Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2015

ΤΑ ΨΑΡΑΚΙΑ ΤΟΥ


Πήρε τη λεκάνη που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο της  αποθήκης, την έφερε στο μπάνιο, την ακούμπησε στην μπανιέρα, άνοιξε τη βρύση και τη γέμισε νερό . Έβαλε μέσα τα ψαράκια του, δώρο του θείου Πάνου, και άρχισε να παίζει. Τα έκανε να κολυμπούν άλλοτε με ταχύτητα, άλλοτε με βραδύτητα,  να βυθίζονται, να αναδύονται, να κινδυνεύουν από φανταστικούς εχθρούς, να κολυμπούν ανέμελα, απολαμβάνοντας τη μαγεία του βυθού. Η απόσταση που τον χώριζε από το παιγνίδι  δεν τον ικανοποιούσε. Ήθελε να γίνει μέρος του. Έβγαλε τα ρούχα του, τ’άφησε προσεχτικά στο καλάθι με τα άπλυτα και μπήκε στο νερό. Ένοιωσε τη δροσιά της υγρής πραγματικότητας, αλλά παράλληλα έκπληξη από την αδυναμία του να διατηρηθεί στην επιφάνεια της. Σιγά σιγά το νερό ανέβαινε από τα πόδια του στη μέση, στο στήθος, στο λαιμό, ώσπου τον κάλυψε ολόκληρο. Όταν τον βρήκαν πνιγμένο, να επιπλέει στο κοκκινωπό νερό, τα ψαράκια του είχαν αρχίσει να τρέφονται από το σώμα του.


Ο πίνακας "Fish"  είναι του E.C.Escher

Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2015

ΤΙ ΕΧΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΝΤΟΒΑΣΙΛΗΣ;


Ο  Κοντοβασίλης περνούσε, σκεφτικός, έξω από το ιχθυοπωλείο του Στρατή του Θαλασσινού. 
-Ε, Βασίλη, μια καλημέρα είναι αυτή, πες την  κι ας πέσει χάμω, τον χαιρέτησε ο Στρατής.
Ο Κοντοβασίλης συνέχισε το δρόμο του, δίχως να τον αντιχαιρετήσει .
Τον είδα να έρχεται από την πλατεία με το κεφάλι σκυφτό, συνοφρυωμένος, δύσθυμος.
-Βασίλη καλημέρα,τι έχεις; Δεν φαίνεσαι καλά, τον ρώτησα.
Δεν μου απάντησε, συνέχισε το δρόμο του με τον ίδιο βαρύ βηματισμό.
Τον ακολούθησα.
-Ρε Βασίλη, γιατί δεν μιλάς;
- Άσε με, ρε Δίκαιε, έχω τα δικά μου, μου απάντησε, δίχως να με κοιτάξει. Βάδισε το δρόμο του, φυσώντας τον καπνό τού τσιγάρου του με βαθύ αναστεναγμό.
-Με ποιον μιλάς, με ρώτησε απ’ την κουζίνα η Βανέσα. Τα χέρια της ήταν γεμάτα σαπουνάδες από το πλύσιμο των πιάτων και των ποτηριών.
-Με κανένα, αγάπη μου, την πληροφόρησα.
-Μα σε άκουσα να ρωτάς, κάποιον Βασίλη, αν είναι καλά, επέμεινε.
-Τίποτα, τίποτα, αποκρίθηκα, προσπαθώντας να κλείσω τη συζήτηση.
- Καλά, συγκατένευσε, η εύπιστη, ωτοκούστρια Βανέσα.
Με κίνδυνο να βρεθώ σε δυσχερέστερη θέση, απέναντι στην ερωτηματική σύζυγό μου, δεν συνέχισα το διάλογο με τον Κοντοβασίλη. Τον άφησα τη στιγμή που πετούσε αδιάφορα το τσιγάρο του στο πεζοδρόμιο και έμπαινε στο καφενείο «Η τρελή ροδιά».
Έκλεισα το τετράδιο, άφησα το στυλό στο γραφείο, πλησίασα αθόρυβα τη Βανέσα και τη φίλησα τρυφερά στο σβέρκο. Ανταπέδωσε με μια φωνούλα έκπληξης και με μια κίνηση συμβιβασμού και αποδοχής.


Ο πίνακας "Head of a man" είναι του Joan Miro

Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2015

Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ


Ο Γιώργος Ισμήνης περίμενε, περίλαμπρος, τη Μάρω, με το γαμπριάτικο κουστούμι να του δίνει έναν αέρα αυτοπεποίθησης και επιτυχίας, στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού της Φανερωμένης. Δίπλα του, στα αριστερά, η μητέρα του λαμποκοπούσε μέσα στο καλοσχεδιασμένο, αυστηρό ταγιέρ της. Δεξιά ο πατέρας του αδιάφορος, σκεφτικός, απαντούσε, μονολεκτικά, στα ευφρόσυνα σχόλια των παρευρισκομένων. 
Επιτέλους, στην άκρη του δρόμου, φάνηκε το Audi, κορνάροντας, με τον Ροδόλφο, τον αδελφό της νύφης στο τιμόνι, και τη Μάρω, στο μπροστινό κάθισμα, να διορθώνει το μακιγιάζ της, δίνοντας τις τελευταίες πινελιές. Παρκάρισαν μπροστά στην είσοδο της χαλικόστρωτης αυλής. Η Μάρω εκθαμβωτική, χαμογελαστή, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να βαδίζει σταθερά, σκορπώντας χαιρετισμούς στους καλεσμένους, που χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Το νυφικό, με την λευκότητά του, συμπλήρωνε απόλυτα τον ενθουσιασμό και την άφατη ικανοποίηση τής περιχαρούς συναθροίσεως . Ο Γιώργος Ισμήνης τη φίλησε όταν έφτασε κοντά του, της έπιασε το χέρι και οι δυο, ακολουθούμενοι από τους ελάχιστους, είναι αλήθεια καλεσμένους, βάδισαν προς την είσοδο του μοναστηριού.
Πριν προλάβουν να μπουν στη σκοτεινή, δροσερή αίθουσα του ναού, ένας γκριζόχρωμος, μεγαλόσωμος, αετός, σπαθίζοντας τον αέρα με τα τεράστια φτερά του, με μια κάθετη βουτιά, όρμησε στο έκπληκτο πλήθος, στόχευσε με την πορεία του τη Μάρω, την άρπαξε με τα μυτερά, σκληρά νύχια του, και με μια ανάστροφη πορεία, υψώθηκε, ραμφίζοντας τον αέρα, με τα φτερά του σε γοργό και σταθερό ρυθμό, να οδηγούν το ασυνήθιστο θέαμα, βορειοδυτικά, σαν ένα σύννεφο που το σπρώχνει, νωχελικά, ο άνεμος.
Μετά από μισή ώρα πτήσης, η Μάρω έφτασε στην σπηλιά του Πίκουλα. Η σπηλιά βρισκόταν στην άκρη ενός απλώματος, κρεμασμένη στα χείλη του φαραγγιού του Βίκου. Εκεί την άφησε ο αετός, λίγα μέτρα από την είσοδο, με προσεδάφιση επαγγελματία αλεξιπτωτιστή. Στην άκρη της σπηλιάς, στεκόταν ο Σπήλιος με τα έντεκα παλληκάρια του. Ντυμένος με την στολή του, στολισμένη με ολόχρυσα φλουριά, κρεμασμένα στο στήθος του, ασημένιες αλυσίδες, τις σφαίρες τυλιγμένες ολόγυρα στη μέση του, το σπαθί του στη θήκη, χαιρέτισε τη Μάρω από μακριά.
-Σου είπα ότι θα το κάνω, της μήνυσε.
-Σπήλιο εσύ; φώναξε η απαχθείσα νύφη, κι έκανε να τρέξει προς το μέρος του.
-Στάσου, δεν ταιριάζει σε μια κυρά, είπε ο Σπήλιος και προχώρησε αυτός προς το μέρος της.
Την αγκάλιασε, τη φίλησε, ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, καθώς χανόταν στα δάση των πράσινων ματιών της.
Την τράβηξε λίγο μακριά του και είδε ότι η Μάρω αιμορραγούσε στους δυο ώμους.
Δεν προσέχει καθόλου, μονολόγησε, κοιτώντας τον αετό, που είχε κουρνιάσει στην είσοδο της σπηλιάς.
-Ωρέ, Λάμπρο, περιποιείσου την κυρά, είπε σ’ένα από τα παλληκάρια του. Αν χρειαστεί κατέβα στο χωριό, να την φροντίσει ο γιατρός. Εμείς πρέπει να φύγουμε. Δεν ταιριάζει αναβολή.  Ανέβηκε στο άλογό του, και κάνοντας νεύμα στην ομάδα του να τον ακολουθήσει, αποχαιρέτησε τη Μάρω, που τον κοιτούσε με λατρεία στα μάτια.
-Η ζωή που σου υποσχέθηκα, θα την έχεις, την καθησύχασε. Τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του, κτύπησε  ελαφρά τα καπούλια με τα τσαρούχια του και ξεκίνησε.





Ο πίνακας "Actress Margaret" είναι του Niko Pirosmani




Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2015

A WOLF AT THE DOOR




'Αλλα ήθελα να γράψω, για άλλα γράφω. Δεν λένε ότι η ζωή σε  προλαβαίνει; Αν πρόκειται για κινηματογραφική ζωή, τότε άντε να αντισταθείς.
Είδα την ταινία χθες βράδυ. Μετά, έφυγα με το αυτοκίνητο για να συνέλθω από τον ενθουσιασμό. Δεν γουστάρω να ενθουσιάζομαι, με κάνει να νοιώθω αφελής.
Αυτή η ταινία δεν είναι για χώρους συγχρωτισμού. Δεν είναι ταινία για κινηματογραφικές αίθουσες. Δηλαδή τι; Ο Μπερνάρντο φέρνει για πρώτη φορά τη Ρόζα στην γκαρσονιέρα του. Αφοσιώνεσαι στη συνομιλία τους, λατρεύεις τα λόγια τους, ζηλεύεις την αμηχανία τους μέχρι το πρώτο φιλί. Τότε εσύ τι κάνεις; Πώς αντιδράς; Συνεχίζεις να παρακολουθείς την εξέλιξη της ταινίας, καρφωμένος στο κάθισμά σου; Είσαι γεμάτος έκπληξη, θαυμασμό για τη μοναδική κινηματογραφική αποτύπωση της αμήχανης επιθυμίας των δύο προσώπων και κάθεσαι μαζί με τους άλλους θεατές και παρακολουθείς την ταινία σαν να μην συμβαίνει τίποτα μέσα σου; Να μην μπορείς να τιναχτείς από το κάθισμά σου,  να αδειάσεις όσο ποσότητα Vodka χωρά το ποτήρι σου, ναι σκέτη ρε, σκέτη, να την πιεις με δυνατές ρουφηξιές, όσο μπορείς πιο γρήγορα, για να μπορέσεις να αντέξεις τη συγκίνηση, να καταφέρεις να συνεχίσεις να βλέπεις τη Ρόζα να ερωτεύεται, να ονειρεύεται, να ταπεινώνεται, να εκδικείται, με τον πιο σατανικό και βίαιο τρόπο, να μιλάει, να κοιτάζει, να περπατά, να σκέφτεται. Να θαυμάζεις την ερμηνεία ενός κυνικού, φιλάρεσκου, επηρμένου, βολεμένου μικροαστού και συ να συνεχίζεις, δήθεν αδιάφορος να κοιτάς την οθόνη;  Πώς θα αντέξεις το σπίτι της Ρόζας, τον αμίλητο πατέρα της, την άβουλη μητέρα της, τους κλειστούς χώρους, τα σπίτια, τα δωμάτια, την παθητική και εύπιστη Σύλβια, τους δρόμους, τους σταθμούς των τραίνων, τους πιο όμορφους διάλογους που έχεις διαβάσει ποτέ; Πως θα αντέξεις τη σκηνή της γνωριμίας του Μπερνάρντο και της Ρόζας στο σταθμό;
Τη σκηνή της ταπείνωσης της Ρόζας από την λεκτική βιαιότητα του Μπερνάντο πώς την ξεπερνάς; Είσαι καθιστός ακόμη; Αφού το μυαλό σου κόβει βόλτες, εσύ τι κάθεσαι μαζεμένος και σκεφτικός στη θέση σου. Πώς αντέχεις την κτητικότητα και τον εγωισμό τού Μπερνάρντο; Την αμφιβολία, τον διχασμό, την αναποφαστικότητά του; Πες μου πώς; Με ανεπαίσθητες αλλαγές της θέσης σου, μην τυχόν ενοχλήσεις τον διπλανό σου; Τον συμβιβασμό του με την μικροαστική εκδοχή της οικογένειας; Σε ρωτάω πώς; Ανασηκώνοντας το γοφό σου στο κάθισμα, αλλάζοντας θέση στο ίδιο κάθισμα, επειδή η ταινία σε κάνει κομμάτια και δεν θέλεις να το φωνάξεις εκείνη τη στιγμή; Περιμένεις να ανάψουν τα φώτα, να το συζητήσεις με την παρέα σου ή να το ανακοινώσεις στο Facebook; Ή πατώντας ένα νοητό pause σταματάς την ταινία, σηκώνεσαι όρθιος, ανεβαίνεις στη σκηνή και ρωτάς το κοινό, τι ζητάμε εμείς εδώ, αυτό που βλέπουμε μας ξεπερνά, πρέπει να το σταματήσουμε, δεν βλέπεται ομαδικά, θέλει τη μοναξιά του, θέλει  η σκέψη μας να γίνει  στοχασμός κι αυτό δεν γίνεται όταν είμαστε όλοι μαζί. Η ταινία θέλει να της παραδοθούμε, άνευ ορίων άνευ όρων.  
Αυτό έκανα χθες βράδυ βλέποντας την ταινία. Παραδόθηκα. Δεν ανέβηκα σε καμιά σκηνή κινηματογράφου. Ανέβηκα στη σκηνή του μυαλού μου κι έκανα τρεις ώρες να κατέβω. Είπα αυτά που γράφω εδώ σ'ένα ανύπαρκτο ακροατήριο και είδα την ταινία. Όταν με έπιανε από το λαιμό τη σταματούσα. Η θηλιά μετά από λίγο ξέσφιγγε σιγά- σιγά. Στο τέλος η ίδια η  φυλακή των εικόνων με απελευθέρωσε. Απ’ ό, τι φαίνεται προσωρινά.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 05, 2015

Ο TONY BASKETA


Ο Tony Basketa είναι αρκετή ώρα που βρίσκεται στο δρόμο. Στέκεται με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν, το γιακά ανασηκωμένο και το τσιγάρο, σβηστό, κρεμασμένο στα χείλη. Από τη βαλίτσα, αφημένη δίπλα του, κρέμεται το μανίκι ενός μπλε πουκάμισου και τα κορδόνια από τις μπότες του. Κάπου-κάπου ρίχνει ματιές, απέναντι, στο φωτισμένο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου. Τον έχει πετάξει έξω από το σπίτι η γυναίκα του, μετά από άγριο καυγά, με την απειλή να μην τολμήσει να γυρίσει πίσω, στον αιώνα τον άπαντα.
Ο Tony Basketa δεν έχει να πάει πουθενά. Αφού δεν έχει άλλη επιλογή, δεν το σκέφτεται καθόλου. Δεν πάει πουθενά. Μένει εκεί να περιμένει, στον αιώνα τον άπαντα.


Κυριακή, Νοεμβρίου 01, 2015

ΦΑΤΕ ΜΟΝΟΙ


Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει. Νιρβανοποιημένος, βρισκόμουν σε μια γαλήνη και σιγουριά, που δεν χωρούσε αμφισβήτηση. Μες στη μακαριότητά μου έγραφα, μιλούσα, τελεσιδικούσα, έβγαζα αποφάσεις δίχως έφεση. Μετά τον Ροίδη, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Θεοτόκη, τον Σκαρίμπα, τον Χατζή, τον Ιωάννου, τον Καζαντζή, τον Χάκκα-το προπύργιο του μικροαστισμού- λίγο Μηλιώνη, τον Καχτίτση, άντε και τον Δημητρίου, τον Σκαμπαρδώνη, τον Φάϊς, τώρα τελευταία τον Μαυρουδή, ελάχιστο, ελαχιστότατο Σερέφα, πλήρη Παπαδημητρακόπουλο, δεν υπάρχει τίποτα να με συγκινήσει, να με τραβήξει από το λαιμό και να με πνίξει μέσα στην αφηγηματική του καταιγίδα.  Έγραφα ή μάλλον σκεφτόμουν, τι να μας πει ο Παπαμόσχος, ο Σεβαστάκης, ο Παπαμάρκος, ο Μακριδάκης, η Πέτσα, η Κιτσοπούλου, πρόχειρα τους αναφέρω. Όλα έχουν ειπωθεί. Αναμασήματα, επαναλήψεις, μιμητισμός, εσωστρέφεια το λογοτεχνικό παρόν. Προβλέψιμο το μέλλον.
        Μα που βρισκόταν, όλο αυτόν τον καιρό, ο δαιμόνιος Ηλίας Κουτσούκος; Σε ποιο ράφι ήταν κρυμμένα τα βιβλία του; Πίσω από ποια ασήμαντα, αδιάφορα βιβλία μού έκλεινε το μάτι;