβηξε την κουρτίνα για να μη τη σπρώχνει προς το μπαλκόνι ο αέρας, που είχε αντικαταστήσει την βροχή, είδε την εκκλησία απέναντι, και κατέβηκε για φαγητό στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Ένα εστιατόριο με δέκα τραπέζια, στρωμένα με άσπρα τραπεζομάντηλα, ένα μικρό βάζο στο κέντρο του, στολισμένο μ’ένα τριαντάφυλλο, ελαφρά μαραμένο. Παράγγειλε «Σαλάτα του Καίσαρα» και φιλέτο χοιρινό με σάλτσα μανιταριών. Ήπιε ανθρακούχο νερό και, παραδόξως, κάπνισε, πράγμα που απέφευγε μετά το φαγητό. Πλήρωσε και ανέβηκε στο δωμάτιο.  Όλα αυτά είχαν συμβεί, αλλά δεν καταδέχτηκε να τα αφηγηθεί ο επηρμένος συγγραφέας, ο οποίος θα τα περιέγραφε πολύ καλύτερα, λόγω γνώσης και συγγραφικής εμπειρίας. Προτίμησε να τον στείλει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μέσα σε μια μικρή παράγραφο. Φυλακισμένος αφηγηματικά, περίμενε τον παντογνώστη δημιουργό να του δώσει διέξοδο . Δεν μπορούσε παρά να περιμένει. Να ακούει τον ήχο του ρολογιού και να περιμένει. Δεν μπορεί κάτι έπρεπε να συμβεί. Τι  είχε κάνει τον συγγραφέα να σταματήσει το διήγημα στην πρώτη ολιγόλεκτη παράγραφο. Και που ήξερε ότι ήταν παράγραφος και δεν θα υπήρχε συνέχεια; Αυτά ήταν όμως φιλολογικά ερωτήματα, αυτός δεν έχει ιδέα από αυτά και δεν ήθελε να κουράζει το μυαλό του με τέτοιες σκέψεις. Θα ήθελε ν' ανάψει κι άλλο τσιγάρο και να βγει στο μπαλκόνι. Φεγγάρι δρεπανοειδές δεν υπήρχε, ούτε αλλουνού σχήματος, αλλά μια αστροφεγγιά έντονη, τώρα πια, κυριαρχούσε. Η πόλη ήταν ήσυχη, οι δρόμοι έρημοι, εκτός από κάποια αυτοκίνητα που διέκοπταν τη νυχτερινή ηρεμία. Κάποιο προσχέδιο, σκεφτόταν, θα υπήρχε, δεν μπορεί, κανένας συγγραφέας δεν ξεκινάει να γράφει δίχως να έχει έστω ένα σκελετό της ιστορίας του. Μπορεί να μην είναι επεξεργασμένο στην παραμικρή του λεπτομέρεια, να μην είναι ολοκληρωμένο, αλλά η κεντρική ιδέα σίγουρα υπήρχε. Αν ήξερε σε τι είδους ιστορία είχε εμπλακεί, ίσως να μπορούσε να κάνει κάτι, από το να μένει ξαπλωμένος στο κρεββάτι του ξενοδοχείου και να ακούει τα χτυπήματα του ρολογιού, με την επιθυμία να καπνίσει ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Αλλά να κάνει τι ένας «χάρτινος» ήρωας; Το μόνο που μπορούσε ήταν να κάνει υποθέσεις. Αν ήταν ο ήρωας μιας ερωτικής ιστορίας, ίσως να είχε φτάσει εδώ για να ξεκαθαρίσει παλιούς λογαριασμούς. Μπορεί η εξέλιξη να μην ήταν βίαιη, σκεπτόμενος τη λέξη «ξεκαθαρίσει», εκεί τον οδηγούσε το μυαλό του, εννοώντας την αμφισημία κάποιων προσωπικών υποθέσεων, και όλα να έληγαν μ’ ένα  χάπυ εντ. Αν ήταν ήρωας κάποιας αστυνομικής ιστορίας, τότε τα πράγματα άλλαζαν. Εδώ δεν μπορούσε να σκεφτεί, καν, την εξέλιξη της ιστορίας του, γιατί οι αστυνομικές ιστορίες, συνήθως έχουν απρόβλεπτο τέλος, το οποίο δεν φαινόταν ικανός να διεκπεραιώσει. Τον βασάνιζε η έκφραση «έφτασε στο σιδηροδρομικό σταθμό, απόγευμα, δίχως κανένας να τον περιμένει». Ένας άνθρωπος μοναχικός, σ’ένα διήγημα, δεν μπορεί παρά να είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ας ξεχάσουμε τους δασκάλους. Στηριγμένος στην αφηγηματική σύμβαση, έδωσε λύση στο βασικό πρόβλημα που τον βασάνιζε. Σ’αυτόν στηριζόταν η ιστορία. Κάτι ήταν κι αυτό. Όταν βρίσκεσαι φυλακισμένος σε μια πρόταση σαν αυτή « Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, άφησε τη βαλίτσα του, κλειστή, δίπλα στο κομοδίνο. Ξάπλωσε με τα ρούχα, άναψε τσιγάρο, ενώ έξω ακούγονταν οι χτύποι από το ρολόι του κωδωνοστάσιου», δεν μπορεί ο συγγραφέας να σε εγκαταλείψει. Πρέπει να στηριχθεί πάνω σου, δεν εμφανίζεσαι από το πουθενά της ανωνυμίας, δίχως να κουβαλάς πάνω σου το βάρος της αφηγηματικής ύπαρξης.  Αφού λοιπόν δεν μπορούσε να μπει στο μυαλό του δημιουργού του, γνωρίζοντας ότι μόνο ο συγγραφέας-δημιουργός μπορεί να μπει στο μυαλό του ήρωά του και να κατευθύνει τις πράξεις του, να κάνει ορατή τη συνείδησή του , έπρεπε να ανακαλεί, διαρκώς, τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του. Ποια ήταν αυτά; Η άφιξή του στην πόλη και η κατάλυση στο ξενοδοχείο. Όλα τακτοποιημένα, αφηγηματικά, ο συγγραφέας τα είχε σχεδιάσει αλλά δεν τα είχε καταγράψει. Σκατά. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τη συνέχεια της ύπαρξης του, χωρίς το μυαλό του συγγραφέα. Ήταν δημιούργημά του, άθυρμα στα χέρια του. Συνέχισε να καπνίζει ακούγοντας τους χτύπους του ρολογιού από το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας.
Το μόνο που άλλαξε ήταν ένα σύννεφο που κάλυψε για λίγο την όρασή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: