Κυριακή, Φεβρουαρίου 28, 2010

ΜΕΡΕΜΕΤΙΑ

Να γράψω, λοιπόν, για την Ιωάννα. Κατ’αρχήν τι γνωρίζω γι’αυτήν. Μετά να βάλω φανταστικά στοιχεία για να ολοκληρώσω ή καλύτερα να μαντέψω τη ζωή της. Αλλά το σημαντικότερο είναι να βρω τι είναι εκείνο που θα κάνει την αφήγηση της ζωής της ή ενός γεγονότος της ζωής της, ενδιαφέρον. Εγώ να μεταποιήσω τα ασήμαντα και τετριμμένα, να επιλέξω ή να κατασκευάσω τα επίλεκτα σημεία, αλλά αν αρέσει στους ακροατές ή τους αναγνώστες δεν εξαρτάται αποκλειστικά από μένα. Πρέπει να βάλει κι εκείνη το χεράκι της.
Όταν λοιπόν γράφουμε μια ιστορία, αυτά που εξιστορούμε είναι τα προσωπικά βιώματά μας, ο τρόπος κατανόησης της θέσης μας στον κόσμο, είτε παραλλαγμένα με το προσωπείο κάποιου άλλου, αφού, ως εγωιστές, δεν θέλουμε να εκθέτουμε το εαυτό μας δημόσια, είτε ως ειλικρινείς, παραθέτοντας τις συμβάσεις του βίου μας, όπως ακριβώς τις αντιλαμβανόμαστε, γυμνές μπροστά στον αδηφάγο καθρέφτη του λευκού χαρτιού. Μπορούμε, όμως, να αφηγηθούμε ιστορίες που επινοήσαμε. Σ’αυτές, ο αφηγητής, όσο κι αν προσπαθεί να φανεί αμέτοχος στην ιστορία που αφηγείται, χρησιμοποιώντας επιδέξια όλους τους γραμματολογικούς κανόνες που διαθέτει, προσθέτει τις δικές του εμπειρίες και τη ματιά του, γιατί λέω, δεν μπορεί όσο ικανός κι αν είναι, έστω αυτό που ονομάζουμε μεγάλος συγγραφέας, να μπορεί να μας μιλήσει για κάτι, χωρίς να βάλει κομμάτια του ευατού του, στην ιστορία που διάλεξε να μας αφηγηθεί.
Ας δούμε τα παραδείγματα διηγηματογράφων, τον Βιζυηνό ή τον Παπαδιαμάντη, ας πούμε, που θεωρούνται θεμελιωτές της διηγηματογραφικής γραφής στην Ελλάδα. Ότι έγραψαν, περιέγραψαν, είναι ότι άκουσαν οι ίδιοι, είδαν με τα μάτια τους, παρατήρησαν, διατήρησαν στη μνήμη τους, και κατάφεραν να το μεταφέρουν στους άλλους με την λογοτεχνική τους ματιά. Τι άλλο είναι τα διηγήματα των μεγάλων συγγραφέων, ας πούμε, , του Τσέχωφ, του Σάλιντζερ, του Μέλβιλ, του Καλβίνο, από μια διείσδυση στον εσωτερικό τους κόσμο, που προσπαθώντας να τον απαλλάξουν από τους δαίμονές τους, έφτιαξαν αυτά τα λογοτεχνικά διαμάντια, που διαβάζοντάς τα, αναγνωρίζουμε τη δική μας πραγματικότητα στην οποία δεν μπορούμε να βάλουμε κάποια τάξη. Για ποιον μίλησαν άραγε, ο Χατζής, ο Χάκκας, ο Ιωάννου, ο Καζαντζής, ο Θεοφίλου, ο Φάις, ο Σωτηρίου, ο Σκαμπαρδώνης, για να ρθω στον οικείο χώρο; Η κρίσιμη απάντηση, ότι μιλώντας για τον εαυτό τους, μίλησαν εκ μέρους χιλιάδων άλλων, αποτύπωσαν την ατμόσφαιρα μιας εποχής, συμπύκνωσαν σε μερικές σελίδες όνειρα και απογοητεύσεις της γενιάς τους, ή μιας κοινωνικής ομάδας, κατέγραψαν κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές μιας ιστορικής περιόδου, μου φαίνεται αρκετά εγωιστικό και υπερφίαλο.
Γιατί λοιπόν να προσπαθήσω να μιλήσω εκ μέρους των άλλων, λές και δεν μπορούν να το κάνουν οι ίδιοι; Να γίνω ο εκπρόσωπός τους, χωρίς την άδειά τους, αν πρώτα δεν τους βάλω σ’ένα καλούπι, για να πουν και να πράξουν τα ανομολόγητα του καθημερινού τους βίου, σχεδιασμένο με υλικά που περιορίζουν την ατομικότητά τους, την ιδιαιτερότητά τους, να αναδείξω, δήθεν, αυτό που οι ίδιοι αποφεύγουν ν’αναδείξουν, λες και θέλουν να κατακτήσουν την αιωνιότητα δια της γραφής. Ρώτησε κανένας, την Φραγκογιαννού, αν ήθελε να καταγραφούν οι πράξεις της, ώστε σήμερα να δικάζεται από δικαστικούς, και να εξετάζεται η παθολογική της κατάσταση από ψυχολόγους, την κυρά Λισάβετ για τα βάσανα που πέρασε, ώσπου να παντρέψει τις κόρες της ή αν ήθελε ο Σέυμουρ να βρισκόμαστε κοντά του τη στιγμή της αυτοκτονίας του ή τον Αμαντέο να πληροφορηθούμε την περιπέτειά του, και τόσοι άλλοι ........
Μα ήταν υπαρκτά πρόσωπα; Αμέ ήταν. Μπορεί να μην ήταν αυτοί που κατεξοχήν περιγράφονται, αλλά κάποιοι άλλοι που δάνεισαν, ερήμην τους, τον εαυτό τους, δίχως να ρωτηθούν. Ποια πνευματικά δικαιώματα λοιπόν. Σε ποιον ανήκουν, ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της ιστορίας; Αυτός που τη γράφει ή αυτός για τον οποίο γράφεται η ιστορία. Ούτε λόγος γι’αυτούς που επιμένουν ότι πρέπει να μιλάμε για γλωσσικούς ήρωες, συνεπώς μιλώντας για λογοτεχνία μιλάμε για τη γλώσσα. Γιατί, όμως, μιλάμε για την Μποβαρύ, την Καρένινα, την κυρία ντε Ρενάλ, τη Ναστάσια Φιλίπποβνα; Ξεφεύγω και θα αποκαλυφθεί η αγραμματοσύνη μου. Γρήγορα, επιστροφή στα χωρικά μου ύδατα, άκρη-άκρη στην παραλία, πλατσουρίζοντας.
Μου πέφτει λόγος να γράψω για την Ιωάννα; Μου πέφτει λόγος για τη ζωή της; Για κάτι που έκανε, ώστε να γράψω την δική μου εκδοχή για τις πράξεις της; Γνωρίζω ελάχιστα πράγματα γι’αυτήν. Μαντεύω ότι είναι, περίπου, πενήντα-πέντε χρονών, μέτριου αναστήματος, με γαλανά μάτια, που δεν στοχεύουν στο πρόσωπο όταν σου μιλούν, μαλλιά κοντά, ξανθά, με ρίζες γκρίζες που μαρτυρούν το βάψιμο, παντελόνι, που αφήνει ν’αναδεικνύεται η κοιλιά που φουσκώνει ελαφρά, περιποιημένο πρόσωπο όπου κι αν την συναντήσεις. Της αρέσουν οι φωτογραφίες, φωτογραφίζει ότι δει, φωτογραφίζεται διαρκώς, δουλεύει στο κτηματολόγιο, ζει μόνη της με τον σκύλο της τον Παντελή, παντρεύτηκε αλλά χώρισε μετά πέντε χρόνια, δίχως παιδιά, μένει στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας στην Αγ.Αικατερίνη, πηγαίνει όπου υπάρχουν συνεστιάσεις συλλόγων και ομάδων.
Μου φτάνουν αυτά για να γράψω κάτι για την ζωή της; Το βιογραφικό υλικό είναι ανεπαρκές, πρέπει να το γεμίσω. Να κλέψω τις ζωές κι άλλων. Υπαρκτών και ανυπάρκτων. Κλέφτης της ζωής των άλλων; Βαριά κουβέντα, αλλά αληθινή. Αλλά όλα αυτά είναι αληθινά, είναι φαντασία δική της, είναι η φαντασία μου, είναι σύνθεση πραγματικών και φανταστικών γεγονότων, δικών μου ή δικών της;
Τι εννοώ; Επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τόσους πολλούς ανθρώπους, έστω κι αν ο κοινωνικός μας κύκλος είναι αρκετά μεγάλος, αναρωτιέμαι ποιος συγγραφέας έχει τόσες γνωριμίες και εμπειρίες για να γεμίσει τα βιβλία του με δικές του εμπειρίες. Μπροστά στο αδιέξοδο, ο συγγραφέας, αρχίζει να κλέβει λογοτεχνικούς ήρωες. Όχι βέβαια μεταφέροντας ακριβώς τις λογοτεχνικές του αναγνώσεις, αυτούσιες μέσα στις ιστορίες που γράφει, αλλά με τις αναμνήσεις του από τα διαβάσματά του. Διαβάζοντας μια ιστορία εκείνο που μένει είναι η ατμόσφαιρα της, δίχως τις λεπτομέρειες της, αλλά με τη γεύση της. Μια ιστορία φτιάχνεται με τα υλικά της που είναι οι λέξεις, αλλά κανείς δεν θυμάται λεπτομέρειες, και αν θυμάται κακό κάνει του ευατού του, γίνεται ένας σχολαστικός φιλόλογος. Τα υλικά που είναι φτιαγμένο ένα δημιούργημα, ένα γευστικό φαγητό, παραδείγματος χάριν, το ζητάμε για τη γεύση που μας αφήνει, για τη γευστική ικανοποίηση που προσφέρει, όχι για τα υλικά που είναι φτιαγμένο. Η αναγνωστική γεύση μιας ιστορίας μπορεί να οδηγήσει στην επινόηση μιας άλλης ιστορίας. Η πρακτική πλευρά της της αφήγησης, το λεκτικό της στοιχείο, η γλώσσα, μπορεί να αγνοηθεί ή να πέσει στην λήθη, αλλά κατά ένα ανεξήγητο λόγο μπορεί να μας προσφέρει υλικά, για τη δική μας αφηγηματική προσπάθεια. Είμαστε λοιπόν αυτό που διαβάσαμε, γι’αυτό όταν γράφουμε, η ιστορία που διηγούμαστε, ποτέ δεν είναι η ιστορία του ήρωα, αλλά η δική μας εκδοχή για τη λογοτεχνική ιστορία. Φτιάχνοντας την ιστορία ενός ήρωα, βγάζουμε τον ήρωα μας από την μίζερη πραγματικότητα και τον τοποθετούμε στη λογοτεχνική πραγματικότητα, όπου μπορούμε να διηγηθούμε αυτά, που στην καθημερινότητα δεν τολμούμε, γιατί η πραγματική ζωή μισεί την διαφορετικό, κατασπαράζει το μη αποδεκτό, παράλληλα γοητεύεται γι’ αυτό που συμβαίνει σ’έναν κόσμο διαφορετικό από το δικό της, άσχετα αν συγκινείται ή μένει αδιάφορη από τα πάθη του ήρωα.
Όταν λοιπόν βγει η Ιωάννα από τον κόσμο του πραγματικού, αποκτήσει λογοτεχνική υπόσταση, η ύπαρξή της υπερβαίνει την αντιληπτή πραγματικότητα, γίνεται νοητική «πραγματικότητα». Αυτό της δίνει μια ελευθερία, να κάνει πράγματα που δεν θα πραγματοποιούσε ποτέ στη ζωή της. Μπορεί ακόμα να ονειρεύεται, ότι θα βρεθεί λίγο πριν από τη σύνταξή της, μαζί με κάποιον που θα της προσφέρει αυτό που τόσο στερήθηκε στη ζωή της, να νοιώσει ασφάλεια και γαλήνη. Κάποιος που θα την καλέσει να βγουν μαζί, να ακουμπήσει στην αγκαλιά του, να νοιώσει τη μυρωδιά του ανδρικού σώματος, να ταξιδέψει εκεί που δεν τολμούσε να σκεφτεί ότι θα φτάσει.
Να γίνω, λοιπόν, αυτόκλητος εξομολόγος της; Να εκφορτίσει τη ζωή της στις πλάτες μου και άντε εγώ να συμμαζέψω τ’ασυμμάζευτα. Να μου πει για τον αδελφό της, δημοσιογράφο στη «Ροδιακή», που δεν νοιάζεται καθόλου, ακόμα και στην εγχείρηση που έκανε στη χολή, δεν είναι τίποτα, της είπε, συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους, ούτε που πάτησε το πόδι του στο νοσοκομείο, έχω κανονίσει με τους γιατρούς της παράγγειλε, την προηγούμενη μέρα της επέμβασης, ευτυχώς που βρέθηκε η Λένα, συγκάτοικος στην πολυκατοικία, να της φέρει καθαρά εσώρουχα, νυχτικές καθαρές, μια βδομάδα έκατσε στο νοσοκομείο, μπας και θέλει να με γηροκομήσει, με το αζημίωτο φυσικά, κανά δυο συνάδελφοι πήραν τηλέφωνο, πως πας καλά, αυτό ήταν ξεμπέρδεψαν με την υποχρέωση. Να μου πει για τον Παπαδημητρίου, που της φορτώνει συνεχώς δουλειά, σε τέτοια ηλικία, γιατί κάνει τα γλυκά μάτια στην Λεοντίου, μια συνάδελφο που τα θέλει ο κώλος της τα σιρόπια, αν και παντρεμένη μ’ένα καλό παιδί που δουλεύει στο λογιστήριο της ΒΑΠ, με δυο παιδιά, παλληκαράκια, πάντα περιποιημένη και στολισμένη, λες και πάει σε δεξίωση, για τον αχαίρευτο τον πρώην άντρα της που τις προάλλες είχε το θράσος, μετά από τόσα χρόνια, να απαιτήσει μερίδιο από το σπίτι που έμενε, πεταμένος από τη συμβία του στο δρόμο, μαζί το πήραμε, της είπε στο τηλέφωνο, δεν τόλμησε να πατήσει το πόδι του στο σπίτι, τουλάχιστον τα χρόνια που πλήρωνα τις δόσεις, πρόλαβε να πει, πριν του κλείσει το τηλέφωνο. Να μου πει για τον Γιάννη της, τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, που τον σπίτωσε και κείνος δεν της ανέφερε καν ότι ήταν διωγμένος από τη γυναίκα του, στη Σύμη, με δυο παιδιά, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η ασφάλεια της οικογενειακής ζωής, τι ζωή δηλαδή, δυο μαγκούφηδες να πηγαίνουν μόνοι τους για φαγητό, για ψώνια στο SUPER MARKET, να πίνουν τον καφέ τους στο μπαλκόνι, τα καλοκαιρινά δειλινά, με τις μυρωδιές από τις τριανταφυλλιές να τυλίγουν τη μοναξιά τους, να μην της πει τίποτα, ο αλήτης, κι αυτή να του μιλάει ακατάπαυστα, ακουμπισμένη στην αγκαλιά του, για τη ζωή της στο χωριό, από κει είχε ξεκινήσει, για τους νεανικούς της έρωτες, για το γάμο της, τις απέλπιδες προσπάθειες να κάνει ένα παιδί, τον χωρισμό της. Δεν μπορούσα να τον υποφέρω, έλεγε στο Γιάννη, τα μάτια της γίνονταν υγρά όπως τα χείλη της, ακόμα και το κόκκινο των χειλιών της προσπαθούσαν ν’αντιγράψουν, αλλά συγκρατιόταν, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βγαίνει με τους φίλους του, δημόσιες σχέσεις τις αποκαλούσε, πως νομίζεις βγαίνει το μαγαζί, ρωτούσε, γυρνούσε μεθυσμένος τα χαράματα, εκείνη με τον καιρό σταμάτησε να τον περιμένει, έπινε ένα ηρεμιστικό, το πρωί είχε πολύ δουλειά, δεν μπορούσε να πηγαίνει ξάγρυπνη, είχε τον μαλάκα τον Παπαδημητρίου να της φορτώνει συνέχεια δουλειά.
Αλλά τι είναι αυτό που κάνει την ιστορία της ξεχωριστή, άξια να την αφηγηθώ, δηλαδή να την καταγράψω, να αποκοπεί από τα δεσμά της ομοιομορφίας και της ισοπέδωσης. Ποιο είναι το κριτήριο της επιλογής της ανάμεσα σε τόσες άλλες ιστορίες; Από την άλλη πλευρά μήπως η καταγραφή μιας ιστορίας, δεν είναι τίποτα άλλο από μια διέξοδο στη μοναξιά του συγγραφέα, ένα άλλοθι στην επιμονή του ότι μπορεί να τα βάλει με τη μέσα ύλη του, να παραπλανήσει τον αναγνώστη φορώντας περούκες, όπως γράφει ο Μηλιώνης, στα πρόσωπά του, ακόμα και ο ίδιος, κλεισμένος το βράδυ στην κάμαρά του, μελετώντας τα πρόσωπα που τη μέρα σε πικραίνουν ή σε εξοργίζουν, όπως ισχυρίζεται ο Ιωάννου, συνεχίζοντας το συλλογισμό μου;
Όλα αυτά στην καμπούρα της Ιωάννας; Εγώ που απεχθάνομαι την εξουσία, που δεν μπορώ να επιβάλω κανόνες σε κανένα, πως θα μπορέσω να ορίσω, να επανατοποθετήσω, να αναδιατάξω, φαντάσου να ψυχογραφήσω, γίνεται κι αυτό, έστω με τη μάσκα του λογοτεχνήματος, τη ζωή κάποιου άλλου, για να μη πω τη ζωή κάποιων άλλων; Είναι νόμιμο, θεμιτό αυτό, ταιριάζει με την εικόνα του συγγραφέα, ως εκτιμητή της ελευθερίας, διακινητή των πιο ακραίων φιλελεύθερων ιδεών, υπερασπιστή της ιδιωτικής ζωής, ακραιφνή κατήγορο της θεότητας του βλέμματος;
Εντάξει να το ρισκάρω, να εμπιστευτώ τα λεγόμενά της, την έμπνευσή μου, τα διαβάσματά μου και να το τολμήσω. Να λεηλατήσω τη ζωή της, που μου εμπιστεύτηκε, τέτοιο κάθαρμα που είμαι. Αν όμως το ενδιαφέρον βρίσκεται σε κείνη τη φωτογραφία, που επιμελώς αποκρύπτει να μου μιλήσει γι’αυτήν, συγκεκριμένα για αυτόν που κάθεται δίπλα της, ξαπλωμένος στο χορτάρι, αφήνοντας το βάρος του σώματός του να πέφτει στον αγκώνα του, το κεφάλι του ελαφρά ακουμπισμένο στο στήθος της. Εκείνη δεν φαίνεται δυσαρεστημένη, αντιθέτως χαμογελά, εξοικειωμένη καθώς είναι στο φακό.
Η Ιωάννα πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα, δεν υπάρχει στη φωτογραφία καμμία χρονολογική ένδειξη, τα μαλλιά της μακριά, στο φυσικό τους χρώμα, καστανά, φοράει φουστάνι μπλε σκούρο, τα παπούτσια της είναι αθλητικά, γεγονός που δείχνει ότι ή πεζοπορία έχει προαποφασιστεί. Στο πλάνο δεν διακρίνεται τίποτα άλλο, πέρα από τα δένδρα πίσω τους, που εμποδίζουν να αντιληφθείς την τοποθεσία. Ο άγνωστος, γράφω δε άγνωστος, γιατί δεν εμφανίζεται ξανά στις αναρίθμητες φωτογραφίες που μου έδειχνε τ’απογεύματα, όταν την επισκεπτόμουν, μετά τη γνωριμία μας στη εκδήλωση των βιοτεχνών Ρόδου, φοράει σακκάκι σκούρο καφέ, παντελόνι κλασικό με πένσες, τα δερμάτινα παπούτσια του δίχως κορδόνια, περιέργως, δείχνουν να πιάστηκε απροετοίμαστος. Δεν φαίνεται πάνω από σαράντα χρονών, αλλά η αραίωση των μαλλιών του, αποκαλύπτει ένα δυσανάλογο με το πρόσωπο μέτωπο, που του προσθέτει χρόνια.
Στις φωτογραφίες δεν την έχω ξαναδεί μ’αυτό το φόρεμα, και από αυτή την ηλικία που φαίνεται η Ιωάννα στη φωτογραφία, έχουν τραβηχτεί πολλές. Άλλωστε δεν είναι μανιώδης καταναλωτής ρούχων. Σε πολλές φωτογραφίες που έχουν χρονολογική ένδειξη, μπορείς να δεις οτι ενδυματολογικά δεν έχει αλλάξει για μεγάλες χρονικές περιόδους. Βέβαια παραμένουν δυο ερωτήματα από τα οποία το ένα έχει, μάλλον, απαντηθεί. Το ότι δεν υπάρχει χρονολογική ένδειξη, ενώ σε όλες τις άλλες φωτογραφίες υπάρχει, αλλά κυρίως η ερασιτεχνική λήψη, και εννοώ η εστίαση των εικονιζόμενων, δείχνει ότι ο φωτογράφος δεν βρίσκεται κάτω από την επαγγελματική καθοδήγηση της Ιωάννας. Αφήνει ένα κενό αριστερά στη φωτογραφία, στριμώχνοντας, ας το ονομάσω ζευγάρι, λόγω οικονομίας, στα δεξιά, αναδεικνύοντας σαν πρωταγωνιστή στο κάδρο, τον άγνωστο άντρα. Είμαι πεπεισμένος ότι η φωτογραφία δεν έχει τραβηχθεί από τη φωτογραφική μηχανή της Ιωάννας. Ακόμα δε, η ποιότητα των χρωμάτων είναι εμφανώς καλύτερη από τις δικές της. Εδώ ας κάνω μια παρένθεση για να αναφέρω ότι η Ιωάννα, φαίνεται, να μην ενδιαφέρεται για την ποιότητα της φωτογραφίας, αλλά για το εικονιζόμενο γεγονός. Έχοντας λυμένο το πρώτο ερώτημα, ότι η φωτογραφία δεν προέρχεται από τη φωτογραφική μηχανή της Ιωάννας, αναρωτιέμαι γιατί η Ιωάννα δεν χρησιμοποίησε τη δική της φωτογραφική μηχανή, για την συγκεκριμένη έξοδο. Προς χρήσιν ποιου καταναλώθηκε η φωτογραφία;
Έρχομαι στο δεύτερο και πιο ουσιώδες. Γιατί δεν μου μίλησε ποτέ γι’αυτόν τον άνθρωπο; Τι προσπαθεί να κρύψει; Μήπως όλα τα ορατά και ειπωμένα είναι αιτιάσεις της μυστικής ζωής; Ως γνωστόν ζούμε δυο ζωές, ταυτόχρονα, αυτή που γνωρίζουν όλοι, ή τελοσπάντων, αυτοί που βρίσκονται κοντά μας, από τις πράξεις και τα λόγια μας, και την άλλη, τη μυστική, όπου μαζεύουμε κάθε μέρα τα ανομολόγητα και ιερά, που ούτε είπαμε, πολύ δε περισσότερο πράξαμε, αλλά μας βοηθούν σε ανασυντάξεις, ενίοτε δε, σε παραιτήσεις. Ευτυχείς αυτοί που καταφέρνουν να γράψουν γι’αυτή τη μυστική ζωή, να τη φωτίσουν, ώστε οι παραλήπτες, όσοι δεήσουν να σκύψουν πάνω της, γνωρίζοντας τα καθέκαστα, να παρηγορηθούν από αυτά τα λόγια τα καθαγιασμένα , αφού θα καταλάβουν ότι δεν είναι οι μόνοι που βασανίζονται από περιφορές και ατελέσφορα τολμήματα.
Γιατί τα γράφω εγώ αυτά; Όχι βέβαια, επειδή είμαι κάποιος, ματαιόδοξος, επίδοξος συγγραφέας, που τέτοια μεγαλεία σ’αυτή την ηλικία, με τέτοια υλικά που είμαι φτιαγμένος, με τέτοια εφόδια που έχω στις αποθήκες της γνώσης μου, αλλά γιατί μ’ αυτά τα σφραγίσματα, τα μερεμέτια, προσπαθώ να διορθώσω το ασύντακτο δρομολόγιο της ζωής μου. Αλλά αυτό δεν γίνεται, προσποιούμενος τoν καθοδηγητή της ζωής των άλλων, έστω κι αν αυτοί ζούν μόνο μέσα στις αφηγήσεις. Γίνεται με μιλήματα φανερά, με ομολογίες, με επώδυνες αναρριχήσεις, επώδυνες κατακριμνήσεις, με τις έσχατες παλινδρομήσεις του αδήλωτου κουβαριού που λέγεται ψυχή.



Πέμπτη, Φεβρουαρίου 25, 2010

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ!!!

Για κάποιον ανεξήγητο, για μένα, λόγο, οι σύνδεσμοι του ιστολογίου μεταφέρθηκαν στο κάτω μέρος των αναρτήσεων.
Είμαστε, όμως, όλοι μαζί, όπως παλιά, μόνο που αλλάξαμε θέση. Όποιος γνωρίζει και θέλει να βοηθήσει για την επάνοδο στην προτεραία θέση, ας το πράξει.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22, 2010

ΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΧΑΒΑΛΕ(ΔΕΣ)

 Super market "Carrefour"
"Η κυρία Χαβαλέ να μας δώσει μια τιμή, παρακαλώ", επαναλαμβάνω, "Η κυρία Χαβαλέ να μας δώσει μια τιμή, παρακαλώ".

Αντ'αυτής οι κύριοι Χαβαλέ(δες), εν χορώ:
"Εμείς που υπογράφουμε αυτό το κείμενο έχουμε επί χρόνια συνεργασία με τον Σταύρο Πετσόπουλο και τις Εκδόσεις Άγρα και γνωρίζουμε όχι μόνο τη σπουδαία συμμετοχή τους στα γράμματα αλλά και τις εργασιακές συνθήκες απόλυτου σεβασμού του προσώπου των εργαζομένων και των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων τους που από την ίδρυση του εκδοτικού οίκου επικρατούν σ' αυτόν.

Τις τελευταίες μέρες με οργή και θλίψη διαπιστώνουμε ότι με αφορμή την απόλυση εργαζομένου από τον εκδοτικό οίκο, υπό συνθήκες που ασφαλώς θα κριθούν από τα δικαστήρια, ο εκδοτικός οίκος επιχειρείται να εμφανιστεί ως διώκτης των συνδικαλιστικών ελευθεριών που εκφοβίζει και απολύει εργαζόμενους".
Τίποτα δεν είναι αναληθέστερο από τους παραπάνω ισχυρισμούς και γι' αυτό αισθανόμαστε την ανάγκη να προβούμε σε δημόσια δήλωση για να προστατέψουμε τις Εκδόσεις Άγρα από τη συκοφάντηση και το διασυρμό.
Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, συγγραφέας, ομοτιμος καθηγητής ΑΠΘ
ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, συγγραφέας, καθηγ. Πανεπιστημίου Αθηνών
ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ, συγγραφέας
 ΕΛΓΚΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ
 ΛΕΩΝΙΔΑΣ Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ιστορικός
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, συγγραφέας, δημοσιογράφος, επιμελ. κειμένων
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, συγγραφέας, διευθυντής ΜΙΕΤ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ, σκηνοθέτης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ, συγγραφέας, καθηγητής Παντείου
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗΣ, ζωγράφος
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΣΑΡΡΗΣ, γιατρός, ζωγράφος
ΑΛΕΚΟΣ ΒΛ. ΛΕΒΙΔΗΣ, ζωγράφος
ΑΛΕΞΗΣ ΚΥΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ζωγράφος
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, συγγραφέας, μεταφραστής, σκηνοθέτης
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ, ψυχίατρος, συγγραφέας, μεταφραστής
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΔΕΛΙΑΛΗΣ, γραφίστας, ιδρυτής Μουσείου Design
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΡΟΜΗΛΑ, συγγραφέας, ιστορικός
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΓΑΠΗΤΟΣ, συγγραφέας, βυζαντινολόγος, καθηγ. Πανεπιστημίου Κύπρου
ΑΝΤΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ, μεταφραστής, επιμελητης εκδόσεων, δημοσιογράφος
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΩΚΟΣ, καθηγητής ΑΠΘ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ, συγγραφέας, δημοσιογράφος
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΤΑΤΑΣ, συγγραφέας, καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ, συνθέτης
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΠΑΚΙΡΤΖΗΣ, βυζαντινολόγος
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΠΑΚΙΡΤΖΗ, βυζαντινολόγος
ΠΑΡΙΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ, φωτογράφος
ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ, συγγραφέας, σκηνοθέτης
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ, συγγραφέας, καθηγητής ΑΠΘ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ, συγγραφέας
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ, ποιητής

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2010

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Δυστυχώς, για όλους μας, οι άλλοι τα λένε καλύτερα από μένα.

Μεσημέρι 20.02.2010

Κυριακή, Φεβρουαρίου 14, 2010

ΑΓΙΟΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ

Κάποιοι πιστεύουν πως έχω τρελλαθεί για τα καλά και, για κάμποσο καιρό αμφέβαλα κι εγώ αν τα είχα τετρακόσια. Συνεχίζω να συμπεριφέρομαι παράξενα, αλλά έχω καταληφθεί από ένα είδος έκστασης, τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Είμαι λες ιδιότροπος, αλλά μια γωνιά του μυαλού μου παραμένει ανοιχτή στον κόσμο. Η πνευματική μου υγεία έχει καταρρεύσει, ισχυρίζεσαι, μέσα στο μυαλό σου ή δεν ξέρω που αλλού. Είναι αλήθεια; Ούτε εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή να λύσω τις διαφορές μας, να δικαιολογήσω, αλλά όχι να επανορθώσω τον ευατό μου. Ακούγεται εγωιστικό, που αποφάσισα να μην κάνω βήμα πίσω, πρέπει να ομολογήσω ότι μας λείπει η ειλικρίνεια για να δούμε τα πράγματα καθαρά, δίχως εγωισμούς και συμβάσεις.
Όλο αυτό τον καιρό συλλογιζόμουν, μιλούσα μαζί σου, ίσως είναι καλύτερα να πω, ότι προσπαθούσα να μιλήσω, αλλά καταβάθος υπέφερα. Ποιά θα είναι η εναλλακτική λύση. Μέσα στο φανατισμό που κυριαρχεί ανάμεσά μας είναι δύσκολο να βρεθεί διέξοδος. Αποσπασματικές κουβέντες, διαστρεβλωμένες απόψεις, την ώρα που η πόρτα κτυπά πίσω σου. Λαμβάνοντας υπόψη όλη τη ζωή μου μαζί σου, προσπαθώ να αντιληφθώ τι δεν διαχειρίστηκα σωστά. Δεν χρειάζονται λεπτομέρειες σ’αυτόν τον απολογισμό. Παλαιότερα είχα επιλέξει να ονειροπολώ, τώρα έμεινα ρέστος από ονειροπόληση. Τώρα κυριαρχεί υπερβολικός σκεπτικισμός, που οδηγεί στην απόγνωση. Μπορεί να φαίνομαι αναχρονιστικός, δεν είμαι, όμως, ανταγωνιστικός, όπως διακηρύσσεις σε κάθε ευκαιρία, με πολύ χειρότερους χαρακτηρισμούς απ’αυτόν που έγραψα. Αυτή η ανώριμη ειλικρίνειά μου, δεν με αφήνει να αποκτήσω σύστημα, για να συγκεντρώσω το μυαλό μου, τώρα που σου γράφω.
Συνεχίζοντας την αυτοεξέτασή μου, νομίζω, ότι με θεωρείς κακό σύζυγο. Ότι σου συμπεριφόρομαι άθλια. Είμαι άραγε στοργικός πατέρας; Ελπίζω να συμφωνείς, αν και δω που φτάσαμε. Απόμακρος, όμως, και εγωίσταρος, για τους φίλους σου. Αυτά από τη μεριά σου, αν τα ερμηνεύω σωστά. Στην αγάπη νωθρός. Μια απάντηση χρειάζομαι και όχι υπεκφυγές.
Συμπεριφέρομαι με τραχύτητα,, απολαμβάνοντας την σκληρότητα, την αυστηρότητα της κρίσης μου. Ίσως είναι έτσι. Αλλά πως μπορώ ν’αλλάξω. Παραμένω γοητευτικός παρ’όλα αυτά; Όχι βέβαια, θα απαντήσεις. Η δική σου γοητεία δεν αντιπαραβάλλεται. Χωρίς να είμαι γοητευτικός πως ν’αναρρώσω. Σε κέρδισα από ένα κόσμο που σε είχε απορρίψει. Ακούγεται σκληρό, αλλά πρέπει να το πω.
Ξεκινήσαμε να ζούμε μια σταθερή και αποδεκτή, από τους γύρω, μας ζωή. Όχι ότι δίναμε σημασία στους άλλους, γραμμένους τους είχαμε, αλλά να για να ξεφύγεις από την κατακραυγή που είχες ξεσηκώσει. Να μαλακώσουν...
Η φιλοδοξία μου δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα. Ήμουν σίγουρος ότι καταλάβαινες τις ιδέες που σ’αυτές ήθελες ν’ακουμπήσεις. Κάτι, όμως, πήγε στραβά. Είμαι στενοχωρημένος, θυμωμένος. Δεν είσαι ικανοποιημένη μένοντας μαζί μ’ένα συνηθισμένο άνθρωπο. Θεωρείς τον ευατό σου πολύ ζωντανό, πολύ κοινωνικό για να θαφτεί κάτω από τις θλιβερές συνήθειές μου. Η θλιβερή γωνιά μου δεν είναι αρκετή για σένα. Ο χωρισμός είναι πάντα οδυνηρός. Οτιδήποτε κι αν έχει προηγηθεί. Αλλά εσύ αρνιέσαι, εδώ και καιρό, να είσαι δίπλα μου. Οι επιθυμίες των ανθρώπων πρέπει να γίνονται σεβαστές, γι’αυτό δεν επιμένω περισσότερο.
Όλο αυτό τον καιρό σκεφτόμουν ότι θα γινόμουν κομμάτια με τον χωρισμό. Θα συνεχίσω να εργάζομαι, να δίνω λογαρισμό στους ανώτερους μου, να οδηγώ, να ψωνίζω, να καπνίζω. Διαφορετικά φοβάμαι ότι αν δεν το κάνω θα πέσω στο ποτό ή δεν ξέρω και γω που αλλού.
Έχω την εντύπωση ότι είχες με επιμέλεια προετοιμαστεί να με ξεφορτωθείς. Αποκαθήλωσες τις φωτογραφίες μου, τους πίνακές μου, περιόρισες την παρουσία μου σε μια γωνιά. Χρειαζόσουν περισσότερο χώρο. Η συμπεριφορά σου γινόταν όλο πιο επιθετική, συμβολικά εννοώ, απάνθρωπη. Ξέχασες ότι οι απόψεις και η προσωπικότητα του καθενός είναι σεβαστές, και τα ζητήματα λύνονται με συζήτηση. Ή μήπως δεν το ήξερες; Το δεσποτικό σου στυλ κυριάρχησε όλο αυτόν τον καιρό. Πρέπει να ομολογήσω το ναυάγιο. Η σχέση μας δεν έπιανε ούτε τη βάση. Είμαι έτοιμος να επωμιστώ ένα μέρος της ευθύνης. Βέβαια δεν βρέθηκα απροετοίμαστος. Πίστευα ότι τα πράγματτα θα καλυτέρευαν.
Προσπάθησες να με χειραγωγήσεις, αλλά αυτό δεν μπορώ να το δεχθώ ως κάτι δεδομένο. Δύο διαφορετικοί εγωισμοί συγκρούονται και ο δικός σου τελικά θριάμβευσε. Αποφάσισα να μείνω παθητικός να δεχθώ το πλήγμα που ετοίμαζες. Μου αξίζει, πρέπει να πληρώσω για τα λάθη που έκανα. Εσύ αποφάσισες λέγοντας «Δεν μπορούμε να ζούμε μαζί, άλλο πια». Αυτά τα λόγια στριφογυρίζουν στο μυαλό μου διαρκώς. Περίμενα καιρό η φράση αυτή να βγει από το στόμα σου. Σου είναι εύκολο να μου πεις ότι δεν με αγάπησες ποτέ, και δεν θα με αγαπήσεις ποτέ πια. Συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε. Συνέχισες λοιπόν να υπερέχεις, ν’αντιλαμβάνεσαι πως έχουν τα πράγματα. Κατάφερες να με στραπατσάρεις συναισθηματικά, η περηφάνεια σου ικανοποιήθηκε. Για μένα πάντως είναι μεγάλη ταπείνωση η ομολογία της χρεωκοπίας αυτού του γάμου. Γιατί είχα επενδύσει ότι είχα και δεν είχα σ’αυτόν. Γι’αυτό νοιώθω συντετριμμένος. Φαίνεται να αισθάνεσαι υπέροχα ανάμεσα στους άλλους, η παράσταση που στήνεις αν και συνηθισμένη έχει πάθος. Φαίνεσαι ειλικρινής. Τρέμω στην άβυσσο του συναισθήματος της απώλειας, και η εκκεντρικότητα είναι ένας τρόπος για να βρω ανακούφιση. Υπάρχει κάποιος μέσα μου που με κρατάει αιχμάλωτο. Τον νοιώθω μέσα στο κεφάλι μου να με σφυροκοπάει για να με επαναφέρει στις ιδέες μου. Δεν με αφήνει ν’αλλάξω. Μπορείς να με βοηθήσεις σ’αυτό, γιατί που αλλού μπορώ να βρω διέξοδο.
Δεν είναι αυτό το γράμμα έκκληση για συμπάθεια. Τι θα ωφελούσε άλλωστε. Ο κάθε χαρακτήρας έχει τον τρόπο του. Το μυαλό μπορεί να μην επικροτεί τον τρόπο, αλλά το συναίσθημα βοηθάει.
Από τη άλλη πλευρά εγώ είμαι έτοιμος να καταρρεύσω. Ίσως το έχω κάνει κιόλας και να μην το έχω καταλάβει. Αρνούμαι όμως να παραδοθώ στα καλούπια που με απωθούν. Πρέπει να παλεύουμε, αλλά εγώ έχω παραιτηθεί.
Παλεύω με τη θλίψη που προκαλεί η μοναχική ζωή. «Ζήσε ή ψόφησε αλλά μη δηλητηριάζεις το καθετί» σκέφτεσαι. Ακόμα και τις αναμνήσεις μου τις θεωρείς ξεμωραμένες.
Μέσα από τις κουβέντες, τις συζητήσεις, ψάχνουμε κάτι αληθινό που θα ποτίσουμε τη ψυχή μας. Είμαστε τόσο πρόθυμοι να χάψουμε και την πιο χοντροκομμένη ανοησία που μας εκστομίζουν οι ατάλαντοι συνάνθρωποί μας, αλλά αυτά εμένα με κουράζουν, δεν το αντέχω. Γίνομαι ευάλωτος, γεμάτος ενοχές.
Όλα αυτά τα χρησιμοποιείς σαν αυτοάμυνα. Είσαι γεμάτη δυσπιστία. Φαίνεται από τον τρόπο που με αντιμετωπίζεις, οι κινήσεις του σώματός σου, ο τρόπος που μου μιλάς. Η συνομιλία από διάλογος που έπρεπε να είναι, έχει γίνει αντιπαράθεση. Απορρίπτεις κάθε τι που σου λέω. Μπορεί αρκετά απ’αυτά που λέω να είναι υπερβολικά, αλλά αυτό δεν είναι άλλοθι για να υψώνεις διαρκώς τον τοίχο ανάμεσά μας.
Ανεβαίνει η αδρελανίνη, η καρδιά μου σφίγγεται, στην αρχή προσπαθώ να δείχνω άνετος, και καθωσπρέπει, υπάρχουν βλέμματα που μας δικάζουν, δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε, αλλά το μούτρο μου παγώνει από τη βαρεμάρα, θέλω να φωνάξω, να βγάλω τους δαίμονες της απελπισίας από μέσα μου, να δείξω ότι πλήττω, στον καθένα, δεν με νοιάζει ποιος είναι αυτός.
Ο σεβασμός έχει γίνει άγνωστη λέξη ανάμεσά μας. Μπορεί να μην με αγαπάς, αλλά οι άνθρωποι το παθαίνουν αυτό, αλλά ένα όριο επικοινωνίας πρέπει να υπάρχει ανάμεσά μας. Ίσως είναι ο εγωισμός σου που πρέπει να ικανοποιηθεί, είναι που δεν μπορείς να τον συμμαζέψεις.
Αυτό που μας κατακλύζει είναι κάθε νευρωτική ανοησία, που μας οδηγεί σε αδιέξοδο. Καθοδηγεί τις σκέψεις μας, τις αποφάσεις μας. Πως μπορούμε να εξαγνιστούμε απ’αυτό; Βρίσκοντας το σωστό άνθρωπο. Διορθώνοντας έτσι ολόκληρο τον εαυτό μας. Όχι μόνο ένα κομμάτι του. Αλλά τι είναι το σωστό. Πως ορίζεται και κυρίως ποιος το ορίζει.
Αναζητούσες τη σταθερότητα. Πίστευες στην αξία σου και ήθελες να την αναδείξεις, δίπλα σ’ενα άνθρωπο που θα την εκτιμούσε. Μπορούσες μάλιστα να πληρώσεις με την ελευθερία σου, αυτή την ανάγκη. Όταν πια τα κατάφερες, αναζήτησες ξανά την ελευθερία σου. Γοητεύεσαι με τους κύκλους ή τις επαναλήψεις;
Γιατί χρειαζόμουν τα χάπια; Γιατί έπρεπε να καλμάρω τα νεύρα μου που κάλπαζαν, να σβήσω τη ζοφερή φωτιά μέσα μου. Να έχω σώας τας φρένας μου, να ζήσω, να φροντίσω ότι μου απέμεινε. Υπήρχαν στιγμές που ήθελα να συρθώ στην κρυψώνα μου, όπως τα ζώα.
Όσοι λοιπόν καλούνται να συμμετάσχουν, έστω συναισθηματικά στο δράμα της ζωής σου, γίνονται αυτόματα εξαιρετικές περιπτώσεις, που κάποτε είχες απορρίψει.
Είμαι ένας φιλοξενούμενος λοιπόν. Ένας ακόμη φιλοξενούμενος. Πρόσεξε, αυτό το «ακόμη», με ενδιαφέρει και τώρα. Εσύ είσαι περήφανη που είσαι φυσιολογική. Και όλο το περιβάλλον σου. Όταν με εντάξεις, κάποτε ελπίζω, στον κόσμο σου, θα επιστρέψω στις ανθρώπινες συμπάθειες; Δεν νομίζω. Ποιος θα βρίσκει καλή την πορεία μου, στον κόσμο της δική σου πραγματικότητας. Συντροφιά που αγαπά τις καθημερινές, φλύαρες συζητήσεις, το φαγητό, το ποτό, με γυναίκες και άντρες που ανακυκλώνουν το ασήμαντο της πραγματικότητας.
Όσο ήμουν καλός, σύμφωνα με τη δική σου εκδοχή, ήμουν ένα εξαίρετο άτομο. Τόσο όσο να απομονωθείς αρκετό καιρό από στηρίγματά σου. Όταν αποφάσισες ότι δεν πληρώ το ιδανικό σου, έγινα ξαφνικά ένα λυσσασμένο σκυλί.
Ανοησίες; Απλά δεν περπάτησε το πράγμα. Έτσι ξεμπερδεύουμε με λίγες λέξεις. Συμβαίνουν αυτά στις σχέσεις. Θαυμάζω τον κυνισμό σου. Βέβαια σ’αυτά τα συμπεράσματα θα φτάσεις, όταν θεωρείς ότι τα λόγια που σου έλεγα κριτική για το μυαλό σου, όχι σαν βάση για συζήτηση και συμφιλίωση. Νόμιζες ότι δεν σέβομαι τα δικαιώματά σου, όταν προσπαθούσα να σε πλησιάσω. Με εξουθενώνεις, σκεφτόσουν. Μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά έχεις και συ μερίδιο ευθύνης. Η φυγή σου δεν είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς μου, αλλά προαποφασισμένη ανάγκη να λήξει η περίοδος επιβεβαίωσής σου. Οι απερίσκεπτες ενέργειές σου ήταν προσπάθεια να ανακτήσεις τον αυτοσεβασμό σου. Ο δικός μου αυτοσεβασμός είναι είναι καλά κρυμμένος. Είναι δική μου προτεραιότητα και ελπίζω να τη σεβαστείς. Μέχρι τώρα δεν το έχεις κάνει. Προσπάθησα να σου δώσω να το καταλάβεις, αλλά πάντα έκλεινες τη συζήτηση με ειρωνικά σχόλια. Δεν μπορούσες να με καταλάβεις κι αυτό σε προσέβαλε.
Φτάνω στο επισβαλές συμπέρασμα. Κοιτάζεις μόνο τον ευατό σου. Ο δραματουργικός τρόπος ζωής σου, η σκηνοθετημένη πορεία σου, είναι ο τρόπος για να κρύψεις τον εγωισμό σου. Ο ρόλος σου ταιριάζει γάντι.
Τελικά οι γυναίκες, δεν ξέρω όλες, αλλά ξεκινώ από το δικό σου παράδειγμα, δεν νοιάζονται για το πόσο άσχημα σε πληγώνουν. Κι αν νοιάζονται, είναι τόσο κυνικές που δεν το δείχνουν, κι αυτό είναι περισσότερο αβάσταχτο.
Δεν ζητώ τον έπαινο από τους άλλους για τη δύναμή μου να υποφέρω. Όσες φορές προσπάθησα να εκφράσω αυτό που θεωρούσα λογικό, προσέκρουα σε μια αδιαφορία, που με έστρεφε διαρκώς στον ευατό μου. Παραμένω λοιπόν σιωπηλός, στο ησυχαστήριό μου, αν μπορώ να ονομάσω έτσι τη πολύβουη συμμετοχή μου στη ζωή.
Τι είναι καλύτερο, να είσαι νευρωτικός ή απελπισμένος; Δύσκολη η απάντηση, από την οποία εξαρτάται η πορεία σου στη ζωή. Μη βιαστείς ν’απαντήσεις, οι εύκολες απαντήσεις δυσκολεύουν τα πράγματα. Βέβαια και μάλιστα μεγαλόφωνα, με την έπαρση του νικητή, ανεξάρτητα ποιος βρισκόταν μπροστά σου επιβεβαίωνες την νικηφόρα ανεξαρτησία σου. Η δική μου καταθλιπτική κατάσταση, το αδιέξοδο που απλωνόταν μπροστά μου, ήταν ένα αδιάφορο συμβάν, που είχα την δύναμη να ξεπεράσω. Εγώ πάντα ήμουν ο δυνατός, ο φορτωμένος με αντιστάσεις. Ίσως δεν το γνώριζες, αλλά βύθιζες πιο βαθιά το μαχαίρι στην πληγή. Ανεξάρτητα από το κόστος.
Βέβαια δεν γνωρίζεις που μπορούν να φτάσουν οι καταθλιπτικοί, όταν νοιώσουν ότι η απώλεια θα είναι μόνιμη. Αυτό δεν είναι απειλή, αλλά συμβουλή.
Σε βλέπω να σφίγγεις τις γροθιές σου, τα χείλη σου να μαζεύουν τρομακτικά, το σώμα σου να τρέμει. Χάνεις τη ψυχραιμία σου, αδιαφορείς, νοιώθεις να απειλείσαι, η ματιά σου συμπυκνώνει το πάθος σου.
Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με τη λογική και συ το θεωρείς απάτη. Η ηπιότητα που αποφάσισα να ακολουθήσω στις επιθέσεις σου, σε εξαγρίωναν περισσότερο, γνωρίζοντας ότι οι όροι που προσπαθούσες να επιβάλλεις, ήταν σαθροί. Κατέρρεαν σαν ξύλινοι πύργοι, και συ ήθελες πάντα την ισοτιμία στις σχέσεις. Αλλά πως μπορούν να χτιστεί κατανόηση με αυτά τα υλικά; Αυτό σου έδινε την θέση του αμυνόμενου, γιατί ήσουν γυναίκα και το εκμεταλλευόσουνα με τον καλύτερο τρόπο. Ήταν το ατράνταχτο επιχείρημά σου. Για να ακυρώσεις όποιο επιχείρημά μου.
Το μόνο που σκέφτεσαι είναι να τοποθετείς τα προβλήματά σου σε ψηλές κατηγορίες, και έτσι, μεγενθύνοντάς τα, να σταθείς στη γη. Μα έτσι δεν μπορείς να έχεις ανοιχτά τα μάτια σου, δεν μπορείς να δεις τον άλλο, που προσπαθεί να σου αποκαλύψει τον κόσμο του, άσχετα αν δεν τον αποδέχεσαι.
Αγανακτείς με την γκρίνια μου, το επιτακτικό μου ύφος. Αυτό είναι το στήριγμά σου. Το άλλοθι για τη συμπεριφορά σου. Το καταφύγιο που διάλεξες για να προστατεύσεις την αδυναμία σου, να αποδεχθείς ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος από αυτόν που προβάλλεις διαρκώς, ως τον πλέον κατάλληλο να σε συντροφεύει.
Η συμπεριφορά σου, ίσως, να μη έχει να κάνει τόσο πολύ με το άποψή σου για την συμβίωση, όσο με τον εγωισμό σου. Σιγά, ένας άνθρωπος βασανίζεται συναισθηματικά. Ένας άνθρωπος, που κάποτε ακούμπησα πάνω του, τον αποδέχτηκα, όρισα ότι τα όνειρά μου θα τα πραγματοποιήσω μαζί του, κι ας αποτύχω. Ένα ρίσκο δεν είναι η ζωή; Τώρα όμως, αποτραβηγμένη από την επιθυμία να μοιραστείς, όλα τα συναισθήματα, νομίζεις, ότι γεννήθηκαν μόνο για σένα. Τα θεωρείς κληρονομικό σου δικαίωμα. Έτσι απαιτείς παθητικότητα, αυτό όμως δεν είναι διάλογος, είναι παρακμή.
Όταν δεν προσχωρώ στις παρέες σου, βαριεστημένος από την επανάληψη, είμαι ένοχος. Δυστυχώς είμαι αιχμάλωτος της νόησης. Η κατάθλιψη που νοιώθω σ’αυτές τις μαζώξεις, είναι η ανεπάρκεια των συμμετεχόντων να άρουν το όριά τους. Αυτό τους κάνει να επαναλαμβάνονται, η επανάληψη φέρνει κούραση. Αλλά εσύ μέσα από αυτές τις συναντήσεις θέλεις να μου θυμίζεις, πόσο πολύ εκτιμούν οι άλλοι την αξία σου. Μέσα από τους άλλους, και όχι από τον ευατό σου, θρέφεις την αυτοεκτίμησή σου. Γιαυτό τα ξενύχτια, τα ταξίδια. Είσαι πια προβλέψιμη, γιαυτό ανιαρή. Ξέρω πως θα εξελιχθεί οτιδήποτε μέσα σ’αυτό το σπίτι, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια Η πλήξη οδηγεί στη νεύρωση, κι αυτό προσπαθώ ν’αποφύγω. Μπορείς, βέβαια, να μου ανταποδόσεις την επισήμανση, το δέχομαι δίχως αντίρρηση. Όλα αυτά όταν εγώ προσπαθούσα να αποτιμήσω την κατάστασή μου. Να ισορροπήσω μέσα στη μίζερη στενοχώρια μου.
Γιατί προσπαθώ να παίξω το ρόλο του θύματος; Μισώ αυτό το ρόλο που εξαγνίζει τα λάθη. Οι συμπάθειες είναι αρκετές, αλλά η επιδοκιμασία απουσιάζει. Όταν προκαλείς τον οίκτο, εκλιπαρείς για βοήθεια, φτιάχνοντας φόρουμ συμπαράστασης, ρίχνεις τον ευατό σου στην αγκαλιά ανέραστων αρπακτικών, που δεν γνωρίζουν από πάθη. Συντρίβεις τον ευατό σου με τις αλήθειες τους. Πρέπει να καθορίσεις τη θέση σου με αυτογνωσία για να ξελαφρώσεις από το βάρος της ατομικότητας και της αυτοανέλιξης.
Η ματαιοδοξία σου για προσωπική ζωή, η παραπονιάρα, μπόλιασε τη ψυχή σου σαν μοναδική προτεραιότητα, ζητώντας να κατανοήσεις αυτή την απαίτηση. Αρνήθηκα να δεχτώ την άποψή σου, και απ’ότι φαίνεται απέτυχα. Νομίζεις ότι τώρα πια είμαι παγιδευμένος, έχω πέσει χάμω, και μπορείς να με πετάξεις έξω από τη ζωή σου με μια απλή τακουνιά. Αν το δεις από την πρακτική πλευρά του, μπορεί να είναι έτσι. Αλλά τα μεγέθη δεν μετριώνται με νούμερα, αλλά με συναισθήματα. Μεγάλο μειονέχτημα να έχεις καρδιά! Αλλά πρέπει να το παραδεχθώ. Οι αισθηματικές σχέσεις δεν είναι στην προτεραιότητά μου. Τώρα πια. Πρέπει, εδώ που έφτασα, να κοιτώ την πραγματικότητα. Οι ιστορίες με βάσανα κουράζουν τους ανθρώπους. Η μαρτυρική έκφραση που παίρνει το πρόσωπό σου, όταν διηγείσαι τα βάσανά σου, συμπληρώνει, μεν, τη σκηνή της καθημερινότητάς σου, αλλά απομακρύνει την αληθινή επικοινωνία.
Ζήτησα να μιλήσουμε. Είχα την εντύπωση ότι θα ήταν ευεργετική και για τους δυο. Το ζήτημα ήταν σε πια βάση για μια απέλπιδα κατανόηση. Δεν μιλάω για όρια, φοβίζει αυτή η λέξη, απειλή την ατομικότητα. Αλλά ακόμα κι εδώ, θεωρούσες την πρότασή μου, τρόπος επιβολής μου πάνω σου. Νόμιζες ότι θα σου επέβαλα αυτό που εγώ θεωρούσα σωστό. Έστω, αυτό που η κοινωνία θεωρούσε σωστό. Παρερμήνεψες τις προθέσεις μου. Οδηγήθηκες στην υπερβολή απορρίπτοντας την πρότασή μου. Είναι τόσο μακριά οι ζωές μας τελικά. Αν ήξερες θα με ‘λεγες «παιδαγωγό της πραγματικότητας».
Ήταν μια βοήθεια όμως αυτό. Ζώντας μια αρμονική ζωή, δεν θα γνώριζες ποτέ τον ευατό σου. Ας λένε ότι θέλουν οι άλλοι.

Σε φιλώ.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 09, 2010

ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΑΚΡΙΒΗ;

Μια άποψη του Πέτρου Τατσόπουλου στην εκπομπή, αν θυμάμαι καλά, του Φυντανίδη, μ’έκανε να σκεφτώ τι λεφτά θα ξόδευα αν αγόραζα τα στοιχειώδη βιβλία, που θα με κατέτασσαν στη μειοψηφία των επιμελών αναγνωστών. Ο διακεκριμένος και έγκυρος πεζογράφος, διατύπωσε την επιφύλαξή του για την ωφελιμότητα των προσφορών βιβλίων από τις εφημερίδες, εκφράζοντας τη γνώμη ότι αυτή η προσπάθεια θα απαξιώσει το βιβλίο, αφού ο πελάτης θα προτιμήσει τη λύση της προσφοράς, και δεν θα αγοράσει βιβλία που κυκλοφορούν στη βιβλιογραφική αγορά σήμερα. Πέρα από την ιδιοτέλεια.του επιχειρήματος, ότι ας πούμε η ανάγνωση βιβλίων που τυπώνονται σήμερα είτε πρόκειται για πρωτότυπα έργα είτε σύγχρονες μεταφράσεις κλασσικών έργων, δεν θα αγοραστούν επειδή υπάρχει το αντίπαλο δέος των προσφορών των εφημερίδων, και όχι η οικονομική ανέχεια των αναγνωστών, έκατσα και είπα: «Βρε Σπύρο, κάνε έναν υπολογισμό, τι θα ξόδευες αν αγόραζες τα απαραίτητα».

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι θα αγόραζα το 2009:
Laclos “Οι επικίνδυνες σχέσεις», 12 ευρώ, γιατί πάντα αναβάλλω την αγορά του, Lawrence Durrel “Αλεξανδριανό κουαρτέτο» 4χ15 ευρώ, Αριστείδης Αντονάς, τον επίγονο του Γονατά, «Η τραγουδίστρια και η πολυθρόνα» 10 ευρώ, Charles Bukowski «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές», για να μπορώ να παρακολουθώ τα σχόλια του «Ποιείν» 9,41ευρώ, Burroughs «Τζάνκι», γιατί όπως και να το κάνουμε είμαστε όλοι μπητ, 18,90 ευρώ, Thomas Pynchon «Ενάντια στη μέρα», επιτέλους για να μάθω τι γράφει το «φαινόμενο» 32 ευρώ, Εμπειρίκος «Το μυστικό της Πασιφάης» 10,5 ευρώ, Σωτηροπούλου Έρση, μήπως λάθεψα στην κρίση μου για το «Ζιγκ Ζαγκ στις νεραντζιές», «Εύα» 14,5 ευρώ, Παύλος Μάτεσις, φόρος τιμής στο συγγραφέα του «Η μητέρα του σκύλου», «Graffito», 12.54 ευρώ, Δαβέττας Νίκος « Η Εβραία νύφη», 14ευρώ, Εμπειρίκος, τη μυθική διάλεξη του «Περί σουρρεαλισμού» 9ευρώ, Rosa Luxemburg «Γράμματα από τη φυλακή» 8,36 ευρώ, Ρέα Γαλανάκη, για να μάθω αν αληθεύουν οι φήμες ότι ο Πέτρος, ο κτηνοτρόφος, είναι φιλαναγνώστης, σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου. « Φωτιές του Ιούδα,......» 18,81ευρώ, Γιώργος Σκαρπαδώνης, όπου επανέρχεται στο είδος, το διήγημα, που τον βύζαξε, ευτυχώς, «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος» 16ευρώ, Henry Miller « Ο τροπικός του καρκίνου» από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», έργο στο οποίο αναφέρεται τόσο συχνά ο Μπαμπασάκης(αααααα.....γιατί είναι ο μεταφραστής του) 19ευρώ, Dickens «Ο ζοφερός οίκος», γιατί απλούστατα είναι μεγάλος συγγραφέας, 60 ευρώ, Bataille « Η ιστορία του ματιού», που κάποτε είχα στη βιβλιοθήκη μου και δεν το εκτίμησα, 13 ευρώ, Rosa Luxermburg, ξανά και ξανά, «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;», για να μην ξεχνάμε τις καταβολές μας,19,85 ευρώ, Γιάννης Υφαντής «Οι μεταμορφώσεις του μηδενός», 22 ευρώ, Παντελής Μπουκάλας, «πνευματικός πατέρας» μου, μαζί με μερικούς άλλους, «Ρήματα», 11 ευρώ, τον Γιάννη Βαρβέρη, «Ο άνθρωπος μόνος», 9 ευρώ, Διονύσης Καρατζάς με τα «Ταξίδια εσωτερικού», 7 ευρώ, Μάρκος Μέσκος με το «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο», 12,5 ευρώ, απαραίτητα τα «Ποιήματα» του Ηλία Λάγιου, 35 ευρώ, τον Γιώργο Κεντρωτή και την «Παρέλαση» του, 11 ευρώ για την γλωσσική του καλλιέργεια και επάρκεια, «Ανθολογία Γαλλικής ποίησης» σε μετάφραση Χριστόφορου Λιοντάκη, 36,58 ευρώ, τον φερέλπιδα Χωμενίδη, αναμένοντας να διαβάσω κάτι καλό μετά το «Σοφό παιδί»,««Λόγια-φτερά», 19 ευρώ, Βαγγέλης Γκουρογιάννης «Κόκκινο στη πράσινη γραμμή», 18 ευρώ, Σώτη Τριανταφύλλου «Ο χρόνος πάλι», γιατί μου αρέσουν οι φλύαρες γυναίκες, 19,90 ευρώ, τον Απόστολο Δοξιάδη με το “Logicomix», γιατί δεν μπορούν να λαθεύουν οι “New York Times”, 27 ευρώ, τον Αλέξη Σταμάτη με το «Σκότωσε ότι αγαπάς», η αρσενική πλευρά της Τριανταφύλλου, 18,81 ευρώ, τον Δημήτρη Νόλα που από την «Πολυξένη» και τη «Νεράιδα της Αθήνας» περιμένω να γράψει κάτι καλό, «Ναυαγίων πλάσματα», 8,5 ευρώ, τον Σωτήρη Δημητρίου με το «Τα ζύγια του προσώπου», αφού δεν μας έμειναν πολλοί διηγηματογράφοι, 10,90 ευρώ, την επάνοδο του Παπαδημητρακόπουλου με το «Ο θησαυρός των αηδονιών», 10,45 ευρώ, την Παυλίνα Παμπούδη «Τα χίλια φύλλα», γιατί αυτή η ποιήτρια, μεταξύ άλλων, με έθρεψε ποιητικά, 12 ευρώ, Ζώρζ Σιμενόν «Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ» γιατί είναι Σιμενόν, όπως και να το κάνουμε, παράλληλα δε το επαίνεσε ο «βαρβαροκτόνος» Θεοδωρόπουλος, 12 ευρώ, Ίταλο Καλβίνο «Αν μια νύχτα του χειμώνα....», διαβασμένο πολλές φορές αλλά από δανεισμό, 18,81 ευρώ, Τοντόροφ « Ο φόβος των βαρβάρων», 20 ευρώ, Etienne Balibar «Για τη δικτατορία του προλεταριάτου», για να φρεσκάρω την ιδεολογική μου καθαρότητα, 14,63 ευρώ, Αρμάος Δημήτρης «Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007», 20 ευρώ, Joseph Roth « Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ», αφού όλοι μιλούν γι’αυτόν, αναμένοντας μάλιστα το Νόμπελ, 22,5 ευρώ, Antonio Gramsci «Πολιτικά κείμενα», γιατί όταν έπεφταν στα χέρια μου πριν πολλά χρόνια, ούτε που τ’άγγιζα για ιδεολογικούς λόγους, 12,54 ευρώ, Ζυράνα Ζατέλη «Το πάθος χιλιάδες φορές», για τον αμφίσημο λογοτεχνικό της λόγο, 26,13 ευρώ, τον Χρήστο Χρυσόπουλο, Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον», 14 ευρώ, Ανδρέα Κάλβου «Ωδαί», με επιμέλεια Δημήτρη Δημηρούλη, 34 ευρώ, «Η σοφία του Ρίλκε», 15,15 ευρώ, Βιρτζίνια Γουλφ «Η κυρία Νταλογουαίη», εννοείται, 15 ευρώ.
Όλα αυτά κοστίζουν περίπου 859,27 ευρώ. Που να αγόραζα τον Κουμανταρέα, τον Σερέφα, τον Ραυτόπουλο(α ρε «Λούλα», τι μου έχεις κάνει), τον Μιχάλη Μιχαηλίδη(ψυχολογικό τραύμα από την ανάγνωση τού «Ο σκύλος και το κουτάβι»), τον Ακρίβο, τον Χαρτοματσίδη.
Δεν τα διαβάζω λοιπόν, ούτε τ’αγοράζω, και συνεχίζω τις «Πεθαμένες Ψυχές» του Γκόγκολ, με 5,5 ευρώ, προσφορά από το «Βήμα».

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 04, 2010

ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΛΑΣ

Ένα εξαιρετικό site για το Νίκο Μπακόλα, που επιμελείται ο γυιός  του Χριστόφορος. Μια προσπάθεια όπου επιχειρείται να παρουσιαστεί το σύνολο του αρχείου του μεγάλου Έλληνα πεζογράφου.
Το site εδώ:http://www.macedonia.org.uk/bakolas/

Τρίτη, Φεβρουαρίου 02, 2010

ΑΘΛΙΟΤΗΤΕΣ

Γυρίζω, μεσημεράκι, στο σπίτι μου, μετά από επίσκεψη στα κρατητήρια της ασφάλειας, όπου είχα πάει να δω ένα φιλαράκι Αλβανό, τον Ταφάν, ελληνιστί Γιάννης. Έτσι τον είχαμε βαπτίσει, αυθαίρετα, στη γειτονιά. Αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά και την έπαρση των αστυνομικών που με έκαναν να περίμενω δυο ώρες για να δώσω νερό, σάντουιτς και τηλεκάρτες στο Γιάννη, κι αυτός να φωνάζει, κύριε αστυφύλακα, κύριε αστυφύλακα, χωρίς ανταπόκριση, κάτι ήθελε προφανώς ο «λαθρομετανάστης», απογοητευμένος, λοιπόν, από τη στάση μου, που για μια ακόμα φορά λούφαξα και τους φέρθηκα με ευγένεια, ακόμα και όταν μου έκλεισαν την πόρτα όπου προσπαθούσα, φωνάζοντας, να δώσω κουράγιο στον εγκλεισμένο, ότι δεν ήταν μόνος του, ότι ήμουν κοντά του, μη φοβάται, δεν θα τον εγκαταλείψει η οικογένειά μου, αλλάζοντας σταθμό στο ράδιο, πέφτω πάνω στα «Υπόγεια ρεύματα». Εδώ είμαστε, σκέφτομαι, ανάβω τσιγάρο, αν και το αποφεύγω στο αυτοκίνητο, και προσπαθώ να ηρεμήσω ακούγοντας μουσική. Είναι διασκευές που έχουν κάνει στα πολιτικά τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου. Τραγούδια που εμείς οι πενηντάρηδες μεγαλώσαμε μαζί τους, τα αγαπήσαμε, τα τραγουδήσαμε, σε πορείες και διαδηλώσεις, μοναχικά στο μπάνιο, περιμένοντας το λεωφορείο, περπατώντας για να βρεθούμε στο ραντεβού μας ή στη δουλειά μας, σε συναυλίες, πέφτουν στα χέρια του δημοφιλούς και ποιοτικού συγκροτήματος και γίνονται αθλιότητες.
Ξεκομμένα από την εποχή τους, τραγούδια βαπτισμένα στο πολιτικό κλίμα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, γίνονται στα χέρια των βασανιστών τους σκουπίδια. Οι άνθρωποι αυτοί, επειδή δεν συμμετείχαν στις έντονες ιδεολογικές και πολιτικές δεργασίες εκείνης της ιστορικής περιόδου, λόγω ηλικίας, δεν αντιλαμβάνονται ότι ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα, όταν ο δημιουργός του κατορθώσει μέσα από αυτό, να εκφράσει το συλλογικό όραμα, την κοινωνική προσδοκία, φεύγει από τα χέρια του νόμιμου εκπροσώπου του και ανήκει πια στη συλλογική μνήμη, ζει στο κοινωνικό υποσυνείδητο, ταυτίζεται με τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης εποχής.
Καλά σκέφτομαι τα παιδιά δεν κατάλαβαν το ρόλο που έπαιξαν τα τραγούδια αυτά εκείνη την εποχή, ο Μικρούτσικος όμως; Μήπως ούτε αυτός κατάλαβε, ότι τα τραγούδια αυτά είναι κλασσικά, γιατί η κοινωνική αποδοχή τους έγινε μέσα σε αγωνιστικές διεκδικήσεις, άρα είναι κάτι τελείως διαφορετικό, ας πούμε με το «Σταυρό του Νότου», ένα έργο που διευρύνεται μουσικά διαρκώς, μη αντιλαμβανόμενος ότι όταν το τραγούδι κατέβει στις πλατείες και στους δρόμους, αποκτά κοινωνική δυναμική, ώστε δεν μπορείς να το βγάλεις αβασάνιστα από το ρεύμα της ιστορίας και να το επαναφέρεις στον σημερινό απολίτικο και ψυχαγωγικό χώρο των συναυλιών.
Αν το κάνεις, χάνει τον πολιτικό πυρήνα που το χαρακτηρίζει, ώστε έχεις τα τραγελαφικά αυτά αποτελέσματα.
Αλλά τι κάθομαι και σκέφτομαι τώρα, σημασία έχει να βρω δικηγόρο για το Γιάννη, να καταφέρουμε να τον στείλουμε πίσω στην Αλβανία, μη τυχόν και τον πετάξουν σε καμμιά φυλακή στην Κω.