Τρίτη, Οκτωβρίου 25, 2011

Η ΜΟΛΥΒΟΘΗΚΗ

Μέχρι τώρα, το μέγεθος της κοιλιάς που απέκτησα, στα μάτια του κόσμου αποτυπώνεται  ώς αποτέλεσμα της  οικονομικής μου ευμάρειας, γεγονός λανθασμένο, πέρα ως πέρα, αν ζητάτε τη γνώμη μου,  αν και οι περισσότεροι ανάλγητοι κριτικοί της πληθωρικής παρουσίας μου, συνδέουν  την αύξηση του όγκου της,  στη δωρεάν κατανάλωση φαγητού στο χώρο του ξενοδοχείου που δουλεύω. Παραβλέπω το γεγονός, ότι η δική τους σωματική διάπλαση δεν πηγαίνει καλύτερα, κατά τους θερινούς μήνες, ώστε η πρόσκλησή μου ν’ανέβουν στη ζυγαριά που ζυγίζουμε τα κρέατα, φαντάζει στο μυαλό τους, σαν  το ικρίωμα που θα αποκαθηλώσει την εικόνα που κτίζουν, καθημερινά, ως αξιοπρεπείς εργαζόμενοι, οι οποίοι οφείλουν να  τηρούν, με κάθε κόστος,  τις προδιαγραφές της κοινωνικής σύμβασης και ευπρέπειας, που εκ του ασφαλούς διακηρύσσουν, μπουκωμένοι με τα υπολείμματα μοσχαρίσιου φιλέτου που καταναλώνουν κάθε βράδυ, μετά το τέλος της εργασίας τους.
 H αύξηση της κοιλιακής μάζας μου είναι, κατ’αρχήν, μια θαυμάσια απάντηση στην προηγούμενη διάρκεια των χρόνων της ζωής μου, όπου η ισχνή σωματική παρουσία μου, αρκετές φορές, έφτανε μέχρι τα όρια του χλευασμού. Από την Rosemary που με φώναζε skinny boy όταν μεθούσε, μέχρι  την ώρα που γδυνόμουν για να την πηδήξω, γιατί μετά τα ξεχνούσε όλα με τον χοντρό, ευτυχώς, πούτσο μου στα έγκατά της,  φτάνοντας μέχρι τον  εργοδότη μου, ο οποίος επαιρόταν ότι από τη στιγμή που τον γνώρισα «έγινα άνθρωπος», εννοώντας ότι μαζί του κατάφερα να «πάρω πάνω μου», σωματικά φυσικά, γιατί από άποψη επαγγελματικής βελτίωσης, ήμουν, κατά τα λεγόμενά του, ανεπίδεκτος μαθήσεως, γεγονός που επιβεβαιωνόταν από τις οικονομικές απολαβές μου.
Κατάφερα λοιπόν με τα χρόνια να αυξήσω την κοιλιακή μου μάζα, ξεπερνώντας τα απίστευτα ψυχολογικά προβλήματα του χλευασμού και απαξίωσης της προηγούμενης περιόδου της ζωής μου, περπατώντας, τώρα πια, με το κεφάλι ψηλά και την κοιλιά προτεταμένη, θέλω δεν θέλω, σαν επιστέγασμα της προσπάθειας που διήρκεσε αρκετά χρόνια. Τώρα, βέβαια, περηφανευόμαι ότι στόχος μου είναι να φτάσω την κοιλιά του Κραουνάκη, τον Πάγκαλο δεν τον αναφέρω γιατί μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, την θαύμαζω  όταν νιώθω το κεφάλι της Ελένης, να βουλιάζει πάνω της, μετά την έξαλλη σεξουαλική πράξη, που παραμένει, ανεξάρτητα των σωματικών μεταβολών, το προσόν μου, αισθάνομαι τον παλμό της όταν γελώ , απολαμβάνοντας τους κυματισμούς  και τις μετατοπίσεις της, κατά την διάρκεια του γέλιου μου. Κάθε εχέφρων άνθρωπος, που σέβεται το καταπραυντική θεραπεία του γέλιου, οφείλει να έχει και να διατηρεί τεράστια κοιλιά, τελεία και παύλα.
Ενώ όλα αυτά είχαν τεκμηριωθεί στο μυαλό μου, αλλά όχι στο μυαλό των άλλων, όταν  απαντούσα στις ρητορικές ερωτήσεις τους, τι θα κάνω, τέλος πάντων, μ’αυτή την κοιλιά, ένα άλλο επιχείρημα, υπέρ της διατηρήσης των διαστάσεων της , απευθυνόμενο, όμως, αποκλειστικά στους προνομιούχους αναγνώστες, τους αρεσκόμενους στη δια βίου μάθηση,  οι οποίοι θα βρεθούν στην ευχάριστη θέση να διαβάσουν το κείμενό μου,  απλό στην τεκμηρίωσή του, γιατί ήταν τυχαίο, ήρθε να προστεθεί στη γκάμα των επιχειρημάτων μου. Και εξηγούμαι.
Διαβάζοντας, λοιπόν, την «Φαινομενολογία του πνεύματος», λίγες μέρες πριν, καθισμένος στη δερμάτινη πολυθρόνα μου, έχοντας απέναντί μου το ανοιχτό παράθυρο, που άφηνε το εξαντλημένο φως της μέρας, να ακουμπά στην άκρη αυτής της μικρής γωνιάς του πλανήτη, εκεί, δηλαδή, που είχα τοποθετημένο τον εκτυπωτή, το άσκοπο κράτημα του μολυβιού στο δεξί μου χέρι, που χρησιμοποιούσα για να σημειώνω τις ιδέες του Χέγκελ, ταυτόχρονα με το βάρος του βιβλίου που ήμουν αναγκασμένος να κρατώ στα χέρια μου, με οδήγησε, αυθορμήτως, οφείλω να ομολογήσω, στην ανάγκη τοποθέτησης του μολυβιού, σε άλλο σημείο, εκτός του χεριού μου.  Η πρώτη και λογική σκέψη ήταν ότι όταν δεν το χρειαζόμουν να το τοποθετώ στο τραπεζάκι, που βρισκόταν δίπλα μου. Αλλά ήταν τόσο πολύς ο αριθμός των σημειώσεων ώστε η διαδικασία άρχισε να με εκνευρίζει και να με απομακρύνει από τη σκέψη του μεγάλου διδασκάλου. Απαυδισμένος από τη συνεχή μετακίνηση του χεριού απο το τραπεζάκι στο χέρι και από το χέρι στο τραπεζάκι, αυτό το υπέροχο  όργανο, το μυαλό εννοώ, έδωσε τη λύση. Σαν κάτι αόρατο αλλά ανάλαφρο, τη στιγμή που τελείωνα τη σημείωσή μου, αντί να οδηγήσει το χέρι μου στο τραπεζάκι, το οδήγησε στη εσοχή που σχημάτιζε το σώμα μου μεταξύ κοιλιάς και στήθους. Το μολύβι στάθηκε στη θήκη του σώματός μου, ο όγκος της κοιλιάς μου το προστάτεψε να μην κυλήσει προς τα κάτω, το δε στήθος μου, που δεν διακρίνεται για τις γραμμώσεις του , το κάλυψε ελαφρώς, σαν να είχε δημιουργηθεί για να χρησιμεύσει στη δημιουργία της ιδιότυπης αυτής θήκης.
Από τότε χρησιμοποιώ το σημείο αυτό του σώματός μου σαν θήκη μολυβιού, αφενός, διευκολύντας την ανάγνωσή μου, αφετέρου, επέκτεινα τη γκάμα των επιχειρημάτων μου, νοιώθοντας, τώρα πια, περισσότερο ασφαλής απέναντι στην επιθετικότητα των επικριτών μου.  Αρκεί να κάτσουν να με ακούσουν. Γιατί εκεί βρίσκεται το πρόβλημα, όταν ξεκινάω την επιχειρηματολογία μου, απομακρύνται σαν να βλέπουν ακρίδα έτοιμη να προσγειωθεί στο μάτι τους, μην γράψω κάτι άλλο και θεωρηθώ χυδαίος.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 21, 2011

ΔΗΛΩΣΗ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΚΑΙ ΟΛΩΝ ΜΑΣ


Η προκλητική κυβερνητική αναλγησία μετρά τον πρώτο νεκρό διαδηλωτή. Η καλυπτόμενη κάτω από τον μανδύα της Δημοκρατίας επαίσχυντη και ένοχη για την καταστροφική πτώχευση Ολιγαρχία έχει γυρίσει το ρολόι της ιστορίας πίσω στην δεκαετία του ΄60.Όμως ο ελληνικός λαός δεν θα μείνει απαθής θεατής του απαγχονισμού του. Αποτίουμε φόρο τιμής στον 
νεκρό διαδηλωτή και εκφράζουμε την αμέριστη συμπαράστασή μας στην οικογένειά του. Στεκόμαστε όρθιοι και συνεχίζουμε τον αγώνα.
Αθήνα,
20.10.2011
Μίκης Θεοδωράκης

ΔΑΚΡΥΣΑΜΕ!

Βουρκώσαμε με το συνειδησιακό πρόβλημα της Βάσως!

Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2011

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!



Ο άγγλος συγγραφέας Τζούλιαν Μπαρνς απέσπασε το Βραβείο Μπούκερ 2011 για τη νουβέλα του «The Sense Of an Ending». Ηταν η τέταρτη (και εκ του αποτελέσματος η πιο τυχερή) φορά που ήταν υποψήφιος στη βραχεία λίστα για το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο του αγγλοσαξονικού κόσμου.
Ο 65χρονος νικητής (που έλαβε και το χρηματικό έπαθλο των 50 χιλιάδων λιρών) δήλωσε ανακουφισμένος και ενθουσιασμένος που τελικά κέρδισε το βραβείο κατά την ανακοίνωση του ονόματός του στην επίσημη τελετή στο Γκίλντχολ του Λονδίνου το βράδυ της Τρίτης 18 Οκτωβρίου.
Η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Στέλλα Ρίμινγκτον, πρώην γενική διευθύντρια της αγγλικής μυστικής υπηρεσίας Μ-15, είπε ότι το βιβλίο «έχει όλες τις ενδείξεις ενός κλασικού έργου της αγγλικής λογοτεχνίας». Το σύντομο αυτό μυθιστόρημα του Μπαρνς για τη φιλία των παιδικών χρόνων και τις ατέλειες της ανθρώπινης μνήμης είναι «εξαίσια γραμμένο, έχει έξυπνη και λεπτοδουλεμένη πλοκή και κάθε του ανάγνωση μας αποκαλύπτει ένα νέο βάθος. Κρίναμε ότι αυτό το βιβλίο μιλάει στον άνθρωπο του 21ου αιώνα» υπογράμμισε η ίδια.
Με τη σειρά του ο Τζούλιαν Μπαρνς ευχαρίστησε την επιτροπή «για τη σοφία της - για την οποία δεν θέλω να ακούσω κακή κουβέντα - και τους χορηγούς για την επιταγή τους» σχολιάζοντας έτσι εμμέσως και με χιούμορ τα βέλη που δέχθηκαν οι εφετινοί κριτές ότι με τις επιλογές τους στη βραχεία λίστα δεν προέκριναν πάνω απ' όλα τη λογοτεχνική ποιότητα των μυθιστορημάτων (αποκλείοντας συγγραφείς όπως ο Αλαν Χόλινγκχερστκαι ο Σεμπάστιαν Μπάρι). Η βράβευση του Τζούλιαν Μπαρνς βεβαίως αποκαθιστά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα πράγματα.
Είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου (με το ενδέκατο μυθιστόρημα) για μια από τις πιο εκλεπτυσμένες πένες της Αγγλίας, για έναν δόκιμο συγγραφέα που γεννήθηκε το 1946 στο Λέστερ και σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία στην Οξφόρδη. Τρεις φορές κατά το παρελθόν έφτασε πολύ κοντά στην πηγή αλλά δεν ήπιε νερό: το 1984 με το μυθιστόρημα «Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ», το 1998 για το «England, England» και το 2005 για το «Αρθουρ και Τζορτζ» (όλα στα ελληνικά απ' τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Κονταξάκη).
Ευχαριστώντας τη Σούζαν Ντιν που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια του βιβλίου, ο Μπαρνς τόνισε πως «όσοι από εσάς έχετε δει το βιβλίο - πέραν των όσων πιστεύετε για το περιεχόμενό του - μάλλον θα συμφωνείτε ότι είναι ένα όμορφο αντικείμενο». Εσπευσε μάλιστα να συμπληρώσει ότι «το βιβλίο ως αντικείμενο, αν θέλει να επιβιώσει απέναντι στο ηλεκτρονικό βιβλίο, πρέπει να μοιάζει με κάτι που αξίζει κάποιος να αγοράσει και να διατηρήσει».
Οι πωλήσεις των βιβλίων της βραχείας λίστας παρουσίασαν εφέτος άνοδο 127% σε σχέση με πέρυσι. Ηταν η καλύτερη εμπορικά χρονιά για το βραβείο που απονέμει η πολυεθνική εταιρεία «Man». Συγκεκριμένα το βιβλίο του νικητή έχει πουλήσει πάνω από 27.500 αντίτυπα από τότε που κυκλοφόρησε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 150 σελίδων μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς δεν είναι το πιο σύντομο που έχει βραβευτεί ποτέ με το Μπούκερ. Η Πενέλοπε Φιτζέραλντ κατέχει το ρεκόρ συντομίας με το μυθιστόρημα «Offshore» που είχε κερδίσει το 1979 με 132 σελίδες.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στη Μ. Βρετανία τον Αύγουστο του 2011 και μεταφράζεται ήδη σε πολλές γλώσσες. Από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» θα κυκλοφορήσει στις 21 Νοεμβρίου 2011σε μετάφραση Θωμά Σκάσση.


http://www.vimagazino.gr/culture/article/?aid=425786


Booker prize 2011: Julian Barnes triumphs at last


Julian Barnes finally won the literary prize that has eluded him on three previous occasions when he was tonight presented with the Man Booker prize for his short novel, The Sense of an Ending.
His victory came after one of the most bitter and vituperative run-ups to the prize in living memory - not among the shortlisted writers, but from dismayed and bemused commentators who accused judges of putting populism above genuine quality.
But few of those critics could claim Barnes' novel is not of the highest quality. The chair of this year's judges, former MI5 director general Stella Rimington, said it had "the markings of a classic of English Literature. It is exquisitely written, subtly plotted and reveals new depths with each reading."
Much of the row over the shortlist has stemmed from Rimington's own prioritisation of "readability" in the judging criteria. But tonight, she said quality had always been just as important.
"It is a very readable book, if I may use that word, but readable not only once but twice and even three times," she said. "It is incredibly concentrated. Crammed into this short space is a great deal of information which you don't get out of a first read."
Accepting the prize, Barnes thanked the judges for their wisdom and the sponsors for their cheque. He also offered some advice to publishers: "Those of you who have seen my book, whatever you think of its contents, will probably agree it is a beautiful object. And if the physical book, as we've come to call it, is to resist the challenge of the ebook, it has to look like something worth buying, worth keeping."
Afterwards Barnes admitted a sense of relief at finally winning. "I didn't want to go to my grave and get a Beryl," he said referring to Bainbridge, who was shortlisted five times, never won and received a posthumous Best of Beryl Booker prize.
He said the "readability" row had been "a false hare" to which he had paid little attention, adding: "Most great books are readable. Any shortlist of the last ten years that I've read has contained nothing but what you would call readable books."
Barnes once called the prize "posh bingo" and he said he had not changed his view – it simply depended on who the judges were and what they liked. "The Booker prize has a tendency to drive people a bit mad," he said, not least writers with "hope and lust and greed and expectation" so the best way to stay sane, he said, was by treating it as a lottery until you win "when you realise that the judges are the wisest heads in literary Christendom". Asked what he would spend the £50,000 prize money on he said a new watch strap was first on his list. "I could buy a whole new watch."
The book, at 150 pages, is undoubtedly short, but not the shortest to ever win the prize – that record belongs to Penelope Fitzgerald'sOffshore, which won in 1979 and is shorter by a few hundred words.
The Sense of an Ending, Barnes' 11th novel, explores memory: how fuzzy it can be and how we amend the past to suit our own wellbeing. It tells the story through the apparently insignificant and dull life of arts administrator Tony Webster.
"One of the things that the book does is talk about the human kind," said Rimington. "None of us really knows who we are. We present ourselves in all sorts of ways, but maybe the ways we present ourselves are not how we really are."
Rimington said the question of whether Barnes was overdue to win the £50,000 prize never entered her mind or figured in the debate. "We really were, and I know you find it very boring of me to say so, looking at the books that we had in front of us," she said.
Despite the sometimes hostile reaction to the shortlist, Rimington said she had enjoyed the process of judging. "I've been through many crises at one time or another in which this one pales, I must say. We've been very interested by the discussion. We've followed it sometimes with great glee and amusement. The fact that it has been in the headlines is very gratifying."
It took the judges (Rimington, MP Chris Mullin, author Susan Hill, the Daily Telegraph's head of books Gaby Wood and the former Spectator editor Matthew d'Ancona) just 31 minutes to decide on the winner, after what Rimington called "an interesting debate." They had been divided 3-2 at the beginning of the judging meeting, but were all agreed by the end.
"There was no blood on the carpet, nobody went off in a huff and we all ended up firm friends and happy with the result," she said.
Barnes, 65, had been shortlisted for the prize three times previously; in 1984 with Flaubert's Parrot, when he lost out to Anita Brookner; win 1998 with England, England, losing to Ian McEwan; and with Arthur & Georgein 2005, when he lost to John Banville.
What was particularly striking this year was that Barnes was the only seriously big hitter on the shortlist, and the only author to have been shortlisted previously.
The others on the shortlist were Carol Birch for her much-admiredJamrach's Menagerie, a historical high seas adventure; two Canadian writers - Patrick deWitt for The Sisters Brothers, a picaresque western, and Esi Edugyan for Half Blood Blues, which mixes the raw beauty of jazz and the terror of Nazism; and two debut novels – Stephen Kelman forPigeon English, which tells the story of a Ghanaian boy who turns detective on a south London housing estate; and AD Miller forSnowdrops, a Moscow-set tale of corruption and moral decline.
The shortlist undoubtedly prompted a livelier debate about what makes a great novel with many commentators annoyed by judge Chris Mullin's belief that a book had to "zip along" to be worthy of being considered.Last year's Booker chairman Andrew Motion also weighed in, accusing the judges of creating a "false divde" between what is high end and what is readable, and questioning the absence of authors such as Alan Hollinghurst, Edward St Aubyn and Ali Smith.
The row has also led to a group of writers, publishers and agentsannouncing plans to set up a rival literary prize that would reward the artistic achievement of a writer above 'readability.'
Full details of the Literature Prize have yet to be announced but the agent Andrew Kidd said they felt "a space has opened for a new prize which is unequivocally about excellence." However, not everyone condemned the shortlist. Book sellers, in particular, were happy with a list that resulted in record Booker sales. A spokesman for Waterstones, Jon Howell, called the critical reaction "ungracious sniping" and said Barnes was a worthy winner.
If anyone is upset at the win, it may well be the bookies. William Hill said more than half of all bets had been for Barnes, a 6/4 favourite.


• This article was amended on 19 October 2011. The original described Matthew d'Ancona as editor of the Spectator. This has been corrected to former editor.
http://www.guardian.co.uk/books/2011/oct/18/booker-prize-julian-barnes-wins?newsfeed=true

Δευτέρα, Οκτωβρίου 17, 2011

Steve Jobs (1955-2011)


Ο Θεός είναι νεκρός. Ο θάνατός του έκανε να ξεσπάσει ένα άνευ προηγουμένου κύμα συναισθηματισμού, τόσο στα παραδοσιακά μέσα όσο και τα social media. Όμως, ενώ συμπάσχουμε βέβαια με τους φίλους και την οικογένειά του, είναι αναγκαίες ορισμένες ψύχραιμες κριτικές σκέψεις. Καθώς κατακλυζόμαστε από πρωτοσέλιδες νεκρολογίες και σαχλά λογοπαίγνια όπως «iSad», είναι δύσκολο να μη σκεφτούμε ότι δεν πενθούμε τόσο τον άνθρωπο όσο λατρεύουμε την εικόνα του. Στην εποχή των υλικών ψευδαισθήσεων και των ψεύτικων υποσχέσεων, ο Στηβ Τζομπς ήταν ο Θεός -- έτσι έμοιαζε τουλάχιστον. Γιατί, ακριβώς τη στιγμή που η «μετα-υλική» συνείδηση της γενιάς του μπέιμπι μπουμ άρχισε να έρχεται αντιμέτωπη με τις δικές της σφοδρές εσωτερικές αντιφάσεις, ο Τζομπς ήταν ο άνθρωπος που προσέφερε στα μέλη της αστικής ιντελιγκέντσιας της Δύσης τον τρόπο να συνεχίσουν να καταναλώνουν, διατηρώντας παράλληλα την ψευδαίσθηση ότι παραμένουν χίππηδες. Στην πορεία, ο Τζομπς αναβίβασε τον πανάρχαιο φετιχισμό του εμπορεύματος σε εντελώς νέα επίπεδα. Ακινητοποιημένοι ανάμεσα στις αντικρουόμενες ανάγκες μας για άμεση ικανοποίηση, διαρκή αυτοεπιβεβαίωση και επιπόλαια αυτοπραγμάτωση, αγκαλιάσαμε τον Τζομπς σαν τον Άγιο Πατέρα: τον αόρατο άνθρωπο, τον «θαυματοποιό»: θα ικανοποιούσε όλες τις επιθυμίες μας, επιτρέποντάς μας, την ίδια στιγμή, να μετανοήσουμε για τις αμαρτίες μας. Γιατί το να έχεις ένα iPhone δεν ήταν πλέον ζήτημα χρηστικότητας ή επιβεβαίωσης του κοινωνικού status -- μετατράπηκε σε μια πράξη εξέγερσης. Ενάντια σε τι, κανένας δεν ήξερε. Όμως, το «Σκέψου διαφορετικά» [«Think different», διαφημιστικό σλόγκαν της Apple] ακουγόταν υπέροχο. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα αυτής της ειδωλολατρίας από τη νεκρολογία του Economist. Χαρακτηρίζοντάς τον εύστοχα «Ο Μάγος», το περιοδικό, αυτός ο ιδεοτυπικός εκφραστής της ιδεολογίας της ελεύθερης αγοράς, τον ύμνησε ως τον «άνθρωπο που του άρεσε να βλέπει τον εαυτό του σαν χίππυ, μονίμως εξεγερμένο ενάντια στις μεγάλες εταιρείες», ο οποίος όμως «στο τέλος έχαιρε της εκτίμησης πολλών επιχειρηματικών κολοσσών ως ένα από τα πλέον διακεκριμένα ανώτατα στελέχη όλων των εποχών»: «Οι αντιδράσεις που προξένησε ο θάνατός του, με τους ανθρώπους που άφηναν κεριά και λουλούδια έξω από καταστήματα της Apple, το βουητό του διαδικτύου με τα αφιερώματα των πολιτικών αποδεικνύουν ότι ο κ. Τζομπς υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένας έξυπνος άνθρωπο που έβγαζε χρήματα. Ξεχώρισε με τρεις τρόπους: σαν πρωτοπόρος της τεχνολογίας, σαν επιχειρηματικός ηγέτης και σαν κάποιος ήταν σε θέση να κάνει τους ανθρώπους να αγαπούν ό,τι προηγουμένως αποτελούσε απρόσωπο, χρηστικό γκάτζετ. Παραδόξως, αυτό το τρίτο χαρακτηριστικό είναι εκείνο που μπορεί να ασκήσει τη βαθύτερη επίδραση στον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Η εποχή της προσωπικής τεχνολογίας, από πολλές απόψεις, ξεκίνησε μόλις τώρα». Ως γνήσιο τέκνο της γενιάς του μπέιμπι μπουμ, ο Τζομπς δεν ήταν μόνο ένας λαμπρός καινοτόμος ή πιο επιτυχημένος επιχειρηματίας του κόσμου. Ήταν ένας άνθρωπος της αγοράς. Έχοντας ζήσει τη δεκαετία του 1960, ο Τζομπς συνειδητοποίησε, όσο κανένας άλλος, τη σημασία της αισθητικής για την προοδευτική μετα-υλική μεσαία τάξη της ύστερης καπιταλιστικής κοινωνίας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μητέρα μου που, βλέποντας το πρώτο της iPod Nano, αναφώνησε: «Τι σέξι μηχανηματάκι!». Αυτή ήταν η ευφυΐα του Τζομπς. Ναι, ο Τζομπς ήταν επαναστάστης. Με τα λόγια του Καρλ Μαρξ, «η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί αδιάκοπα τα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις». Το καινοτόμο πνεύμα του Τζομπς και η επιχειρηματική του νοοτροπία τον βοήθησαν να επαναστατικοποιήσει την κοινωνία μας. Ο Γιόζεφ Σούμπετερ έγραφε ότι οι επιχειρηματίες εξαπολύουν «τη θύελλα της δημιουργικής καταστροφής». Η δημιουργική καταστροφή είναι αυτό που ήξερε να κάνει άριστα ο Τζομπς. Στην πορεία, ο Τζομπς κατέληξε να είναι ένας διαμορφωτής της Ιστορίας. Ήταν ένας από τους ελάχιστους, στις τάξεις των επιχειρηματικών ελίτ. που συνετέλεσε στην εξέλιξη των ΗΠΑ σε αυτό που σήμερα --παραπλανητικά-- αποκαλούμε «μεταβιομηχανική» κοινωνία. Αλλά, σε αντίθεση με τους ανθρώπους της Goldman Sachs, το έκανε με στυλ. Η Apple είναι σήμερα η μεγαλύτερη εισηγμένη εταιρεία στον κόσμο. Τι σημαίνει όμως αυτό; Αντιπροσωπεύει πραγματικά μια νέα εποχή στην ανθρώπινη ιστορία; Ή είναι το ίδιο ακριβώς κρασί, σε ελαφρώς πιο φανταχτερό μπουκάλι; Κινείται πραγματικά σε ένα μετα-υλικό, μετα-βιομηχανικό σύμπαν; Ή μήπως αυταπατώμεθα θεωρώντας ότι ο καπιταλισμός έκανε μια σημαντική στροφή προς το καλύτερο, και οι προοδευτικές επιχειρήσεις μάς έχουν ελευθερώσει από τα δεινά του ντικενσιανού βιομηχανισμού; Λοιπόν, ως απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, και ως αντίδοτο σε αυτό το υπέροχο βίντεο όπου ο Στηβ Τζομπς δίνει μια εναρκτήρια ομιλία στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, προτρέποντας τους σπουδαστές να πραγματώσουν τις δυνατότητές τους στη ζωή, πρέπει ίσως να σκεφτούμε τα ακόλουθα -- όλα από τίτλους της Guardian των προηγούμενων χρόνων: Οι κινέζοι εργάτες της Αppleτυγχάνουν «απάνθρωπης μεταχείρισης, σαν μηχανές»: Έρευνα αποδεικνύει τους δρακόντειους κανόνες και τις εξοντωτικές υπερωρίες για την κάλυψη της ζήτησης της Δύσης για iPhones και iPads. Η έκθεση της Apple δείχνει αύξηση της παιδικής εργασίας: Η ετήσια έκθεση της Apple λέει ότι 91 παιδιά εργάστηκαν σε προμηθευτές της το 2010, ενώ 137 εργάτες δηλητηριάστηκαν από ν-εξάνιο. Η Apple ανακηρύχθηκε ως η «λιγότερο πράσινη» τεχνολογική εταιρεία: Η έκθεση της Greenpeace τοποθετεί την Apple στον πάτο της λίστας με τις πράσινες επιχειρήσεις, λόγω της εξάρτησής της από τον άνθρακα στα data centers. Μάνατζερ της Apple αρνείται τις κατηγορίες για δωροδοκία: Ανώτατο στέλεχος δηλώνει ενώπιον αμερικανικού δικαστηρίου αθώος, όσον αφορά τις κατηγορίες για μίζες από ασιάτες προμηθευτές με αντάλλαγμα εμπιστευτικές πληροφορίες. Η Apple ασκεί λογοκρισία, για άλλη μια φορά, στα σαπόρτ φόρουμ των προϊόντων της: Η Apple δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την κριτική, όταν τα προϊόντα της δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες. *** Όταν τοποθετήσουμε όλο τον άκριτο θαυμασμό για τον Στηβ Τζομπς στο πλαίσιο αυτό, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο ο φετιχισμός του εμπορεύματος εξακολουθεί να διαστρέφει τα μυαλά μας. Όπως γράφει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο: «Ένα εμπόρευμα [απλά, ένα καταναλωτικό προϊόν] φαίνεται στην πρώτη ματιά σαν ένα αυτονόητο, συνηθισμένο πράγμα. Η ανάλυσή του έβγαλε πως είναι ένα πολύ μπερδεμένο πράγμα, γεμάτο από μεταφυσική λεπτολογία και από θεολογική σοφιστική» [μετ. Γιάννης Σκουριώτης]. Για τον Μαρξ, τα εμπορεύματα, ή αυτά που σήμερα αποκαλούμε «καταναλωτικά αγαθά», προσλαμβάνουν ορισμένες μυστικιστικές ιδιότητες που αποκρύπτουν τις πραγματικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην καπιταλιστική κοινωνία. Έτσι, όταν βρισκόμαστε σε ένα iStore, εκείνο που βλέπουμε είναι ένα «σέξι μηχανηματάκι» -- και όχι ένα προϊόν το οποίο δημιουργήθηκε από την εξοντωτική εργασία των παιδιών στην Κίνα που δουλεύουν ογδόντα ώρες τη βδομάδα για ένα δολάριο την ώρα, ενώ δηλητηριάζονται με χημικά και βλέπουν το περιβάλλον γύρω τους να υποβαθμίζεται διαρκώς. Από την άποψη αυτή, τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Τζομπς απείχαν πολύ από τους υψηλόφρονες στόχους του Wangari Maathai, του νομπελίστα ακτιβιστή που πολέμησε τη φτώχεια, τη διαφθορά και την καταστροφή του περιβάλλοντος, ο οποίος πέθανε σιωπηλά στην Κένυα πριν από δύο εβδομάδες, χωρίς να το αντιληφθεί κανένας βέβαια. Και όμως. Όλα τα μάτια επικεντρώνονται σε έναν άνθρωπο του οποίου το μεγαλύτερο επίτευγμα ήταν απλώς να συνδυάσει την αισθητική και την εξέγερση στην εξαιρετικά επιτυχημένη μάρκα του, διαιωνίζοντας έτσι τον φετιχισμό του εμπορεύματος στην καρδιά της αποκαλούμενης «μετα-υλικής» κοινωνίας μας. Στο θεαματικό σόου του μεταμοντέρνου καπιταλισμού, με κινητήριο άξονα την κατανάλωση, ο Στηβ Τζομπς ήταν ο μάγος. «Ο κύριος Τζομπς», έγραψε ο Economist, «πέρασε όλη τη ζωή του συσκευάζοντας […] τη μαγεία σε κομψά σχεδιασμένα, χρηστικά προϊόντα». Αλλά ας μην ανησυχούν οι φετιχιστές όλου του κόσμου: όπως μας υπενθυμίζει ο Ζίζεκ, «ο φετιχισμός του εμπορεύματος δεν βρίσκεται στο μυαλό μας, στον τρόπο που (παρα)νοούμε την πραγματικότητα, αλλά στην ίδια την κοινωνική μας πραγματικότητα». Αυτή η πραγματικότητα θα επιβιώσει και μετά τον Στηβ Τζομπς. «Ο μύθος της Apple», σύμφωνα με το Associated Press, «μπορεί να μεγαλώσει με το θάνατο το Στηβ Τζομπς». Ίσως, εν τέλει, ο Στηβ Τζομπς να μην ήταν πραγματικά ο Θεός. Ήταν μονάχα ένας θνητός άνθρωπος; Ένας βασιλιάς, ίσως, ανάμεσα σε πολλούς άλλους; Σε μια τέτοια περίπτωση, το συμπέρασμα θα ήταν λυπηρό, αλλά απλό: Ο βασιλιάς πέθανε -- Ζήτω ο βασιλιάς!


 Ο Jérôme E. Roos είναι συγγραφέας, ακτιβιστής και οικονομολόγος, ερευνητής στο Breakthrough Institute και εκδότης του Breakthrough Europe.


Mετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης 
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=645469



Το αγγλικό κείμενο


iDolatry — obituary for a a capitalist revolutionary
By Jérôme E. Roos On October 7, 2011


God is dead. His passing has unleashed an unprecedented outpouring of sentimentalism in the mainstream and social media alike. But while we obviously feel sorrow for his friends and family, some modest critical reflection seems to be in place. Swamped by front-page obituaries and corny status updates, like “iSad”, it is difficult to fend off the impression that we are not so much mourning a man as worshiping an icon.
In an age of material delusions and false promises, Steve Jobs, it seems, was God. For right at the time when the “post-material” consciousness of the baby-boomer generation started to run headlong into its own internal contradictions, he was the man who offered the bourgeois intelligentsia of the West a way to keep consuming while still being able to hold on to the illusion of being a hippie. In the process, Jobs took our age-old commodity fetish to a whole new level.
Stuck between our contradictory needs for immediate gratification, constant self-affirmation and superficial self-actualization, we embraced Jobs like the Holy Father: the invisible man who “made stuff”. He would satisfy all our desires while allowing us to repent for our sins at the same time. For wielding an iPhone was no longer just a matter of utility or an affirmation of status — it became an act of rebellion. Against what, nobody knew. But “thinking different” felt great.
No obituary better exemplified this idolatry than the one in the Economist. Aptly branding him “The Magician”, the paragon of free-market ideology celebrated Jobs as a “man who liked to see himself as a hippie, permanently in revolt against big companies,” but who “ended up being hailed by many of those corporate giants as one of the greatest chief executives of all time.” It wryly concluded that “the revolution that Steve Jobs led is only just beginning.”
The reaction to his death, with people leaving candles and flowers outside Apple stores and the internet humming with tributes from politicians, is proof that Mr Jobs had become something much more significant than just a clever money-maker. He stood out in three ways—as a technologist, as a corporate leader and as somebody who was able to make people love what had previously been impersonal, functional gadgets. Strangely, it is this last quality that may have the deepest effect on the way people live. The era of personal technology is in many ways just beginning.
As a quintessential baby-boomer, Jobs was not just a brilliant innovator or the world’s most successful entrepreneur. He was a marketer. Having lived through the 1960s, Jobs realized like no other the importance of aesthetics for the progressive post-material middle class in late capitalist society. I will never forget how my mother, upon seeing her first iPod Nano, embarrassingly exclaimed “what a sexy little machine!”. Jobs was brilliant like that.
So, yes, Steve Jobs was a revolutionary. As Karl Marx put it, “The bourgeoisie cannot exist without constantly revolutionizing the instruments of production, and thereby the relations of production, and with them the whole relations of society.” Jobs’ innovative spirit and entrepreneurial mindset helped to revolutionize our society. Joseph Schumpeter wrote that entrepreneurs unleash the “gale of creative destruction”. Creative destruction is what Jobs did best.
In the process, Jobs ended up shaping history. He was one of a handful of corporate elites who helped propel the US into what we now (misleadingly) call a “post-industrial” society. But unlike the men at Goldman Sachs, he did it with flair. At a time that Western capitalism moved away from physical production and towards a financialized knowledge economy, Jobs took the reigns at Apple to navigate it to the commanding heights of the global economy.
Apple is now the biggest publicly traded company in the world. But what does this mean? Is Apple really representative of a new era in human history? Or is it just the same wine in a slightly fancier bottle? Does Apple really hover in some kind of post-material, post-industrial universe? Or are we deluding ourselves into thinking that capitalism took a major turn for the better, and progressive business has set us free from the scourges of Dickensian industrialism?
Well, as an answer to that question, and as an antidote to that wonderful video of Steve Jobs giving a commencement speech at Stanford University, urging students to actualize their potential in life, perhaps we should consider the following — all taken from headlines in Guardian over the past year or so:
§ Apple’s Chinese workers treated ‘inhumanely, like machines’
Investigation finds evidence of draconian rules and excessive overtime to meet western demand for iPhones and iPads
§ Apple report reveals child labour increase
Apple’s annual report says 91 children worked at its suppliers in 2010, and 137 workers were poisoned by n-hexane
§ Apple named ‘least green’ tech company
Greenpeace report puts Apple at bottom of green league table due to reliance on coal at data centres
§ Apple manager denies bribery charge
Executive pleads not guilty in US court to charges that he took bribes from Asian suppliers in return for inside information
§ Apple censorship at issue on its support forums, again
Apple seems to have problems coping with criticism when its products don’t live up to expectations
§ Apple denies iPhone tracking claims
Apple says it has never tracked the locations of iPhones and iPads, but admits a software fault means data is still sent to the company
§ Lies, damn lies, and Steve Jobs keynotes
The iPhone has been a huge success, so why does Apple need to make it look even better?
Once we see all the uncritical admiration of Steve Jobs in this context, it becomes obvious to what extent our minds are still perverted by the commodity fetish. As Marx put it in Capital, ”A commodity [simply a consumer product] appears at first sight an extremely obvious, trivial thing. But its analysis brings out that it is a very strange thing, abounding in metaphysical subtleties and theological niceties.” David Harvey explained the phenomenon as follows:
The advent of a money economy, Marx argues, dissolves the bonds and relations that make up ‘traditional’ communities so that ‘money becomes the real community’. We move from a social condition, in which we depend directly on those we know personally, to one in which we depend on impersonal and objective relations with others. […] Money and market exchange draws a veil over, ‘masks’ social relationships between things. This condition Marx calls ‘the fetishism of commodities’.
For Marx, commodities, or what we now call consumer goods, are given certain mystical qualities that obscure the real relations between different people in capitalist society. So when we walk into an iStore, what we see is a “sexy little machine” — not a product that was created by the the toiling labor of Chinese children working 80 hours a week for $1 per hour while being poisoned with chemicals and seeing their environment deteriorate around them.
In this respect, Jobs’ greatest achievement in life was nothing like the lofty goals of Wangari Maathai, the Nobel Prize-winning activist who fought poverty, corruption and environmental degradation and who silently died in Kenya two weeks ago, apparently without anyone noticing. No. All eyes are focused on a man whose greatest achievement in life was simply to bring aesthetics and rebellion to the forefront of his highly successful brand, thereby perpetuating the commodity fetish at the heart of our so-called post-material society.
In the consumption-driven circus sideshow of postmodern capitalism, Steve Jobs was the magician. “Mr Jobs,” the Economist wrote, “spent his life packaging … magic into elegantly designed, easy-to-use products.” But to all the fetishists out there: have no fear, for Žižek reminds us that “commodity fetishism is not located in our mind, in the way we (mis)perceive reality, but in our social reality itself.” This reality will outlive Steve Jobs. Indeed, “Apple’s mystique,” according to the Associated Press, “may grow with Steve Jobs’ death.”
So perhaps Steve Jobs was not really God in the end. Is it possible that he was just a mortal human being? A King, maybe, one in a line of many? In that case, the conclusion would be sad but simple. The King is dead — long live the King.
Steve Jobs (1955-2011), founder and long-time CEO of Apple, Inc., passed away today at the age of 56. He is survived by a net worth of $8.3 billion and the largest publicly traded company in the world. May he rest in peace.
iDolatry — obituary for a capitalist revolutionary
http://roarmag.org/2011/10/steve-jobs-obituary-for-a-capitalist-revolutionary/

Παρασκευή, Οκτωβρίου 14, 2011

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Δυσκολεύομαι στο γράψιμο. Δεν μπορεί να τα έχεις όλα σ'αυτή τη ζωή!

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2011

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ

Θα τους αντιμετωπίσω και σήμερα τους μαλάκες! Πίνοντας vodka, ακούγοντας Doors και Verdi, σφουγγαρίζοντας, βλέποντας «Nader and Simin, A seperation», πλένοντας τα χάπια  με το σάλιο μου, διαβάζοντας Saul Bellow, γράφοντας αυτό που θα διαβάζετε αύριο, ξυρίζοντας τ’αρχίδια μου, σιδερώνοντας το πορτοκαλί μου πουκάμισο, πετώντας στα σκουπίδια τον «Τροπικό του Καρκίνου», αφήνοντας τον εαυτό μου να πετάξει με το υποβρύχιο τρένο των ονείρων μου.

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2011

Τετάρτη, Οκτωβρίου 05, 2011

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Η πραγματικότητα χρειάζεται, τουλάχιστον, δύο ανθρώπους για να την επιβεβαιώσουν.

Τετάρτη βράδυ 05.10.2011