Σάββατο, Αυγούστου 24, 2013

ΒΡΕ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ; ΒΡΕ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ;

Την απάντηση δίνει ο Βασίλης Αμανατίδης εδώ: http://bibliotheque.gr/?p=25829

Γράφει ο ποιητής!

Η ποίηση, όπως και όλη η τέχνη, έχει δύο κυρίως κινήσεις από την πλευρά του ποιητή-καλλιτέχνη: Η μία, από το οικείο στο ανοίκειο (να «οδηγήσεις» τον αναγνώστη σε αυτό που ήδη γνωρίζει για να τον μεταφέρεις ίσως εκεί που δεν γνωρίζει) και η δεύτερη, από το ανοίκειο στο ευκτικά οικείο (να ελπίσεις ότι θα φτιάξεις αυτό που δεν ξέρει κανείς, ίσως ούτε και εσύ ο ίδιος, ώστε ο αναγνώστης να μεταφερθεί σε ένα κοινό οικείο, αυτό που ακόμη και εσύ δεν ξέρεις ακριβώς, αλλά θα ήθελες μαζί του να μάθεις). Το πρώτο είναι ασφαλέστερη, αλλά και πάλι πολύ δύσκολη, συγγραφική μέθοδος. Το δεύτερο ανήκει στις κατηγορίες τού πιθανά ανέφικτου, άρα και αυτό αξίζει τον κόπο. Και τα δύο ανήκουν στο χώρο της τέχνης, άρα δεν είναι αυτονόητα, δηλαδή: είναι δύσκολα, αλλά όχι εντελώς ανέφικτα. Επομένως: είναι προϊόν κοινής δουλειάς του ποιητή και του αναγνώστη που θα κοιταχτούν με πιθανόν ίδιο μέγεθος ματιάς.
 
Τώρα. Πριν χρόνια έλεγα αυτά, και τα υποστηρίζω ακόμη:
 
Ποίηση είναι η πιο «μαγικά» συμπυκνωμένη δημιουργική τέχνη του λόγου. Με έμφαση, όμως, στα εισαγωγικά: Αυτό το «μαγικά» δεν έχει τίποτα το πολύ μαγικό, ενώ συχνά μοιάζει να έχει ή θεωρείται πως έχει. Θα το έλεγα, λοιπόν, αλλιώς: Ποίηση είναι η πιο συμπυκνωμένη τέχνη του λόγου. Ποίηση ― εκ του «ποιώ». Τέχνη-τεχνική. Ποίημα-πράγμα. Ποιητής-σώμα-φωνή.
Όσο για τον ποιητή, αυτός τυχαίνει να έχει γεννηθεί με ένα τραύμα πολύ συγκεκριμένης θερμοκρασίας, που αγαπά να το θωπεύει ως πολύτιμο πετράδι. Είναι πάντα ναρκισσιστής του πάθους του και φετιχιστής της νεύρωσης. Όμως ταυτόχρονα είναι και ένας χειρώνακτας του θυμικού, του πνεύματος και των αισθήσεων. Κάποιος που διά της συμπύκνωσης μετασχηματίζει το λεκτικό, δουλεύοντας εντατικά κι αμείλικτα με τις λέξεις και το άλεκτον. Έτσι, μολονότι συμπεριλαμβάνει πετάγματα του νου και βάδισμα πάνω σε κάποια σύννεφα, η ποίηση είναι και μία εργασία, που απαιτεί καθήλωση και εξάσκηση. Αφού ―όπως κάθε τέχνη και κάθε τεχνική― διαθέτει ιστορία, στην οποία ο ποιητής εντρυφεί και εγγράφεται.
 
 
Ποίηση είναι και εκείνο το Πλήρες, από το οποίο πάντα κάτι θα λείπει. Αυτή η επίγνωση ωθεί τον δημιουργό ποίησης να στήνει γέφυρες προς μία ετερότητα, ώστε να μετατραπεί σε κάτι πέρα από τον εαυτό του. Γιατί η ποίηση ανήκει κυρίως στον ρευστό χώρο τού «ενδιάμεσα», όχι στην επικράτεια των ίδιων των λέξεων. Είναι διαφεύγουσα, αόρατη, εξωλεκτική. Εντοπίζεται προπάντων στις γέφυρες που στήνεις. Άρα, ο επισφαλέστερος (ουσιαστικότερος) τρόπος να την προσεγγίσεις είναι να την ψαύσεις μέσω μιας οντολογικής αφής. Όσο και αν μοιάζει παράδοξο, τούτη η οντολογική αφή επικυρώνεται προπάντων διαμέσου της ακοής, και όχι της σιωπηρής ανάγνωσης. Η ποίηση είναι ―πάντοτε ήταν― τέχνη ακροαματική.
Σήμερα, ευκτικά: Η ποίηση ας μην είναι μόνο ένα ύψος (μία ακατάδεκτα ανέγγιχτη θεότητα), αλλά και ένα εύρος (μία αενάως συνορεύουσα χώρα). Ας μην είναι κυρίως έκφραση του εγώ, αλλά του εσύ και του εμείς. Όχι όμως με τους τρόπους μιας συνθηματικής μπροσούρας ― αυτό θα ήταν οπισθοδρόμηση.
Αφού, τελικά, ποίηση είναι η επίμονη αναζήτηση ενός επαναπροσδιοριστικού Τόπου (πέρα από την ουτοπία-ευτοπία-δυστοπία). Δεν είναι ούτε ατομικό και κοινωνικό ηρεμιστικό ούτε εκτονωτικός μηχανισμός. Δεν ανήκει ποτέ σε ένα πράγμα μόνο. Είναι αταξινόμητο και αυτοαναφλεγόμενο πολλαπλασιαστικό υλικό.
Ακριβώς γι’ αυτό, οι ποιητές οφείλουν ακόμη και σήμερα ―ίσως ειδικά σήμερα― να είναι εφευρέτες του ονείρου και αυτοδιορισμένοι μάγοι. Αλλά μαζί και εργάτες που πράττουν μοναχικά και συλλογικά την αντίξοη ουτοπία, αγωνιζόμενοι να ανακαλύψουν τη φόρμουλα που θα μετατοπίσει ―έστω και ελάχιστα― τα όρια του βλέμματός μας· για τον εαυτό, τους άλλους και τον κόσμο. Η αναπροσαρμογή και επαναδιαπραγμάτευση των ονειρικών προτύπων μας είναι εργασία, όχι αιθεροβασία. Αυτή η εργασία στο όνειρο είναι σκληρή δουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει.

ΩΣΤΟΣΟ:
 
από τα λόγια αυτά (ειπωμένα-γραμμένα μεταξύ 2002 και 2008), έμειναν απ’ έξω οι εξής πολλές παρατηρήσεις, που μου έρχεται τώρα σωστό να πω:
 
Σε κάθε αφήγηση (είτε γράφεις ποίημα ή διήγημα είτε κάνεις θέατρο είτε είσαι dj), αυτό που κινεί τον αποδέκτη είναι το οργανικά «ανοίκειο», αυτό που φαινομενικά δεν περιμένεις να λάβεις-δει-διαβάσει-ακούσει, αλλά τώρα που το έλαβες-είδες-διάβασες-άκουσες νιώθεις ότι το ήξερες από πάντα ή ότι θα το επεξεργαστείς, ώστε να το ενσωματώσεις λες και το ήξερες από πάντα. Μιλάμε πάντα για το ανοίκειο, αλλά εντός πλαισίου, το εύρος του οποίου το αποφασίζεις εσύ ποντάροντας στο κενό και ελπίζοντας ότι πόνταρες καλά (εσύ: ο ποιητής, αλλά και εσύ: ο αναγνώστης). Επομένως, δημιουργείς εντός περίπλοκων πλαισίων ― αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα απολύτως. Αν νιώθουμε τα πλαίσια μόνον ως εμπόδια, ας μην είμαστε καλύτερα καλλιτέχνες. Προκειμένου όμως αυτό το ανοίκειο να είναι οργανικά ενταγμένο στο σύνολο, να είναι δηλαδή σώμα, θα πρέπει οπωσδήποτε ο αφηγητής (γιατί οι φορείς κάθε τέχνης είμαστε αφηγητές) να έχει πρώτα απ’ όλα προ πολλού αποδεχτεί το ίδιο το ανοίκειο μέσα του. Και εννοώ: να το έχει αποδεχτεί απολύτως, ώστε να μπορεί να το μετατρέψει σε πιθανά οικείο και να μην πελαγοδρομεί θωπεύοντας τις συναισθηματολογικές οικειότητες του κοινού γούστου. Έπειτα, να έχει καταλάβει πια ότι το ανοίκειο είναι εκείνο το οικείο που ο ίδιος δεν γνωρίζει ακόμη (αλλά το συμπεριλαμβάνει), και το οποίο μόνο εν μέρει ποτέ θα γνωρίσει. Το ποίημα είναι η στιγμή εκείνη όπου το ξένο φανερώνεται και πραγματοποιείται, και το οποίο δίχως να έχει εξηγηθεί έχει αίφνης τείνει χειραψία προς το συγγνωστό-οικείο. Αλλιώς δεν έχει νόημα (δεν γράφουμε ποτέ ποίηση όταν λέμε αυτά που ξέρουμε ήδη, αλλά αυτά που ετοιμαζόμαστε να μάθουμε ή μας αποκαλύπτονται μέσα από μια ρωγμή). Όταν ο κάθε ποιητής γράφει, κάλλιστο είναι να  α φ ή ν ε τ α ι  στη διαίσθησή του, στην παρόρμησή του, σε ό,τι θα λέγαμε: καύλα. Αυτό κάνει την επιλογή του ισχύουσα, αλλά έπεται τρομακτική δουλειά ώστε να σιγουρέψει μέσα του ότι η παρόρμηση είναι μόνιμη, έχει θέση στο σύνολο.

Όλα αυτά μάς διδάσκουν μερικά πράγματα: 1. Κάθε τέχνη της αφήγησης (δηλαδή: κάθε τέχνη) χρειάζεται διακύμανση, δηλαδή το στοιχείο τού πάνω και τού κάτω, της εναλλαγής, ό,τι θα αποκαλούσε η φίλη μου η Σοφία: δραματουργία. Δραματουργία οφείλει να διαθέτει (ακόμη και ασυνείδητα) κάθε συνειδητή ροή πράξεων στη ζωή μας, οπωσδήποτε πάντως κάθε ποίημα και κάθε βιβλίο ποιημάτων μας. Υπ’ όψιν, η δραματουργία οφείλει να αγαπά τα κενά και τις ασυνέχειες, γιατί δεν ζούμε στον 18ο ούτε στον 19ο αιώνα, αλλά σ’ έναν αμφίθυμο 21ο, που εμείς αποφασίζουμε τι πρόσημο κάθε φορά θα του προσδώσουμε. 2. Κάθε αφηγητής υποστηρίζει καλύτερα τη διακύμανση που προκαλεί στον απέναντι όταν αυτή η διακύμανση έχει προκύψει φυσικά-σωματικά-αιφνίδια, με την απόφαση δηλαδή του σώματός του ή της σωματικής ύλης του νου του. 3. Δεν υπάρχει λάθος στην αφήγηση, ούτε σωστό, ούτε πρέπον, ούτε «άπρεπο». 4. Είναι, λοιπόν, καλό να λειτουργούμε με τον οργανισμό μας συντονισμένο: όχι μόνο νους, αλλά και σώμα, όχι μόνο λογική, αλλά και διαίσθηση. 5. Κάτι «όμορφο» μπορεί να προκύψει από ένα ευεργετικό ατύχημα, που εκπλήσσει ακόμη και τον δημιουργό του, γιατί τον βγάζει από τον απόλυτο έλεγχο και διασαλεύει ακόμη και την προσωπική του αντίληψη γι’ αυτό που ο ίδιος νομίζει ότι μέσα του περιέχει ή μόλις προ ολίγου περιείχε. 6. Φερ’ ειπείν: Μια φράση που έχουμε φτιάξει με απόλυτο έλεγχο μπορεί να είναι σωστή για το κείμενό μας, αλλά αυτό δεν είναι θέσφατο, δεν ισχύει πάντα. Αφήνουμε, λοιπόν, πάντοτε στο κείμενό μας πράγματα και φράσεις τα οποία δεν ελέγχουμε, πράγματα που μας ηχούν παράταιρα ή ακόμη και «άσχημα» (μη συμβατά με την καθωσπρέπει αισθητική μας, και με την εικόνα που θα θέλαμε να δημιουργήσουμε στους άλλους, δηλαδή: για τον κοινωνικό εαυτό μας), στοιχεία εν τέλει που δεν καταλαβαίνουμε καλά καλά ούτε εμείς οι ίδιοι, οι υπεύθυνοι της ίδιας μας της αφήγησης. 7. Ένας στίχος που σχίζει το ασυνείδητο και φτάνει στην επιφάνεια χωρίς να μας ρωτήσει είναι πάντα σωστός και λειτουργικός, θα πρέπει να τον ακούμε πάντα, να του υποτασσόμαστε, και να του δίνουμε το χώρο να υπάρξει.
 
 
Ποίημα είναι αυτό το πράγμα από λέξεις όπου όλα βρίσκονται στη «σωστή» (δηλαδή στη σωστά λάθος) σειρά, και τίποτα δεν μπορεί να μετακινηθεί από τη σειρά αυτή γιατί, αν μετακινηθεί, θα αλλάξει ―διόλου παραδόξως― όχι μόνο η αίσθηση, αλλά και η πειθώ των στίχων, άρα και το ίδιο το νόημά τους. Το ποίημα είναι ένας τόσο καλά δουλεμένος μηχανισμός που, αν ένα γρανάζι λείπει ή βρεθεί αλλού, όλοι καταλαβαίνουμε ότι βλέπουμε ένα ρολόι, αλλά το ρολόι αυτό δεν θα λειτουργεί.
Άρα το ποίημα βασίζεται προπάντων στην ακρίβεια των λέξεων και της σύνταξης, δηλαδή στην απόφαση ότι μια ακρίβεια υπηρετεί την υποκειμενική μας ανακρίβεια για χάρη μιας νέας συνεννόησης. Το νόημα στο ποίημα δεν είναι το απολύτως πρωτεύον. Ακόμη και αν προηγείται (δηλαδή αν το συνέλαβε πρώτο ο ποιητής), στην ουσία έπεται: Στην ποίηση, η φράση για να λάβει το νόημά της πρέπει να ηχεί όπως πρέπει. Μόνο ο πρέπων ήχος θα μεταδώσει το νόημα. Όποιο ποίημα αγωνιά να μεταδώσει ένα νόημα, αλλά δεν έχει εφεύρει τον ακριβή ήχο αυτού του νοήματος, είναι απλώς σκέψη, φιλοσοφική ενατένιση, μοίρασμα εσωψύχων, αλλά όχι ποίημα. Δεν μετέβη σε καμία ετερότητα, απλώς επανενσωματώθηκε στο οικοσύστημα του «ποιητή» της. Αφού ο ποιητής δεν μιλά ακριβώς τη γλώσσα της ζωής του. Ο ποιητής είναι ένας performer: Μετατρέπει (μέσα από τον εαυτό του) τον εαυτό σου σε κάτι άλλο, και μαθαίνει διαρκώς να μιλά τη γλώσσα αυτού τού «κάτι άλλου».
 
 
Επομένως (όσο άσχετα κι αν φαίνονται τα επόμενα αυτή τη στιγμή), τα πρώτα τεχνικά στοιχεία της ποίησης είναι τα απολύτως αναγκαία τής κοινά συνεννοημένης γλώσσας μας: Η γραμματική, το συντακτικό, η εντρύφηση στα σχήματα λόγου, ό,τι αποκαλούμε «πάθη» της γλώσσας, η εξαντλητική κατανόηση της στίξης (και της «σωματικής» της αντιστοίχισης ― δηλαδή: η επίπτωση πάνω στον τρόπο της αναπνοής), και ύστερα η συνειδητοποίηση του έμμετρου, ποικιλόμετρου και «ελεύθερου» λόγου, δηλαδή η άσκηση στην εσωτερική και μεγαλόφωνη ανάγνωση, η σωματοποίηση του λόγου. Στόχος απώτερος και βαθύς, η εύρεση των εσωτερικών μέτρων και ρυθμών του καθενός.
 
Και αυτό γιατί βλέπω στα ποιήματα μια ευκαιρία για εξοικείωση με το Άλλο, για το πλησίασμά μας μέσω του ατομικού αινίγματος. Μαθαίνεις να μιλάς τη γλώσσα σου, αφού πρώτα μάθεις τη γλώσσα των άλλων. Και επιπλέον: Δεν φτάνεις ποτέ σε δική σου γλώσσα (την οποία θα ακούσουν οι άλλοι) εάν δεν έχεις ακούσει βαθιά τη γλώσσα των άλλων. Τα ποιήματα, τέλος, οφείλουν πάντα να ταράζουν τον αναγνώστη. Γιατί αλίμονο αν η ποίηση μας ανακουφίζει απλώς, και δεν μας ταράζει ή δεν μας δυσκολεύει (άρα: εκπαιδεύει στην ετερότητα και επομένως: διευρύνει).
 
*** Στη φωτογραφία η δική μου εκδοχή για την ποίηση: Η Νταίζη!

Παρασκευή, Αυγούστου 16, 2013

Παρασκευή, Αυγούστου 09, 2013

ΔΗΛΩΣΗ

Αγαπητοί μπλογκοσυνάδελφοι,
Δηλώνω υπεύθυνα ότι κατά την διάρκεια του θέρους δεν μένω άπραγος, κοινώς δεν λουφάρω. Κάπου-κάπου διαβάζω κανένα βιβλίο. Σας διαβεβαιώ, λοιπόν, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της δήλωσής μου, ότι η θάλασσα του χωριού μου είναι πολύ καλύτερη από τη «Θάλασσα» του Τζων Μπάνβιλ.

Ο δηλών

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ





Σάββατο, Αυγούστου 03, 2013

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Θα ήθελα να ευχαριστήσω δημόσια την κυρία κ.κ (αγνώστων λοιπών στοιχείων) για την πρόταση της ταινίας.
Υ.Γ Βέβαια την πρότεινε στον κύριο που πηγαινοερχόταν στην προηγούμενη ανάρτησή μου, αλλά η ανοιχτή πρότασή της ήταν δελεαστική. Γνωρίζοντας την αισθητική της ποιότητα, έτρεξα να παρακολουθήσω την ταινία, σαν να απευθυνόταν σε μένα, και δεν βγήκα ζημιωμένος.