Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2011

Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ


-Παρακαλώ, ποιος είναι;
-Έλα, εγώ.
-Α, από που τηλεφωνείς;
-Από το σπίτι.
-Ποιο σπίτι; Το μεταβλητό;
-Ναι, από δω. Από πού ήθελες να τηλεφωνώ;
-Πως βρέθηκες εκεί;
-Ήρθα να πάρω μερικά  ρούχα.
- Που θα πας μετά;
-Δεν ξέρω, θα περάσω από τον κήπο και μετά θα πάω σπίτι.
-Δεν είπαμε ότι δεν πρέπει να πας εκεί;
-Από πού εννοείς;
- Από τον κήπο, βλάκα.
-Σε παρακαλώ, μην με λες βλάκα.
-Καλά.
- Θα μείνω λίγο, θα είναι και η γάτα.
-Τόσο το χειρότερο
-Γιατί το λες αυτό;
-Ίσως είναι  η ίδια που δεν σε άφησε χθες να κοιμηθείς.
- Εσύ που το ξέρεις;
- Δεν κυκλοφορούν άλλες γάτες στην περιοχή, μετά από αυτό που συνέβη.
- Έχεις δίκιο θα προσέχω.
- Τώρα μπορείς να μου επαναλάβεις, ακριβώς, τι συνέβη χθες βράδυ;
- Προσπαθούσε να μου ανοίξει την ψυχή.
-Ποια ψυχή, αφού εσύ λες ότι δεν υπάρχει ψυχή.
- Ναι, αλλά αυτή προσπαθούσε. Άνοιγε με τα νύχια της την ψυχή μου, έχωνε το κεφάλι μέσα και ρουφούσε ή έγλειφε, δεν ξέρω ακριβώς τι έκανε.
-Εσύ την είδες;
-Ποια;
- Την ψυχή σου.
- Ναι…,όχι, την έκρυβε το κεφάλι της.
-Πως ξέρεις ότι ήταν η ψυχή σου;
- Το καταλάβαινα.
-Από τι;
-Από τον τρόμο
-Μετά;
-Τι μετά;
-Τι έγινε;
-Τίποτα.
-Μόνο αυτό είδες;
-Ναι, αλλά γιατί ρωτάς.
-Μήπως η γάτα κούτσαινε;
-Κούτσαινε;
-Ναι.
-Δεν είδα τίποτα άλλο.
-Συνάντησα μια γάτα. Το παράξενο ήταν ότι κούτσαινε κι αυτή. Δεν είναι συνηθισμένο να βλέπεις μια γάτα να κουτσαίνει, εκτός της «Καρουζέλ».
-Ναι, αλλά γιατί το αναφέρεις;
-Μήπως ήταν η ίδια.
-Αυτή που είδα στο όνειρό μου;
-Ναι, καθόλου παράξενο.
-Που, πότε την είδες;
-Δεν θυμάμαι, αλλά είμαι σίγουρος ότι την είδα προχθές.
-Θυμήσου.
-Περίμενε να συγκεντρωθώ.
-Μα δεν μπορείς να θυμηθείς που ήσουν προχθές;
-Θυμάμαι αλλά…Έφυγα από το σπίτι γύρω στις έξη το απόγευμα.
-Ποιο σπίτι; Το μεταβλητό;
-Ναι, πέρασα από το «Ρόδινο αστέρι», ήπια μια βότκα, μετά πέρασα από την «Άφιξη». Εκεί είδα τον «Κίτρινο καφετζή». Να σε κεράσω κάτι, με ρώτησε, εκείνος έπινε ice tea. Θα πιω μια βότκα, του λέω. Μιλήσαμε για την απόπειρα του «Γλυκού θανάτου», εγώ ξέρεις ότι είμαι αντίθετος με τέτοιες αποφάσεις, στην ουσία συμφωνούσε και ο «Κίτρινος καφετζής». Ήπια τη βότκα, τον ευχαρίστησα και έφυγα. Πρέπει να ήταν γύρω στις επτάμιση όταν έφυγα από την «Άφιξη».
-Μετά;
-Όταν βγήκα ψιλόβρεχε, αλλά δεν προσπάθησα να προφυλαχθώ. Μου αρέσει να βαδίζω στη βροχή. Ανέβηκα την Ηρώων Πολυτεχνείου, και πριν μπω στην οδό Ηρώων Εθνικής Αντίστασης, είδα τη γάτα που κούτσαινε. Μια γάτα που κουτσαίνει μέσα στη βροχή. Δεν είναι από τα πράγματα που σου συμβαίνουν συχνά. Φαινόταν ότι ήξερε που πήγαινε. Ή εγώ γνώριζα που πήγαινε.
-Ξέρεις την ιστορία του;
-Ποιανού του κήπου;
-Όχι, ο κήπος είναι ο συνηθισμένος κήπος, ενός συνηθισμένου σπιτιού.
-Αλλά;
- Της γάτας.
-Την  ξέρω. Νομίζω ότι την ξέρω, δηλαδή. Γι’αυτά τα πράγματα μην είσαι ποτέ σίγουρος. Δεν την άκουσα από κάποιον συγκεκριμένα, αλλά από διαφορετικές αφηγήσεις που συγκλίνουν σ’ένα πράγμα. Ότι ήταν ο αγαπημένη γάτα του «Θαυμαστή», ενός μοναχικού ανθρώπου που ζούσε στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, της οδού Ηρώων Ελληνικής Επανάστασης. Ζούσε μόνος του, μετά το θάνατο της γυναίκας του, πριν δέκα χρόνια. Λένε ότι έχει παιδιά, αλλά κανείς δεν τα έχει δει μέχρι τώρα. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, πήρε ένα γάτο για συντροφιά. Μα εκείνος μια μέρα έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Πήδησε από το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου, όπου είχε βγει για να δει τη βροχή. Ο «Θαυμαστής» άρχισε να τον ψάχνει στους δρόμους, πρωί και βράδυ, με τις αγαπημένες λιχουδιές στα χέρια, μήπως τον κάνει να φανεί από κάποιο στενό, αλλά μάταια. Απογοητευμένος άφησε να περάσουν μερικοί μήνες, και πήρε μια γάτα, με λευκό χρώμα, πρασινογάλαζα μάτια και κοντό τρίχωμα. Την λάτρεψε αυτή τη γάτα, δεν την άφηνε να βγει στο μπαλκόνι, ειδικά όταν έβρεχε. Η «Καρουζέλ», έτσι την ονόμασε, περνούσε ζωή χαρισάμενη, με τα χάδια της, τη ζεστασιά της, την πανάκριβη τροφή της.
Μια μέρα, η «Καρουζέλ» ενώ βρισκόταν στην αγκαλιά του «Θαυμαστή», και απολάμβανε τα χάδια του, τέντωσε το κορμί της, ξέφυγε από τα χέρια του προστάτη της, και με μια αστραπιαία κίνηση, αλα Μπουφόν, του έβγαλε το μάτι, σα να είχε δει μέσα του την αφίσα του Μπουντραγκένιο ή του Τσώρτσιλ, δεν θυμάμαι καλά. Το μόνο που κατάφερε ο «Θαυμαστής» ήταν να χώσει το μαχαίρι, που πάντα κρατούσε πάνω του, στο αμαρτωλό χέρι της «Καρουζέλ», όχι εκείνο που του έβγαλε το μάτι, αλλά το άλλο, που χρησιμοποίησε για να στηριχθεί, ώστε να πραγματοποιήσει με επιτυχία την ανοίκεια πράξη της.
Από τότε η «Καρουζέλ» περιφέρεται αδέσποτη στον κήπο, όπως αρμόζει σε μια γάτα με λαβωμένο χέρι, με τη φήμη του εξολοθρευτή, ο δε «Θαυμαστής», μονόφθαλμος πια, σε μια πράξη απελπισίας εξόντωσε όλες τις γάτες της ευρύτερης περιοχής, αρσενικές και θηλυκές, αλλά απέτυχε να εντοπίσει τα ίχνη της «Καρουσέλ».
-Γιατί δεν πηγαίνει στον κήπο να την βρει. Όλοι ξέρουν ότι ζει εκεί.
- Ο «Θαυμαστής» αποφεύγει τον κήπο,
-Γιατί;
- Για έναν ανεξήγητο λόγο που δεν εξηγεί σε κανέναν. Ίσως, ούτε ο ίδιος γνωρίζει. Το μόνο που κατάφεραν να του αποσπάσουν, είναι ότι νοιώθει αδύναμος όταν βρίσκεται εκεί. Οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν, αυτό μόνο είπε.
-Ίσως φταίει το υψόμετρο.
-Συμβαίνουν πράγματα που εξηγούνται, και άλλα που δεν εξηγούνται.
-Το «Θαυμαστής» από πού βγαίνει;
-Θαύμαζε τη σελήνη όταν αρτίως ανέτειλε δρεπανοειδής.
-Παπαδιαμάντης!
-Λες να είναι η ίδια που είδες να τρώει την ψυχή σου;
-Δεν ξέρω, είπες ότι είναι λευκή και κουτσαίνει. Το μόνο που είδα ήταν να χώνει το πρόσωπό της στην ψυχή μου. Την έβλεπα από μια θέση σαν να ήμουν όρθιος, λίγο πιο ψηλά από το ύψος μου, σαν να είχα ανασηκωθεί από το έδαφος, ή να είχα ψηλώσει αρκετά, ενώ ταυτόχρονα ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και προσπαθούσα να τη διώξω με τα χέρια μου.
-Να προσέχεις, αν την ξαναδείς, τηλεφώνησέ μου. Κάτι μπορώ να κάνω.
-Σαν τι;
-Αυτό δεν είναι δικιά σου δουλειά.







Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 22, 2011

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2011

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΠΙ

Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει, σαν ποιητές, είναι αυτό που δεν συμβαίνει. 

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2011

Η ΜΑΓΙΚΗ ΕΥΣΤΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ



ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ



ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ

 Δεν ήξερε πού να πάει, τί να κάνει. Τον κύκλωνε το άδειο.
Η αμηχανία του σκόνταφτε στους τέσσερις τοίχους.
Μιά μύγα ήταν πιασμένη στο δίχτυ του βόμβου της.
Μια αράχνη κατέβαινε επίσημα πιασμένη απ’ τον σπάγκο
  του σάλιου της.
Πιάστηκε τότε κι αυτός από ’να στίχο και κατέβαινε
  αμίλητος,
χαρούμενος απ’ την κάθετη αυτή ισορροπία
  της καταβύθισης,
σίγουρος πως, όποια στιγμή, θα μπορούσε ν’ ανέβει
και μάλιστα ακόμη πιο ψηλά από κει που ξεκίνησε.
Όμως το ζήτημα δεν ήταν αυτό. Το ζήτημα ήταν
Αν το σκοινί του στίχου του άντεχε για ν’ ανεβάσει
  κι έναν άλλο.

  Βουκουρέστι, 18.XII.1959


Από τη συλλογή ποιημάτων: «Ένας πίνακας με μικρές πινελιές» (1959).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 74.


ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: ΕΓΡΑΦΕ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΠΕΝΗΝΤΑΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΙΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ


Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 09, 2011

Η ΔΗΛΩΣΗ!!!


«Οι γονείς δεν πρέπει να πληρώσουν καθόλου φωτοτυπίες» δήλωσε η υφυπουργός Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Εύη Χριστοφιλοπούλου.


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 04, 2011

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΤΟΛΗ ΚΑΖΑΝΤΖΗ(24 ΜΑΙΟΥ 2007)


Για τον(την) ρ. που ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο του Τόλη Καζαντζή, "Πρωταγωνιστές".

Στον Τόλη Καζαντζή
Αγαπητέ Τόλη,
Εδώ τα πράγματα είναι όπως τ’άφησες. Καλά έλεγες ότι οι πεθαμένοι δεν μιλάν και δεν δαγκώνουνε. Ότι ελέχθη, ελέχθη και πάει σχόλασε. Κάποια παιδόπουλα, αιθέρια αερικά της εποχής , ψιθυρίζουν τις μεγαλοστομίες τους, με μυαλουδάκι κοφτερό κι εύστοχο, πανταχού παρόντα, με τη φάτσα τους χαλκομανία, κολλημένη παντού. Λαλίστατοι, λοιπόν, ωοτοκούν το χρυσό αυγό προς χάριν μας, καλοκαθισμένοι στις πρωτοκαθεδρίες τους, οι τυχεράκηδες, βολεύουνε τη φήμη και την υστεροφημία τους, αλληλολιβανιζόμενοι κι αυτάρεσκοι. Όσο για μας, έχουμε μάτια και βλέπουμε αλλά και πετσί ν’ανατριχιάζουμε σαν ξεπουπουλιασμένα κοτόπουλα, καταβροχθίζουμε με τη σέσουλα όλες αυτές τις αηδίες. . Η πολύτιμη αυτή συνομοταξία, οι ξεμωραμένες καρακάξες των σεντερ φορ της εξουσίας, εισβάλει με το σημαντικό ύφος των επαιόντων, εκλεπτυσμένοι και εκλεκτικοί, προορισμένοι για εντυπωσιασμούς και ηχητικές τυμπανοκρουσίες, μιας αχαλίνωτης και σπουδαιοφανούς τιποτολογίας. Καρύδια τα λογάκια τους στις καρδούλες του κοσμάκη, για να σε αντιγράψω. Γιατί αυτό κάνω σ’αυτό το γράμμα, τα δικά σου λόγια χρησιμοποιώ, για να σου πω ότι τίποτα δεν άλλαξε από αυτά που έγραφες. Ανίσχυροι, τι να κάνουμε, ακουμπάμε τις ελπίδες μας σε κάθε καινούργιο κουμάσι, μέχρι να καταλάβουμε την ασημαντότητά του, και επιστρέψουμε στο σίγουρο λιμάνι, στο καταφύγιό μας, αγανακτισμένοι από το χρόνο που χάσαμε, για την διάψευση που νοιώσαμε για μια ακόμη φορά.
Είναι θαυμάσιο και άκρως τηλεοπτικό, να βλέπεις βυθισμένος στην πολυθρόνα σου, με το ουίσκυ και τους ξηρούς καρπούς δίπλα σου, τη λυσίκομη νέα με τις ηδονικές της καμπυλότητες, να προκαλεί το σαρκοβόρο βλέμμα σου, ίδιο κάρβουνο αναμμένο, να προσπαθεί να διαπεράσει τους γαργαλιστικούς πέπλους, κι άντε να μαζέψεις τους νταλκάδες που σε ζώνουν. Παίρνεις το γαργαλιστικό υγρό από δίπλα σου, και το αφήνεις ανεξέλεγκτο στον καταπιόνα σου, να σφενδονίζεται στα μέλη σου και να σε παραλύει. Βλέπεις το τεκνάριο, να εισβάλει συνάμενο-κουνάμενο, βεργολυγερή, και πρέπει σαν έμπειρος τηλεθεατής να πατικώνεις τους συναισθηματισμούς σου, πριν γίνουνε επικίνδυνες γλυκάντζες και γίνεις ρεντίκουλο των χασοπόσκυλων που παραμονεύουν.
Ή πρέπει να γίνεις σοβαρός, θυμίσου τον Σκαρίμπα, αναρωτιέμαι τώρα που σου γράφω, αν εσύ ήσουν που πέρασες μια μέρα μαζί του, ν’αλλάξεις συχνότητα, για να βρεθείς στο πλάνο ενός ανθρώπου με βαθυστόχαστο ύφος, σακουλιασμένο πρόσωπο, ελαφρά αξύριστο, για να σχηματιστεί μια σαφέστατη σκιά στο πρόσωπο και λίγο κατεβασμένο το σαγόνι του, γιατί ένα ταυτόχρονο σκύψιμο όλου του κεφαλιού θα φανέρωνε το κρανίο του, που είχε αρχίσει να φεγγρίζει επικίνδυνα, παρ’όλες τις προσπάθειες να σταματήσει τη ραγδαία τριχόπτωση, με όλα τα θαυματουργά φάρμακα που του συστήνανε οι γιατροί, και διάφοροι κομπογιαννίτες. Το φουλάρι που τόσο πολύ τον δυσκόλεψε να το σιάξει, σε κείνη τη συνέντευξη, που δεν έγινε, ή έγινε τελικά, επτά δεσίματα είχε προσπαθήσει, τώρα έχει αντικατασταθεί από τα μαύρα γυαλιά, που δίνουν αέρα καλλιτεχνικής αφροντισιάς, μοντερνισμού, όλα. Ο κεντρικός άξονας του πορτραίτου, όπως έγραψες.
Από την άλλη αποφασίζεις ότι η τηλεοπτική εικόνα σε καθιστά άβουλο, ανενεργό πολίτη, και συμμορφούμενος με τις πιο έγκυρες κοινωνιολογικές αναλύσεις , ανάβεις το ραδιόφωνο. Ψάχνεις φυσικά για εκπομπές υψηλής ποιότητας και υψηλότερου λόγου και πέφτεις πάνω σ’ένα ενοχλητικό και επίμονο παιδόπουλο, από εκείνους τους καλά πληροφορημένους αγράμματους, με την κουτσουρεμένη πονηριά, την ανυποχώρητη φωνή, που όλα του μυρίζουνε και όλα του βρωμάνε. Άδικα ο συνεντευξιαζόμενος πασχίζει να τον κάνει να το βουλώσει, δίνοντας ο φουκαράς εντυπωσιακές απαντήσεις. O αυτόκλητος εισαγγελεύς κάνει παρατηρήσεις, κοινόχρηστες υποδείξεις, με μια αυστηρότητα και υπεροψία, λες και κρέμασε μια αρμαθιά κονσερβοκούτια στον πισινό του για να χαλάνε τον κόσμο.
Αναγκάζεσαι να παραδεχτείς ότι η μοίρα σου είναι προδιαγραμμένη. Μέσα στις τακτοποιημένες ιδέες σου, απόλυτα σύμφωνες φυσικά με τις ιδέές του περιβάλλοντός σου, μια ζωή εξασφαλισμένη, ανιαρή, συμμαζεύεις το κλουβιασμένο μυαλό σου, γεμάτο από ανοησίες, τους στομφώδεις και κούφιους λόγους, και τουμπανιασμένος από τους σαλιάρηδες της δόξας, αλλάζεις σταθμό. Να βρεις, βρε αδελφέ, ένα μουσικό σταθμό, να στανιάρεις, να ξεδώσεις. Εδώ πέφτεις σε κάθε μαραζωμένο από τα δεκάξι θηλυκό, που έχει φάει τη ζωή με τα κουτάλια, να ξέρει που τον πονά και που τον σφάζει τον κακόμοιρο τον κοσμάκη. Είναι, που λες, ακαθόριστης ηλικίας, ζωηρή κι αεικίνητη, ντυμένη ανέμελα, αφού εμείς κρεμόμαστε από τη φωνή και όχι από το γαιώδες πετσί. Άτομο με λίγα λόγια, πιο μπασμένο στα πράγματα από σένα, πιο περπατημένο που λένε.
Αλλάζεις διάθεση με έντονη την επιθυμία να ξεφύγεις από δύσοσμες και καπνογόνες φούσκες, βρε αδελφέ, να ξεφυλλίσεις μια εφημερίδα, ένα περιοδικό, τελοσπάντων. Εδώ η φιγούρα σ’όλη τη λαμπρότητα, η «επικοινωνία με το λαό» σ’όλο το μεγαλείο. Ξεχειλίζει το μυστηριακό βάθος που χαρίζει στον άνθρωπο, η συνεχής κι επίμοχθη εσωτερική ζωή του. Εδώ δεν έχεις τον σμιχτοφρύδη ξερακιανό παρουσιαστή, με τις κρεατοελιές σήμα κατατεθέν. Η φαντασία σου όμως οργιάζει. Φαντάζεσαι τον αρθρογράφο, να εξασκείται στα κεφάλια τόσων κασιδιάριδων, στρογγυλοκαθισμένο μ’όλη του την άνεση στη φαρδιά περιστρεφόμενη πολυθρόνα του, δίπλα στο παράθυρο, τυλιγμένο στο απερίγραπτο ντουμάνι καπνού από το τσιγάρο που καίει δίπλα του, γνωρίζοντας ότι ο πολυφίλητος εαυτός του είναι ο μοναδικός αναγνώστης και μόνιμος θαυμαστής του. Τι σημασία έχει, τώρα πια, εσύ ένας παρείσακτος που έχει στρώσει έτσι τη ζωή του, που είναι πολύ αργά να αλλάξεις ρότα, αν και ξέρεις πολύ τι κουράδες ξεραμένες είναι όλοι τους. Εσένα σε ξεπερνούνε οι έξωμες εσθήτες, τα ακριβά μπιζού, τα τσιτωμένα από αβάσταγα καλλυντικά πρόσωπα, τα παλιοσκουπίδια που μας περιτριγυρίζουνε και αποκτούν κάθε δικαίωμα μετά από όλα αυτά να σνομπάρουνε τους πάντες και τα πάντα. Έτσι εξηγείται η ανεξήγητη περιφρόνησή τους, γιατί ενώ όλα γίνονται προς χάρη σου, αυτοί λογαριάζονται για υπεύθυνοι. Διότι ποιος είναι υπεύθυνος παρά εκείνος που πουλάει ξεδιάντροπα πόζες, πιπιλώντας του κόσμου τις ανοησίες, αποβλέποντας στον έπαινο.
Λοιπόν από το τελευταίο μου καταφύγιο στα γράφω όλα αυτά. Κι εγώ στο λαχανιασμένο κι αγωνιώδες κυνηγητό του μίζερου επιούσιου, σ’ένα διαμέρισμα θορυβώδες, δίχως τη θέλησή μου. Ενώ έχω καταφέρει η οικογένειά μου να σέβεται την ησυχία, ένα πολύτιμο αγαθό που κανείς δεν λογαριάζει, πάνω ακριβώς από την κρεβατοκάμαρά μου ζουν, ενοχλητικά, οι καλοζωισμένοι ένοικοι, ασχημονώντας ανερυθρίαστα, δίχως να δίνουν σημασία στην αναστάτωσή μου. Άσε που με θεωρούν, το καταλαβαίνω εγώ, όταν κοιτάζω την απέραντη φάτσα τους, ματαιόδοξο και υπερόπτη, εξυπνάκια άνευ αντικρύσματος, δηλαδή. Εσύ τα έγραφες, θυμάσαι.
Έχω πάψει να είμαι ο καλόβολος και πειθήνιος ακροατής που οι άλλοι θα μου φορτώσουν την απέραντη πλήξη τους. Πάλεψα κι εγώ εναντίον όλων αυτών των απρόσκλητων, των παρείσακτων, που με το σιχαμερό και οικείο αέρα τους, εισβάλλουν στο σπίτι μου, και μου τα κάνουν μαντάρα, στέλνοντας στον αγύριστο τη δικιά μου βολή. Δίχως χοντροκοπιές ολοφάνερες, όπως θέλεις πάρτο, ίδιος πυγμάχος της ξεφτίλας, μεταχειρίστηκα ποικίλους τρόπους. Τους υποδεχόμουνα με ξινισμένα μούτρα, με χασμουρητά, κατάφερνα να τους κάνω να ξεκουμπιστούν. Αποσύρθηκα κι εγώ στα χωρικά ύδατα των βιβλίων μου, μακριά από τους ηλίθιους και σιχαμερούς ρόλους που αναγκάζομαι να υποδύομαι για να ζήσω, βρίσκοντας παρηγοριά στη δική σου παρουσία.
Χρησιμοποίησα και με το συμπάθειο δικά σου λόγια, γιατί νομίζω ότι θα χαρείς, αν και τα βλέπεις όλα από κει πάνω, ότι αυτό που άφησες δεν πήγε χαμένο. Τα βάσανά σου, οι αναζωογονητικές στιγμές, οι μπαταριές της μνήμης, που είναι και δικές μας, όλο αυτό το σμάρι των ψευδαισθήσεων, που σε ευδαιμονούσαν προσωρινά, μα και πραγματικά, μπόλιασαν αρκετές συνειδήσεις. Μην το ξεχάσεις εκεί που βρίσκεσαι.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 01, 2011

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

Παίρνουν μέρος με τη σειρά που εμφανίζονται:


O Θεόκλητος Ραμόνας, σκηνοθέτης, εμπνευστής και εμψυχωτής του θιάσου, ο δάσκαλος.
Ο Ζαφείρης, ασκούμενος δικηγόρος
Ο Ιγνάτης, ο γαλακτοζαχαροπλάστης
O Μητσάκος, γιος  του Ιγνάτη, ο επονομαζόμενος «Αμπλαούμπλας»
Ο Αντώνης, ο βραδύγλωσσος
O Ηλίας Καλές, τακτικός Τειρεσίας, αναπληρωτής Οιδίποδας, μισότυφλος με τα γυαλιά, εντελώς τυφλός χωρίς αυτά
Ο Παντελής, ο σκύλος του Αντώνη
H Άννα, η Αντιγόνη, φοιτήτρια φιλολογίας
Ο Νώντας
Ο Χρήστος ο Μπλές
Ο Σωτήρης  Πατερίτσας, υποβολέας
O Σπύρος, ο πολυτεχνίτης
O Θείος Γιαννάκης, γεωλόγος, σπουδαγμένος στη Γαλλία
H Θεία Ευτέρπη, σύζυγος του Γιαννάκη
O κυρ Νίκος, πατέρας του Ζαφείρη
Η κυρά Σμαρώ, μητέρα της Άννας, η Ιοκάστη
Ο κυρ Αλέκος, πατέρας της Άννας, μελαγχολικός χωροφύλακας, Αλέξανδρος Τσαρουχάκης
Ο κύριος Ανθίας, δικηγόρος με σοβαρότατη πελατεία
Η Τζένη Σεμπερίδου, φοιτήτρια νομικής
Ο Γιατράς, ο «Λαχαμπανέρας»
Ο Σεραφείμ, άχαρος φοιτητής της κτηνιατρικής
Η Στέλλα, ζουμπάδικο, αλλοπαρμένο και φλύαρο θηλυκό
Ο Τρύφωνας, μπατζανάκης του Ανθία
Ο Ιορδάνης Κεπατσόγλου, ο μεγαλύτερος τοκογλύφος της Μακεδονίας
Ο «Σούφρας»
Ο μπάρμπα- Κώτσος, μπαμπάς του Νώντα
Ο κύριος Υπουργός
Ο κύριος Νομάρχης
Ο κύριος Δήμαρχος
Ο διευθυντής της νομαρχίας
Ο κύριος Ερμόλαος Παγανάς, πρόεδρος του Ροταριανού ομίλου
Ο κύριος Αθανάσιος Κατιρτζόγλου, ερασιτέχνης ποιητής
Ο Βασίλης, ο μπακαλομανάβης
Ο Τριανάφυλλος και ο Θόδωρος, γιοί του μπακαλομανάβη
Ο Χατζής, νουνός του Ζαφείρη
Η Δέσποινα, νουνά του Ζαφείρη
Ο Γκάγιας, χοντρός μεσήλικας, ανθυπασπιστής
Ο κυρ- Αντρέας, επονομαζόμενος «Καπράν Τσαούς»
Ο νερουλάς, ο μικρός γιος του Καπράν
Ο δραγάτης, ο μεγαλύτερος γιος του Καπράν
Ο κύριος Ορφανός
Ο Στάθης Ν. Σάφης, καθηγητής ωδικής
Η Ελεωνόρα Σπεντζή, κόρη του Αρίσταρχου Σπεντζή, συνταγματάρχη
Ο Τσιγγερίδης, ιδιοκτήτης ραδιοφωνικού σταθμού
Ο εισπράχτορας του τραμ, ένας φαφούτης ζοχαδιακός
Ο Κάβουρας
Ο Θωμάς ο Κόκκινος, Κρέων
Ο Απόστολος
Ο Φερδινάνδος Π. Αβραάμ, τμηματάρχης Α- Προιστάμενος
Ο Δημητρός, πατέρας του Απόστολου, νοικοκύρης και έμπορος στα μπακίρια
Η Ευτέρπη, ψχαδελφή του Απόστολου
Ο «Φερδινάνδος», έφεδρος λοχαγός του αγγλικού στρατού
Η Βικτωρία, κόρη του «Φερδινάνδου»
Ο Παναγιώτης, πατέρας του Φερδινάνδου
Η Μαριάνθη, μάνα του Φερδινάνδου
Ο Τρύφωνας, φίλος αχώριστος του Παναγιώτη
Ο κύρ Λευτέρης, πατέρας του Παναγιώτη, ο φραγκοράφτης
Η Φωτεινή, μητέρα του Παναγιώτη
Η Θέκλα, γεροντοκόρη, αδελφή του Παναγιώτη