Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2007

Υ.Γ


Είχες δίκιο. Ο λουόμενος ως ύπνος.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2007

ΛΙΜΠΡΕΤΟ "ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ"


ΣΑΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στέλνοντας προχθές στον διαδικτυακό αγαπητό φίλο LOCUS SOLUS,μαζί με τις ευχές μου, ένα ποίημα του Κ. Κρυστάλλη, «Χριστούγεννα της στρουγγοκαλύβας», αποφεύγοντας τα συγγνωστά διηγήματα του Παπαδιαμιάντη, τα επετειακά διηγήματα των σύγχρόνων πεζογράφων οι οποίοι, όπου δει, φέτος ακόμη και στο περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση», δημοσιεύουν «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», αυθωρεί και παραχρήμα στο μυαλό μου ήρθε το θεατρικό έργο του Γιάννη Καμβύση.(1872-1901) «Το δαχτυλίδι της μάνας», γραμμένο το 1898, που αναφέρεται στη ζωή και το θάνατο του ποιητή, παραλλήλως δε η δράση εξελίσεται τις μέρες των Χριστουγέννων.
Παρουσιάζω λοιπόν το λιμπρέτο του μουσικοδράματος «Το δαχτυλίδι της μάνας», του Μανόλη Καλομοίρη,το οποίο στηρίζεται στο θεατρικό έργο του λησμονημένου λογοτέχνη, με μικρές παραλλαγές σε σχέση με το πρωτότυπο έργο(όποιος ενδιαφέρεται για τις διαφορές μεταξύ των δυο έργων θα βοηθηθεί διαβάζοντας την «Εισαγωγή στην ανάλυση του «Δαχτυλιδιού», από τον Ζ.Τερζάκη ,στην έκδοση του δίσκου με την Φιλαρμονική Σόφιας και Εθνική Χορωδία Βουλγαρίας, Διευθ.Ορχ.Γ. Δάρας, Αθήνα 1983). Το πρωτότυπο θεατρικό έργο επιφυλάσσομαι να ποστάρω όταν καταφέρω να το έχω στα χέρια μου.
Το έργο «Το δαχτυλίδι της Μάνας» σύμφωνα με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, προσφέρεται για ανάγνωση, ανεξάρτητα της μουσικής του ερμηνείας, δήλωση η οποία με βοήθησε να άρω τις επιφυλάξεις μου, όσον αφορά την αναγκαιότητα της κειμενικής μεταφοράς του.
Υ.Γ. Η βοήθεια της κ.Όλυς Φράγκου Ψυχοπαίδη στο κείμενο που έγραψα, ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Το κείμενό της «Ιδεολογία και αισθητική δημιουργία στο «Δαχτυλίδι της Μάνας», είναι η βάση για τις γραμμές που έγραψα.

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ



ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Η σκηνή παριστάνει ένα φτωχικό δωμάτιο χωριάτικου ελληνικού σπιτιού, στα βορινά της Θεσσαλίας, με λίγα πράγματα. Ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, μερικά σκαμνιά. Στη γωνιά καίει η φωτιά. Ο Γιαννάκης κάθεται παραστιάς κοιτάζοντας της φλόγα το παιγνίδισμα, παραδομένος σε βαθιά ονειροπόληση. Η Μάνα συγυρίζει, δώθε κείθε, αγροικάει τρομαγμένη το φυσομάνημα του Βοριά και κοιτάζει μ’ ανησυχία και στοργή το γιο της.

ΜΑΝΑ
Πλησιάζει το Γιαννάκη

Ε, φύλακα του ονείρου σου,
σκλάβε των καημών σου,
τραγουδιστή μου ολάκριβε,
αγόρι της καρδιάς μου.
Ε, φτάνει πια η συλλογή
που σαν πουλάκι φτερουγάει
γύρω στ’ αχνό σου μέτωπο.
Έξω ο Βοριάς φυσομανάει!
Άκου πώς ρυάζεται και πώς φρυμάζει!
Μα εδώ γλυκαίνει η μαύρη ώρα.
Στη στια χαρούμενη καίει η φωτιά,
όμοια ολόζεστη και μυροφόρα
η αγάπη μου σε τριγυρνά.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μάνα, σα μπάλσαμο κυλάν
τα λόγια σου μεσ’ στην καρδιά μου.
Τα περασμένα ανιστορά
παλιές χαρές, σβυσμένα μάγια.
Σαν όραμα περνούν στερνό
τα πρώτα μου ολόχαρα χρόνια.

ΜΑΝΑ
Ευλογημένη η άγια νύχτα
που ξανανιώνει μας τη μνήμη
παλιάς χαράς, πάντα καινούριας.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κρατούμενος στην αγκαλιά σου
επρόσμενα πάντα με λαχτάρα
πότε θα σήμαινε η καμπάνα
-σάμπως αγγέλου προσταγή
κι εκκλησιά η φεγγόβολη
μοσχοβολούσε απ’ τα λιβάνια.
Κρατούμενος στην αγκαλιά σου
επρόσμενα πάντα με λαχτάρα!!

Πέφτει αποκαμωμένος στο σκαμνί του

ΜΑΝΑ
Μη σε πλανεύει τόσο η λύπη.
Θ’ ανθίσει πάλι νέα χαρά.
Χρόνια καλύτερα θα ΄ρθούν. Ποιος ξέρει;
Νυχτιά τα φέρνει, αυγή τα παίρνει
τα σύγνεφα της συφοράς.
Εσύ, χρυσέ, να ‘σαι καλά
και τα τραγούδια σου τ’ αβάσκαντα.
Νυχτιά τα φέρνει, αυγή τα παίρνει
τα σύγνεφα της συφοράς.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μάνα, το ξέρω θα πεθάνω!
Κρυφή πληγή με καταλεί, με λιώνει
κι ο πόνος μου διπλός φουντώνει
τα γραμμένα μας σαν θυμηθώ βουνά!
Απόψε ομάδι οι πιστικοί εκεί πάνω
Θ’ ανάψουν τις φωτιές ψηλές ως τ’ άστρα.
Γύρω θα σαλαγάν στοιχειά και παγανά
κι αυτοί με μια γλυκότατη λαχτάρα
κάτω απ’ τα ουράνια τ’ αγιασμένα
θα καρτερούν τη θεία γέννα.
Κι εγώ, κι εγώ γυρτός εδώ αργοπεθαίνω!..
Αχ, να μπορούσα πια ψυχή μου,
σπάζοντας όλα τα δεσμά μου,
να υψωθώ μ’ ένα πέταμα
ελαφρό ως των γεράνιων βουνών
την απόκοσμη πλάση
στα ξέφωτα που οι ανεμικές
αιθέριες στήνουνε φιλιές
και σα χρυσό ρείθρο αναβρύζει
το φέγγος τ’ άυλο του χλωμού
κι ολοανθισμένου φεγγαριού.
Κι ωιμέ, τ’ ασώπαστο μαράζι
που την καρδιά μου αργοσπαράζει
να σκόρπιζα στον πράον αιθέρα,
στην πάχνη της αυγής,
πέρα απ’ τη νύχτα, απ’ τ’ άστρα πέρα.
Του κάκου ανήμπορο κορμί,
δετό της γης και της αρρώστιας,
να παραδέρνει μεσ’ στο χώμα
της Μοίρας σου έταξεν η οργή.

Χτυπούν την πόρτα. Μπαίνει ο Κυριάκος

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Γεια , χαρά σας και καλήν αυγινή
ταχιά και καλωσορισμένη.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Καλώς μας κόπιασες και συ.

ΜΑΝΑ
Έξω η νυχτιά είν’ ανταριασμένη.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Τέτοια αγριάδα δε θυμάμαι χρόνια.
Στ’ άφωτα της νύχτας αλώνια
με του Βοριά τα μαυροφτέρουγα άτια,
τα πάρωρα γυρνούν δαιμόνια.

Ενώ ο Γιαννάκης είναι βυθισμένος σε συλλογή
μπροστά στη φωτιά, ο Κυριάκος παίρνει
παράμερα τη Μάνα.

Απόψε σε προσμένω,
τα μεσάνυχτα άμ’ απλώσουν
από τους μαύρους ουρανούς.
Η εκκλησιά θα ‘χει απολύσει
δε θα μας δει ανθρώπου μάτι.
Ίσκιος στους Ίσκιους θα στέκει
εκεί, κάποιος που ζητάει
ν’ αποχτήσει, ν’ αγοράσει
το πανώριο δαχτυλίδι.

ΜΑΝΑ
Κλαίγοντας

Το δαχτυλίδι!

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ονειροπολώντας

Η Ερωφίλη!

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Στη Μάνα

Του είπα τόσο τριγύρω αστράφτει
μ’ άσωστη φεγγοβολιά
που σαν την πούλια καίνε.

ΜΑΝΑ
Τα μάτια μου τα κλαίνε.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Τ ανεξετίμητα πετράδια.

ΜΑΝΑ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Κύμα η λάμψη στα σκοτάδια
με μιαν εφτάδιπλη φωτιά!

Καμπάνες μέσα από τη σκηνή

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Να, εσήμανε η καμπάνα.
Η λειτουργιά σε λίγο αρχίζει.
Σφίξε την καρδιά σου Μάνα
δύστυχη. Στερνή σου λύπη
να ΄ναι αυτό το δαχτυλίδι.

ΜΑΝΑ
Κλαίγοντας

Το δαχτυλίδι!.. Το δαχτυλίδι!..

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Τινάζεται επάνω

Η Ερωφίλη!.. Η Ερωφίλη!..

ΕΡΩΦΙΛΗ
Μέσα από τη σκηνή

Α! Α! Α!

ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ
Α! Α! Α!

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ω, πως χτυπάει η καρδιά μου!
Να! Ζυγών΄ η γλυκιά κυρά μου.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Στο Γιαννάκη

Οι κοπέλες που περνάνε
σε προσχαιρετάν
και σε τραγουδάνε.

ΜΑΝΑ
Οι κοπέλες σε τραγουδάνε.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ω, τι γλυκός σκοπός,
πως με μαγεύει!

ΕΡΩΦΙΛΗ
Πάντα μέσα από τη σκηνή.

Αφέντη όντας γεννήθηκες σε τάισαν τ΄ αηδόνια
και σου προφτάσανε το κρύο νερό τα λαφομόσκια.
Και βγήκες συ ο εξακουστός στη γης στην οικουμένη.

ΧΟΡΟΣ
Το κρύο νερό τα λαφομόσκια.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Αχ! Ερωφίλη!
Το τραγούδι σου καινούρια ζωή μου δίνει.

ΧΟΡΟΣ
Κι άλλοι κινάν με δαμασκιά κι άλλοι γυρνάν με δοξάρια.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Και συ, θάμμα και σάστισμα, κουρσεύεις με τραγούδια.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ερωφίλη! Θάμα εσύ και σάστιμα!

ΧΟΡΟΣ
Και βάι, ο αχός του τραγουδιού κάστρα ξεθεμελιώνει.
Κάστρα και μαρμαρόπυργους κι αυλές μαρμαρωμένες.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Κι αν τραγουδήσεις σε στεριά λιγώνονται οι κοπέλες.
Κι αν σε λιμιώναν αγαθό τα κάτεργα βουλιάνε.

ΧΟΡΟΣ
Κι αν σε βραδυά και ξαστεριά τρέμουν να πέσουν τ΄ άστρα. Α! Α!

ΕΡΩΦΙΛΗ
Μπαίνοντας απ΄ την πόρτα

Αφέντη όντας γεννήθηκες σε τάισαν τ΄ αηδόνια!

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ερωφίλη, Ερωφίλη
καλώς μας ήρθες με τις κοπέλες.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Ήρθα κι εγώ
μαζί με τις κοπέλες
του χωριού ως εδώ.

ΜΑΝΑ
Καλώς μας κοπιάσατε.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Για να σας χαιρετήσω
και σας καλοβραδίσω.

ΜΑΝΑ
Καλές γιορτάδες κοπέλες μου
και χρόνια πολλά.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Γεια - χαρά σου Κυρά.
Α! Χρόνια πολλά.

ΧΟΡΟΣ
Α! Α! Α!

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Στην Ερωφίλη που ετοιμάζεται να φύγει.

Καρτέρα κόρη
να σώσω το μίλημα.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ω, μείνε Ρωφίλη!

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Μόνο δυο λογια
κι έρχομαι να φύγουμε.

Η Ερωφίλη κάνει νεύμα στα κορίτσια πως θα
μείνει.
Ο Κυριάκος παίρνει τη Μάνα και τραβάνε
παράμερα.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Με πάθος προς την Ερωφίλη μόλις έμειναν
μόνοι.

Ωραία, που καθώς πρόβαλες
στα θαμπωμένα μάτια,
μιαν αυγή σα να χύθηκεν
ο αγέρας σα ν΄ αστράφτει.
Θιαμάζομαι σαν περπατάς
τα δέντρα δεν ανθούνε
στο διάβα σου το λυγερό
δεν ραίνουν σε τα ρόδα.
Κι ο λογισμός μου ολόφωτος
απ΄ τη δική σου λάμψη
και την αγνή σου θύμηση
βαριά ευωδιά γεμάτος,
σ΄ έκραζε, σε τραγούδαγε, σ΄ αντάμωνε,
ω, λαχτάρα,
την καρδιά μου συ πρώτε καημέ,
στερνό μου εσύ τραγούδι...

ΕΡΩΦΙΛΗ
Δειλά, με μεγάλη τρυφερότητα πλησιάζει
περισσότερο στο Γιαννάκη.

Κι ήρθα να ΄μαι, ολότρεμη.
Πώς ένοιωσα από πέρα
το γλυκό σου κάλεσμα
να ξεσπά σαν τραγούδι.
Κι ήταν σάμπως να καίει
στης ψυχής μου τα τρίσβαθα,
κάποια φλόγα, κάποια έννοια,
ένα μήνυμα απόκρυφο,
όλο πόθος κι όλο πάθος.
Κι ήρθα, πως τ΄ όνειρο έρχεται
στην καρδιά που περιμένει
με λαχτάρα μυστική.
Κι ήρθα, καλέ, για να στο πω
και να στο μολογήσω,
ωραίε, απ΄ το τραγούδι σου
κι από τη φαντασιά σου.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Στάσου σιμά μου.
Σαν όραμα βγαλμένο απ΄ την καρδιά μου.
Τόση άνοιξη και τόσο φως
στη βαρυχειμωνιά μου...
Αχ, στάσου σιμά μου
σαν όραμα βγαλμένο απ΄ την καρδιά
μου...

ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μες΄ του ονείρου τ΄ απόσκιο περβόλι
που πετάν αλαφρά τα πουλιά
χτυπημένα απ΄ του πόθου το βόλι
και μια ανάκουστη χύνουν λαλιά,
το κρυφό μας προσμένει παλάτι
σε μια θεία γαλήνη πνιχτό.
Δεν τ΄ αντίκρυσε ανθρώπου μάτι
για μας στέκει μονάχα ανοιχτό.
Τη μακάρια θα πιω εκεί λήθη,
το βαρύ μου θα πνίξω καημό,
μα η αγάπη θα καίει στα στήθη
και δε θάχ΄ η φωτιά τελειωμό.

Η Ερωφίλη και ο Γιαννάκης βυθισμένοι
πάντοτε στο ερωτικό τους όνειρο ενώ ο
Κυριάκος και η Μάνα ξαναμπαίνουν στο
δωμάτιο τελειώνοντας την κουβέντα τους.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Σύμφωνοι. Σφίξε την καρδιά σου,
Μάνα δύστυχη.
Αν θες να σώσεις το παιδί σου,
τα μεσάνυχτα θυμήσου,
Μάνα δύστυχη, σε προσμένει Ίσκιος στους Ίσκιους
μυστικός.

ΜΑΝΑ
σιγοκλαίγοντας

Το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι
Μάνα δύστυχη
σαν ίσκιος θα προσμένει
για το δαχτυλίδι.

ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ναι, η αγάπη θα καίει στα στήθη
και δε θάχ΄ η φωτιά τελειωμό.

Έξαφνα ακούγονται γέλια και φωνές. Ορμά
μέσα πεταχτός και χαρούμενος ο Σωτήρης με
αγόρια και κορίτσια του χωριού που γυρίζουν
απ΄ τα Κάλαντα.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Ναν τα πούμε;
Μας θέλετε κι εμάς;

ΜΑΝΑ
Μετά χαράς σου γιε μου.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Μπρος παλικάρια όλοι είμαστ΄ εδώ.
Αδερφέ, άκου τι σου τραγουδώ.
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του κόσμου
εβγάτε, δέστε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται.

ΧΟΡΟΣ
Γεννιέται κι ανασταίνεται στο μέλι και στο γάλα
μέλι να τρώνε οι άρχοντες και γάλα οι αφεντάδες.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Και στο μελισσοβότανο να λούζονται οι κυράδες.

ΧΟΡΟΣ
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα,
κυρά μου τον υγιόκα σου και τον πρωτότοκό σου
για λούστονε και χτένιστον και στείλ΄ τον στο σχολειό του
να τόνε δείρει ο δάσκαλος με τριά κλωνάρια μόσκο.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Και να του σκούξουν τα παιδιά: Μωρέ μοσκοδαρμένε,
μωρέ και πούν΄ τα γράμματα, μωρέ και πούν΄ ο νους σου.

ΧΟΡΟΣ
Τα γράμματα είναι στο σχολειό κι ο νους μου στις κοπέλες
εδώ πέρα κι αντίπερα πέρα στη μαυρομάτα
που ΄χει τα μάτια σαν ελιές τα φρύδια σα γαϊτάνι.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Και του κοράκου το φτερό το ΄χει καμαροφρύδι.

ΧΟΡΟΣ
Και του κοράκου το φτερό το ΄χει καμαροφρύδι.
Κι από χρόνου.

ΕΡΩΦΙΛΗ - ΜΑΝΑ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Χρόνια πολλά και καλά κι ευτυχισμένα.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Παιδιά κοντά σταθείτε
δυο λόγια να σας πω.
Τα φανάρια να μη σβήστε
μη σας λάχει απόψε κακό.
Δεν ξέρετε που είναι φευγάτο
από τον Κάτω Κόσμο το μαύρο φουσάτο
των παγανών κι ως την πρωτάγιαση λαβώνει
το διαβάτη που ξένοιαστος ζυγώνει.

ΧΟΡΟΣ
Με περιέργεια τριγυρίζοντας τον Κυριάκο

Ακουστά το ΄χω από καιρό
μα είν΄ αξήγητο μυστήριο.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Να σας το ξηγήσω εγώ.
Μεσ΄ στα φλόγινα θεμέλια
του Άδη, στης φωτιάς το κέντρο
στυλωμένο ως τη συντέλεια
στέκει γίγαντας το δέντρο
που τη γης αναβαστάζει
και τριγύρω βράζει, βράζει
το κατάρατο γιορτάσι
η οργισμένη μαύρη πλάση.

Ο χορός τραβιέται πίσω φοβισμένος.

Τ΄ άγρια παγανά μανιάζουν,
ρυάζονται, το δέντρο αδράζουν
με τα δόντια, το ξεσκίζουν
με τα νύχια και πασκίζουν
θρύψαλα να το σωριάσουν
και τον κόσμο να χαλάσουν.

ΧΟΡΟΣ
Τ΄ άγρια παγανά μανιάζουν,
ρυάζονται, το δέντρο αδράζουν
με τα δόντια, το ξεσκίζουν
με τα νύχια και πασκίζουν
θρύψαλα να το σωριάσουν
και το δέντρο να χαλάσουν.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Και με λύσσα πελεκάνε
πελεκάν με τα τσεκούρια
και μ΄ αγώνα πολεμάνε
να το ρίξουν μ΄ άγρια φούρια.
Μα πριχού το καταλύσουν
και το δέντρο ως ίσκιος στέκει,
την καμπάνα θα γροικήσουν
να χτυπάει αστροπελέκι.

ΧΟΡΟΣ
Τ΄ άγρια παγανά μανιάζουν,
ρυάζονται, το δέντρο αδράζουν
με τα δόντια, το ξεσκίζουν
με τα νύχια και πασκίζουν
θρύψαλα να το σωριάσουν
και το δέντρο να χαλάσουν.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Και στα ουράνι΄ αντηχούν ωσαννά
που Χριστούγεννα πάλι γιορτάζουν.
Τα σκιασμένα σκορπούν παγανά
΄δω στη γη και βαρειά μας κολάζουν
κι άμ΄ αγιάσουν ξανά τα νερά
μεσ΄ το μαύρο τους πέφτουν Βασίλειο
και το δέντρο ακέριο, γερό
τη γη βαστά προς στην Ήλιο.

ΧΟΡΟΣ
Και στα ουράνι΄ αντηχούν ωσαννά
που Χριστούγεννα πάλι γιορτάζουν.

ΧΟΡΟΣ - ΜΑΝΑ - ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΣΩΤΗΡΗΣ
Και στα ουράνι΄ αντηχούν ωσαννά.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Και τώρα ώρα να φύγουμε.

ΧΟΡΟΣ - ΜΑΝΑ - ΕΡΩΦΙΛΗ - ΣΩΤΗΡΗΣ
Έχετε γεια. Ώρα καλή.

Φεύγουν όλοι εκτός από τη Μάνα, το Γιαννάκη
και το Σωτήρη.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Και τώρα Μάνα
πού ΄μαστε μόνοι
κάτσε μαζί μας
ύπνος ακόμα δε μας σιμώνει.
Αν θέλεις πες μας, ως να μας κοιμίσεις,
κάτι σα νανούρισμα για σαν παραμύθι
ή πιο καλά ανιστόρα μας το δαχτυλίδι.

Η Μάνα τρομάζει και στενοχωριέται.

ΜΑΝΑ
Το δαχτυλίδι - όχι! Κάλλιο τίποτ΄ άλλο να σας πω.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Ναι, η Μάνα μας, διηγήσου μας
για τώριο δαχτυλίδι
που είχαν δώσει οι μοίρες
στη Μάνα σου ως γεννήθη,
μπροστά τους άμα αντίκρυσαν
τα πλούτια,τα καλούδια.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ναι, η Μάνα μας, δηγήσου μας.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Δηγήσου μας Μανούλα μας,
το βλέπεις κι ο Γιαννάκης στο ζητά.
Πολλά τραγούδια ξέρει
κι ο κόσμος μεσ΄ τα τρίστρατα
Τραγουδιστή τον κράζει.
Μα τέτοιον έμνοστο σκοπό
σαν του δαχτυλιδιού δε λέει.
Ναι, η Μάνα μας, δηγήσου μας
για τώριο δαχτυλίδι,
σελήνη είναι στη νυχτιά
σαν λάμπει, σαν την πούλια.
Ναι, η Μάνα μας, ιστόρα.

ΜΑΝΑ
Με την καρδιά
πολύ βαριά
θα σας το πω.
Το τρίτο βράδυ επρόφτασαν
οι τριμερούσες Μοίρες,
διαβαίνοντας μεσόνυχτα
απ΄ τις κλεισμένες θύρες.
Κι άμα τη Μάνα αντίκρυσαν,
πήραν ναν τη μοιράνουν,
να την καλολογιάσουνε
και μ΄ ευχές να ράνουν.
Μύρια καλά της τάξανε
και την καλοστολίσαν.
Το ριζικό της κλείσανε
με μια στερνήν ευχή:
Το γέλιο από τα χείλη της
ποτές να μη στερέψει
κι αν κλάψει, διαμαντόπετρα
απ΄ τα μάτια της να πέσει.
Κι ύστερα, κι ύστερα, βγάλανε

Η Μάνα βγάζει από τον κόρφο της το
δαχτυλίδι και το δείχνει στα παιδιά της.

το πανώριο δαχτυλίδι
που μ΄ εφτά διαμάντια ολόφωτο
σαν την πούλια αντιφεγγίζει.
Και πριν ως καπνός σκορπίσουνε
στον τρομαγμένο αγέρα,
κατάρα - ευχή του ρίξανε
στερνή βαριά φοβέρα!..

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πες την κατάρα Μάνα!

ΣΩΤΗΡΗΣ
Μαζί ας την πούμε Μάνα!

ΜΑΝΑ - ΣΩΤΗΡΗΣ
Τη Δόξα του όπου αρνηστεί πια
και πάει να το ξεκάνει,
να ΄ρθεί η Νεράιδα του Βουνού
και πίσω ναν το πάρει.
Να ΄ρθεί η Νεράιδα του Βουνού
και πίσω ναν το πάρει.

Ο Γιαννάκης πετιέται παράφορος.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κι αν η Νεράιδα του Βουνού
το πάρει εγώ είμαι άξιος
ν΄ ανέβω ως τις ψηλές κορφές
την ίδια για ν΄ αδράξω.

Σαν αποκαμωμένος από την προσπάθεια που
έκανε πέφτει στο κρεβάτι.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Σώπαινε αλαφροϊσκιωτε
Μόνο στη φαντασία σου
θα βρεις Νεράιδες με ξωθιές.
Τώρα αδερφέ ξενοιάσου.
τα παραμύθια τέλειωσαν
και τώρα ξεκουράσου.
Κι η Μάνα μας νανούρισμα
σιγοκρατάει σιμά σου.

Ο Γιαννάκης ξαπλώνεται στο κρεβάτι.
Η Μάνα πάει να δέσει στο μαντήλι της το
δαχτυλίδι, μα αυτό γλιστράει και πέφτει σιμά
στο Γιαννάκη. Η Μάνα χωρίς να το καταλάβει,
δένει το μαντήλι και το κρύβει στον κόρφο της,
θαρρώντας πως έχει μέσα το δαχτυλίδι.

ΜΑΝΑ
Σκεπάζει καλά το Γιαννάκη και τον νανουρίζει.

Να μου το πάρεις ύπνε μου. Τρεις βίγλες θαν του βάλω.

Ο Σωτήρης ξαπλωμένος κι αυτός παραστιάς, σαν ηχώ της
μάνας του ενώ κι αυτόν τον παίρνει ο ύπνος.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Τρεις βίγλες θαν του βάλω.

ΜΑΝΑ
Τρεις βίγλες, τρεις βιγλάτορες και οι τρεις
αντριωμένοι.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Κι οι τρεις αντρειωμένοι.

ΜΑΝΑ
Βάζω τον Ήλιο στα βουνά και τον αητό στους κάμπους.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Και τον αητό στους κάμπους.

ΜΑΝΑ
Τον κυρ - Βοριά το δροσερό ανάμεσα πελάγου.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Το δροσερό ανάμεσα πελάγου.

ΜΑΝΑ
Ο Γήλιος εβασίλεψε κι γιος μου αποκοιμήθει.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Ο Γήλιος εβασίλεψε κι γιος σου αποκοιμήθει.

ΜΑΝΑ
Να μου το πάρεις ύπνε μου τρεις βίγλες θαν του βάλω.

ΣΩΣΤΗΡΗΣ
ενώ αποκοιμιέται.

Τρεις βίγλες θαν του βάλω.

Η Μάνα σηκώνεται, βάζει το φακιόλι της,
κοιτάζει στοργικά τα παιδιά της που
κοιμούνται, τα σταυρώνει και κάνει να φύγει
κοιτάζοντας ολοένα το Γιαννάκη. Σταματάει σα
φοβισμένη και μετανιωμένη. Τέλος φεύγει
αργά με σιγαλό περπάτημα.

Η φωτιά σιγοσβήνει στη στια.

Ο Γιαννάκης αναταράζεται στο κρεβάτι του σα
να βλέπει βαρύ όνειρο.

Ένα θαμπό σύγνεφο σαν πέπλος
ομιχλιασμένος πέφτει και κρύβει το Γιαννάκη.

Πέφτει η αυλαία αργά.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

Τ΄ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

Η σκηνή παρουσιάζει το εσωτερικό ενός, μυθικού παλατιού σ΄ αραβικό - βυζαντινό ρυθμό. Ψηλή θολωτή σκεπή που αναβαστάνε κιόνια γλυπτά. Μεγάλες ποικιλόχρωμες κουρτίνες φαντάζουν περίγυρα.Στο βάθος η πόρτα και μια σειρά παράθυρα κεντημένα μ΄ αραβουργήματα. Καντήλες όμοια πλουμισμένες κρέμονται από ψηλά. Το χρυσελεφάντινο θρονί της κυράς δεξιά κι αριστερά μεγάλοι αργαλειοί με περίεργα και μυστηριώδικα πλουμιστά υφαντά.

Μισοσκόταδο.

Καθώς ανοίγει η σκηνή, μπαίνουν αργά με συρτά βήματα ο Γιαννάκης οδηγούμενος από μια γριά που ακουμπάει στο ραβδί της. Τα χαρακτηριστικά της θυμίζουνε τη Μάνα μα πιο γερασμένη.

ΓΡΙΑ
Ε, παλικάρι φτάσαμε.
Εδώ ΄ναι τα ξωτικά παλάτια
που συντυχαίνουν Νεράιδες και Ξωθιές
σ΄ ώρες απόκρυφες, σ΄ ώρες μυστικές.
Μα εσύ ποιος είσαι, παλικάρι,
που διάβηκες έτσι απόκοτα
στη μαγεμένη αυτή χώρα
στου ονείρου τ΄ αχνό βασίλειο
στης Μοίρας τα παλάτια;
Θε να ΄σαι αντρειωμένος!

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Εγώ ΄μαι ο τραγουδιστής
΄γω που παράτησα τη γης
να ΄ρθω στ΄ ανάερα βασίλεια,
τη Νεράιδα να βρω,
που ξάφνου ήρθε σπίτι
για ν΄ αρπάξει της Μάνας μου
το εφτάπετρο δαχτυλίδι
που μ΄ εφτά διαμάντια ολόφωτα
σαν την πούλια αντιφεγγίζει.

ΓΡΙΑ
΄Γω που ως τώρα σε παραστάθηκα πιστά
θα σ΄ αρμηνέψω
πώς να το βρεις ταχιά.
Τώρα σε λίγο θα ΄ρθει εδώ πέρα
η Μοίρα όπου ορίζει σ΄ αυτά ΄δω τα παλάτια.
Τον αργαλειό της ζωής οι δούλες της θα
στήσουν
κι εκείνη το χρυσόμηλο στα χέρια της θα
παίξει.
Μη δειλιάσεις. Με βια να δράσεις
κι ευτύς το μήλο γοργά ν΄ αρπάξεις
τι έτσι μόνο θα σου πει
τι δρόμο θα τραβήξεις.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κυρά - Μάνα σ΄ όλο το είναι μου
Συ ξαναδίνεις ζωή.

ΓΡΙΑ
Ε, φύλακα του ονείρου σου
σκλάβε των καημών σου
ώρα καλή και καλά νά ΄χεις τέλη.

Η Γρια - Μάνα κάνει να φύγει. Ο Γιαννάκης σκύβει και της φιλά το χέρι. Η Γριά τον ευλογεί και τον σταυρώνει.

ΓΡΙΑ
Η Γριά κοιτάζει γύρω της αλαφιασμένη.
Να, τώρα φτάνουνε. Εδώ σε λίγο θε να ΄ρθούν
Ξωθιές καλοκυράδες.
Τώρα να φεύγω είναι καιρός
εδώ να μη με βρούνε.

ΧΟΡΟΣ
Από τις δούλες και την ακολουθία της Κυράς

Πέρνα σαϊτα μου γοργή
με το ψιλό μετάξι
τάκου - τάκου ΄φαίνει ο αργαλειός μου
τάκου η μοίρα όλου του κόσμου.

ΚΥΡΑ
Τ΄ αχνό μοιρόγραφτο πανί
στον κόσμο να φαντάξει.
Τάκου ΄φαίνε ο αργαλειός μου
τάκου τη μοίρα όλου του κόσμου.

ΔΟΥΛΑ
Αφέντισσα πρωτότιμη και πρωτοτιμημένη
αρχής ο Θεός σε τίμησε κι ύστερα ο κόσμος όλος.

ΚΥΡΑ - ΔΟΥΛΑ
Τάκου - τάκου τώρα΄ φαίνουν
τη βουλή σου και τη δένουν.

ΔΟΥΛΑ
Αφέντρα π΄ όντας θέλησες για να λουστείς, ν΄ αλλάξεις,
η πάπια σού ΄φερε νερό κι η φάσα το σαπούνι.
Τάκου. Παίξε το χρυσόμηλο στα κρινοδάχτυλά σου.

ΧΟΡΟΣ
Πέτα σαϊτα μου γοργή.
Χτύπα χρυσό μου χτένι.
Στα χέρια μας λύπη, χαρά
σαν όνειρο διαβαίνει.

ΚΥΡΑ - ΧΟΡΟΣ
Τάκου υφαίνει ο αργαλειός μου.
Τάκου τη μοίρα όλου του κόσμου.

Ο Γιαννάκης ορμάει απ΄ την κρυψώνα του και της αρπάζει το μήλο.

ΧΟΡΟΣ

Ξεφωνίζουν και χάνονται αλαφιασμένες.

Α! Α!

ΚΥΡΑ

Κατεβαίνοντας από το θρόνο

Ποιος είναι αυτός που μ΄ άρπαξε το χρυσό το μήλο;

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Είμ΄ ο Γιαννάκης, της χήρας ο γιος
που τραγουδώντας περνώ τον καιρό μου
και τον καημό μου ξεχνώ
σ΄ ένα ηχοσκόπι γλυκό.

ΚΥΡΑ
Δωσ΄ μου το πίσω
και με φλουριά θα σε γεμίσω.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Φωτιά να κάψει τα φλουριά και τα χρυσά σου.

ΚΥΡΑ
Δωσ΄ μου το πίσω
αν θες τη Μοίρα σου ν΄ αλλάξω.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Το ριζικό μου δεν το τρέμω
κι ουτ΄ ήρθα για ν΄ αλλάξω
την απονιά σου.
Πάλι θα σου το δώσω πάλι
τ΄ ολόχρυσο το μήλο
φτάνει συ να μου δείξεις το δρόμο
που με βγάζει
στα Νεραϊδένια αλώνια
που του βουνού η Νεράιδα χορεύει σαν αχνός.

ΚΥΡΑ
Τόσο μονάχα επιθυμά;
Με μιαν ευτύς πως βγάζω διάτα
θ΄ ανοίξω εμπρός σου τη στράτα
΄κει που χορεύουνε πλανεύτρες οι Ξωθιές
τη Νεράιδα θα σου δείξω ευτύς,
που στα Νεραϊδένια αλώνια το χορό κρατεί.
Λαμπροφέγγει μεσ΄ τις άλλες
σαν τ΄ αστέρι της αυγής.
Στο μαγνάδι της διασμένα
τρέμουν τ΄ άστρα εκστατικά.
Αν το πάρεις, δικιά σου κι υποταχτικιά.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κυρά δικό σου πάλι το χρυσόμηλο.

ΚΥΡΑ

Η Κυρά, κρατώντας το χρυσόμηλο που
αστράφτει, με τα χέρια απλωμένα εμπρός,
αρχινά τη μαγική επωδή.

Εμπρός, ξυπνάτε
κόσμοι παραμυθένιοι.
Εμπρός ξυπνάτε.

Η Κυρά κάνει διάφορες κινήσεις μαγγανείας.

Μα τ΄ αστρικού του δράκοντα
κράζω σας την ορμή
και μα τ΄ άγριο λαμπάδιασμα
των εφτ΄ άστρων προστάζω.
Ναι! Λάμψε κόσμε του ονείρου.
Παλάτια πέστε.
Καπνοί σκορπίστε,
άλλη πλάση να φανεί.
Άστρων πλημμύρα
λάμψε τριγύρα.
Δείξε, ω, αλήθεια
με μάγια πλήθια
λάμψε με μιας
λάμψε, κόσμε της ομορφιάς.

Θαμπόφωτο.

Υπάκουο στη μαγική προσταγή της Κυράς, το παλάτι μαζί με τα στέρια κιόνια, με το χρυσό θρονί, τον αργαλειό και όλο τον θαυμαστό του πλούτο, εσκόρπισε σαν καπνός κι αναλήφτηκε. Ένας αχνός μυστηρίου κρύβει το ξέφωτο πέρα που μισοφαίνεται. Ο αχνός σηκώνεται και φαίνεται μια χλοϊσμένη πλατωσιά που οι Νεράιδες του γιαλού και της στεριάς δένουν τον ξωτικό χορό τους. Ψηλά ασπρογαλλιάζει ολάγρια η χιονισμένη κορφή του βουνού. Ο Γιαννάκης κρυμμένος στα πυκνερά κλαδιά παραμονεύει. Οι Νεράιδες φαίνονται να μπαίνουν με χορευτικά βήματα.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Ελάτε νύφες της στεριάς και νύφες του πελάγου
στα νερά τ΄ ασπροπόταμου τα νερά δροσολουσμένες νύφες.
Ελάτε νύφες.
Ελάτε, εμπάτε στο χορό πέρα ο Χριστός γεννιέται.
Αφήστε πια τις όχτριτες και το Σάββατο εδώ ΄ναι.
Τώρα στης ακροποταμιάς την ανθισμένη αλτάνα
δώστε αδελφές τα χέρια σας και το χορό αρχινάτε,
γιατί σε λίγο τ΄ άκραχτα μεσάνυχτα σημαίνουν
με τη λαλιά του πετεινού με τη στριγκιά φωνή του.

Οι Νεράιδες χορεύουν.
Μπαίνουν μέσα χορεύοντας βαρειά και
πειράζοντας τις Νεράιδες οι Νεράιδοι - Σάτυροι.

ΧΟΡΟΣ
Μπάτε αδέρφια στο χορό,
το τραγούδι αρχινώ
ήρθε η ώρα για χαρά
ως ν΄ αγιάσουν τα νερά,
τα νερά, τα νερά,
ως ν΄ αγιάσουν τα νερά.

Πανώρια η Νεράιδα του Βουνού, θυμίζοντας την Ερωφίλη, ξεπροβάλλει από μια κορφή. Όλες την κοιτούν και την χαιρετούνε με θαυμασμό και υποταγή.

ΝΕΡΑΪΔΑ
Έχω τετράψηλο βασίλειο
τις άγγιχτες βουνοκορφές
και μεσ΄ των πάγων τα διαμάντια
στήνω κρυστάλλινα παλάτια,
λευκότερα κι απ΄ την αυγή.
Ίσκιος πουλιού δεν τα πατάει
μάτι θνητού δεν θα τα δει
μήτε κανείς στην άσπιλη κορφή θ΄ ανέβει
Α! Αα!
Άνθρωπε όσο κι αν ζητάς
όσο κι αν ζητάς, όσο κι αν πονάς
την κορφή δεν πατάς.
Α! είναι δικό μου το δαχτυλίδι. Αα!
με τα διαμάντια ολόλαμπρο. Αα!
και μεσ΄ των πάγων τα διαμάντια φέγγει
μ΄ άσωστη φεγγοβολιά. Αα!

Οι Νεράιδες παρακολουθούν με πλαστικές
κινήσεις το τραγούδι της Νεράιδας του
Βουνού.
Ανάμεσά τους μια ξεχωρίζει και
συνεχίζει το τραγούδι χωρίς λόγια.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΝΕΡΑΪΔΑ
Α! Αα!

Η ΝΕΡΑΪΔΑ
Αα! Φεγγοβολιά!

Ο Γιαννάκης βγαίνει από την κρυψώνα του, ορμάει και αρπάζει απ΄ τα μαλλιά της Νεράιδας του Βουνού το μαγνάδι. Η Νεράιδα προσπαθεί μάταια να τον τρομάξει αλλάζοντας πλάση. Του φανερώνεται πότε σαν θηρίο, πότε σα σαύρα, πότε σα φωτιά. Ο Γιαννάκης άτρομος κρατάει το μαγνάδι. Ακούγεται η λαλιά του πετεινού.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Ο πετεινός ελάλησε. Πάει η αδερφή μας.

Οι νεράιδες αποτραβιούνται τρομαγμένες και θλιμμένες.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Στη Νεράιδα μόλις μείνανε μόνοι με κάποια
περιφρόνηση και περηφάνια.

Συ είσαι η Νεράιδα του Βουνού;

ΝΕΡΑΪΔΑ
Ναι εγώ, τι θέλεις;

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πρώτα το δαχτυλίδι να μου δώσεις
που μ΄ αδικιά μου ΄χεις αρπάξει.

ΝΕΡΑΪΔΑ
Νύχτα καταραμένη μού ΄στησες τα βρόχια
και την κατάρα σου ακούω στα φυλλοκάρδια μου.
Όμως, μεσ΄ στα δυο μου μάτια πάντα θ΄ αχνολάμπει
ο αυγερινός κι ο αποσπερίτης. Να την πούλια!..

Του γυρίζει το δαχτυλίδι.

Σ΄ αφήνω γεια ψηλή κορφή και τιμημένη
σαν την αυγή προβάλλει ο ήλιος και δε μ΄ εύρει,
δώσ΄ του τα μαύρα νέφαλα για να φορέσει
τι εμένα κέρδισε της γης ο γιος και σέρνει
σκλάβα με σέρνει και γυναίκα του με παίρνει.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ε, τι θάρρεψες Νεράιδα
΄γω γυναίκα δεν σε θέλω
κι αν στα δυο σου μάτια
παίζει το φεγγάρι
μα στης καλής μου σμίγουν τα όνειρά μου.
Κι αν στ΄ αγέρινο μαγνάδι σου
κρέμετ΄ η πούλια κι ο αυγερινός
μα για μένα η πλάση ολάκερη
τελειώνει στη σαστική μου,
την Ερωφίλη.

ΝΕΡΑΪΔΑ
Τότε τι ζητάς από εμένα;

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ως την ψηλή κορφή ν΄ ανέβω.
Μονάχ΄ αυτό ζητώ.
Κει όπου πουλί δεν φτέρωσε,
μήτε το είδε ανθρώπου μάτι,
μεσ΄ των πάγων τ΄ ακατάλυτο
κρυστάλλινο παλάτι.
΄Κει με βια με φέρνει ο πόθος μου
με σέρνει κι η ψυχή μου.

ΝΕΡΑΪΔΑ
Μη γυρεύεις παλικάρι τ΄ ακατόρθωτο
είν΄ ανήμπορ΄ οι θνητοί
ν΄ ανέβουν στο βουνό
που μονάχα ορίζει ο Ήλιος,
Ρήγας, Βασιλιάς
κι οι Νεράιδες, του αγέρα τα παιδιά.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Δε με σκιάζει εμένα,
το ανέβασμα προς τα ψηλά
και στ΄ άφταστα να φτάσω δε δειλιάζω.

ΝΕΡΑΪΔΑ
Ποιος είσαι συ
που αντίκρυ στέκεις
στη Μοίρα και στο Θάνατο;

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

(Περήφανα)

Είμ΄ ο Γιαννάκης ο τραγουδιστής
της χήρας ο γιος
που το τραγούδι εγέμισα
στον παθητικό σκοπό
της γητεύτρας μου λύρας
μπαίνουνε στον ξωτικό χορό
ξωθιές ανεμοπόδες.

Μπαίνουνε μέσα οι Νεράιδες χορεύοντας και
τραγουδώντας.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Είν΄ ο Γιαννάκης ο τραγουδιστής.
Χρόνια σ΄ ακούω και σ΄ απαντέχω
γλυκέ τραγουδιστή.

ΝΕΡΑΪΔΑ
Σε προσμένει πάντα και σε λαχταρά,
των ξωθιών η πλάση μ΄ ανοιχτά φτερά
στο χορό ν΄ απλώσει ώριο το κορμί
με του τραγουδιού σου την πλανεύτρα ορμή.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Θα ξανάρθω πάλι με πλήθια χαρά,
Ρήγισσα του ονείρου και καλοκυρά.

ΧΟΡΟΣ
Είν΄ ο Γιαννάκης, ο τραγουδιστής
χρόνια σ΄ ακούω και σ΄ απαντέχω,
γλυκιέ τραγουδιστή.


Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Ακουστή μόνο από το Γιαννάκη, ενώ οι
Νεράιδες χορεύουν ανάλαφρα.

Καλέ κι ακριβέ μου και τραγουδιστή
των ξωθιών λυράρη και ξεπλανευτή,
ο χαμός σε κράζει απ΄ το άγριο βουνό
που χυμά όλο λάμψη στο χλωμό ουρανό.

Ο Χορός ξεμακραίνει και χάνεται.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Και τώρα Νεράιδα δείξε μου το δρόμο
θέλω τον Ήλιο ψηλά να χαιρετήσω.

ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Ε! Φύλακα του ονείρου σου
σκλάβε των καημών σου, μη ζητάς
όλο ψηλά να πετάς.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μη μ΄ αντισκόβεις γνώριμη φωνή
π΄ ακούω στην καρδιά μου,
πάμε Νεράιδα.

Ο Γιαννάκης και η Νεράιδα παρατούν τα ριζά του Βουνού και σιγά - σιγά χάνονται ανηφορίζοντας. Ενώ χάνονται, βγαίνει η Μάνα, τους κοιτάζει στοργικά, τους ευλογεί κι ύστερα φεύγει με αργά βήματα. Βγαίνουν μερικές Νεράιδες που προσκαλούν και τις άλλες σειώντας άσπρους πέπλους ενώ
ο Ήλιος αρχίζει να ξεπροβάλλει φωτίζοντας αχνά στην αρχή, πιο έντονα αργότερα τα σκοτάδια.
Ο Χορός των Νεράιδων έχει μαζευτεί στη σκηνή και σιγά - σιγά αρχίζει να χορεύει χαιρετώντας τον Ήλιο.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Η μέρα παίρνει και χαράζει
και τρεμοφέγγει ο αυγερινός
αρχίζει πια κι ασπρογαλλιάζει
το σκοτάδι σκορπά καπνός.
Κι ο Ήλιος άμα σ΄ αντικρίσει,
στα τάρταρα θα σε γκρεμίσει
νύχτα τυφλή, νύχτα θολή
με την πυρή φεγγοβολή.
Ήλιε μου και πυρήλιε μου
και κοσμογυριστή μου
πέφτουν οι αχτίδες σου φιλιά
μεσ΄ τα λυτά μαλλιά μου.

Οι Νεράιδες φεύγουν σιγά - σιγά χορεύοντας.

Ξεπροβάλλει ψηλά σε μια κορφή του Βουνού, όχι όμως την ψηλότερη, ο Γιαννάκης που τον οδηγάει η Νεράιδα τυλιγμένη στο μαγνάδι της.
Ο Γιαννάκης φαίνεται αποσταμένος και με μεγάλη δυσκολία προσπαθεί να προχωρήσει.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Απόστασα, Νεράιδα μου καρτέρα λίγο.

ΝΕΡΑΪΔΑ
Μην κλαις τραγουδιστή.
Την κορφή κι αν δεν είδες
κανένας άλλος δεν ανέβηκε ΄δω επάνω.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πεθαίνω, πού ΄ναι η Ερωφίλη;
Μάν΄ ακριβή μονάχο μη μ΄ αφήνεις!

ΝΕΡΑΪΔΑ
Πετώντας το πέπλο της εμφανίζεται μπρος στο Γιαννάκη με τη μορφή και τα ρούχα της Ερωφίλης.

Η Ερωφίλη! Δεν τη θωρείς μπροστά σου;

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

Με έκσταση.

Η Ερωφίλη! Η Ερωφίλη!

Μπαίνουν πάλι οι Νεράιδες τραγουδώντας και χαιρετώντας τον Ήλιο ενώ η Μάνα, σα σκοτεινή οπτασία ορατή μόνο από το Γιαννάκη, παρουσιάζεται στου Βουνού τα ριζά θρηνώντας.

ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου και πυρήλιε μου,
και κοσμογυριστή μου
πέφτουν οι αχτίδες σου φιλιά
μεσ΄ τα λυτά μαλλιά μου.

ΜΑΝΑ
Χρυσέ μου γιόκα
ολάκριβε τραγουδιστή.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ερωφίλη γλυκιά μου!

ΜΑΝΑ
Τραγουδιστή μου, τραγουδιστή μου ολάκριβε.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Σα χρυσή σάλπιγγα βουίζει στον αιθέρα.

ΜΑΝΑ
Ωιμένα, ωιμέ τραγουδιστή μου ολάκριβε.
Ωιμένα, ωιμέ.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Ξύπνα Γιαννάκη
κι ο ήλιος προβάλλει.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΕΡΩΦΙΛΗ
Το κρυφό μας προσμένει παλάτι
σε μια θεία γαλήνη πνιχτό.

ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου και πυρήλιε μου.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΕΡΩΦΙΛΗ
Δεν τ΄ αντίκρισε ανθρώπου μάτι
για μας στέκει μονάχ΄ ανοιχτό.

ΧΟΡΟΣ
Κι ο Ήλιος άμα σ΄ αντικρίσει
στα τάρταρα θα σε γκρεμίσει
νύχτα τυφλή, νύχτα θολή.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΕΡΩΦΙΛΗ
Τη μακάρια θα πιω εκεί λήθη
το βαρύ μου θα σβήσω καημό
μα η αγάπη θα καίει στα στήθη
και δε θάχ΄ η φωτιά τελειωμό.

Ο Γιαννάκης γέρνει αποσταμένος στην αγκαλιά της Νεράιδας - Ερωφίλης ενώ ο Ήλιος προβάλλει ολόφεγγος. Οι Νεράιδες τον χαιρετάνε με τα μαγνάδια τους.

ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου και πυρήλιε μου
και κοσμογυριστή μου.
Ήλιε μου, ω Ήλιε λαμπρέ.

Αυλαία





ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Ξημέρωμα Χριστουγέννων

Η πρόσοψη μιας χωριάτικης εκκλησίας, ξεχωρίζει με τα ολόφωτα παράθυρα μεσ΄ τη βαθιά νύχτα που κρατάει τριγύρα, ενώ στο βάθος φαίνονται τα βουνά και παρακάτω τα φωτισμένα σπίτια του χωριού. Όταν ανοίγει η αυλαία, η σκηνή είναι άδεια. Μόνο πότε - πότε μερικοί χωριάτες κατεβαίνουν το δρόμο από το χωριό και μπαίνουν στην εκκλησιά απ΄ όπου ακούγεται ο χορός που τραγουδάει τη βυζαντινή υμνωδία των Χριστουγέννων. Αργότερα, σιγά - σιγά, το σκοτάδι διαλύεται, το σύθαμπο της αυγής αρχίζει ν΄ απλώνεται, ώσπου στο τέλος του μέρους, με το θάνατο του Γιαννάκη,ξεπροβάλλει ο ήλιος φωτίζοντας πλατιά τη σκηνή.

ΧΟΡΟΣ

Μεσ΄ την εκκλησιά

Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει
και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι.
Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι.
Δι ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον
ο προ αιώνων Θεός.

Η Ερωφίλη και ο Κυριάκος φαίνονται να
κατεβαίνουν από το δρόμο του χωριού προς
την εκκλησιά.

ΕΡΩΦΙΛΗ

Ανήσυχη και ταραγμένη

Πατέρα,
δεν ξέρω απόψε πως δειλιάζω
σάμπως μιαν άγνωρη φοβέρα με τριγυρνάει.
Είν΄ η καρδιά μου έτσι σφιγμένη
πηχτό το χιόνι τη γη μαραίνει.
Μεσ΄ το σκοτάδι, άκου, ο Βοριάς βογκάει.
Της νύχτας δέρνεται η άγρια ψυχή.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ε, διώξε πια τις μαύρες έννοιες
απόψε επίσημη νυχτιά.
Χριστούγεννα γεμάτα θάμα
κι ανάερα μυστικό λυχνάρι
φέγγει ψηλά, μ΄ άχραντη λάμπη
το τρίλαμπρο άστρο στο σκοτάδι.

Φαίνεται η Μάνα που μπαίνει με την αγωνία απλωμένη στο πρόσωπό της.

Ωιμένα, ωιμένα τι μαύρη συφορά
που δεν έχει πια γιατρειά.
Το δαχτυλίδι είναι χαμένο
μεσ΄ απ΄ τον κόρφο μου πεσμένο
το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι.
Σβύσαν τ΄ ατίμητα πετράδια
που ανάτρομα αστράφταν σαν μάτια
σε θρήνο λαμπερό πεσμένα
το δαχτυλίδι, ωιμένα - ωιμένα.
Της Μοίρας άγρυπν΄ η οργή
που εξέσπασε βαριά σε μας,
για ν΄ αποσώσει ότ΄ είν΄ γραμμένο
της Μοίρας η άγρυπνη ποινή.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Μη δέρνεσαι έτσι, δύστυχη,
πάλι θε να το βρεις.
Οι πίκρες όλες θα διαβούν
κι ο γιος σου θε να γιάνει.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Κοιτάζοντας προς το μέρος του χωριού

Ποιος είν΄ αυτός που τρέχει στο σκοτάδι;

ΜΑΝΑ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Είν΄ ο Σωτήρης!

ΣΩΤΗΡΗΣ
Μπαίνοντας μ΄ ορμή.

Κακό μεγάλο μας βρήκε!

ΕΡΩΦΙΛΗ - ΜΑΝΑ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ο Γιαννάκης!!!

ΣΩΤΗΡΗΣ
Ξωπίσω μου έρχεται τρεκλίζοντας στο σκότος.
Είναι ξυπνός μα παραλογισμένος
σάμπως να κοίτεται η ψυχή του διπλωμένη
σε βαθιά νυχτιά σε βάρυπνο μεθύσι.

ΜΑΝΑ
Ωιμένα, δυστυχιά μου!

Η Μάνα και η Ερωφίλη βγαίνουν τραβώντας προς το μέρος του χωριού.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Πες μου τώρα τι έτρεξε.

ΣΩΤΗΡΗΣ
Σ΄ άρρωστον ύπνο ΄μουν πεσμένος
σάμπως νεκρός, σαν μαγεμένος.
Μαύρα όνειρα πετώντας πλήθια
σαν όρνια μού ΄σκιζαν στα στήθια.
Ξυπνώντας, θάρρεψα πως είδα
μια καταχνιά ν΄ απλώνει γύρα
και σα στριγγός αλαλαγμός
ξεσπάε ο ξωτικός αχός!
Κι ήταν σαν άγρια, απόκοσμή φοβέρα
σαν ξώφρενο τραγούδι και χορός
κι αναταράζεται όλος ο αιθέρας
και το Γιαννάκη ακούω πέρα
ν΄ αγκομαχά, να παραδέρνει.
Ήταν κατάκρυος σα μνήμα
κι όλο ένα κλάμα τονε δέρνει.
Ξάφνου, σηκώνεται μ΄ ορμή
τη Μάνα πάει να βρει
κι όλο αυτήν αναζητεί
και μεσ΄ τα παραμιλητά του
ωιμέ! περνά η πνοή του θανάτου.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Κακιά ώρα σας χτύπησε, παιδί μου.
Η άγια μέρα να σας βοηθήσει.

Φαίνεται να κατεβαίνει το δρόμο του χωριού ο Γιαννάκης άρρωστος κι αποσταμένος ακουμπάει στη Μάνα και την Ερωφίλη.

ΓΑΝΝΑΚΗΣ
Μάνα, δεν άκουσες που σ΄ έκραζα
βγαίνω απ΄ την άναστρη νυχτιά
που απάνω μου η ίδια είχες ρίξει.

ΜΑΝΑ
Ωιμέ, τα λόγια σου με σφάζουν
φαρμάκι στην καρδιά σταλάζουν
όλα όσα λες γιε μου,
για σένα τα ΄χω καμωμένα.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ξαστόχησες τη μαύρη κατάρα
που βάραινε το δαχτυλίδι
κι ήρθ΄ η Νεράιδα του Βουνού
και τ΄ άρπαξε κι εχάθη.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Ακόμα, αλί, παραμιλά
και σφραγισμένη κλαίει η ψυχή του
σ΄ άσειστο βύθος ξωτικού ύπνου.

ΜΑΝΑ - ΣΩΤΗΡΗΣ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ακόμα, αλί, παραμιλά!

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μα εγώ τη Νεράιδα την ηύρα
κι εκεί με βια ξανά της πήρα
το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι.
Μα ωιμέ, στην άγγιχτη κορφή
που ο ήλιος σύφλογος πεζεύει
δεν έφτασα ν΄ ανέβω
δεν πρόφτασα να δω.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Αγάλια φέρτε τον στην εκκλησιά
μήπως ξορκίσει το κακό.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Τ΄ άρρωστο απόστασε κορμί μου.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Έλα, καλέ μου, λίγο πιο πέρα.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Οι πάγοι μού ΄φραξαν το διάβα
και μου παγώσαν την καρδιά.

ΜΑΝΑ
Πάλι, χρυσέ, θα γιάνεις.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Αλλοί, και πάλι παραμιλά!

ΜΑΝΑ
Κι όλα θα ξεχαστούνε.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ωιμέ ποτές μου δε θα σβήσω
στον άσωστό μου καημό.

ΜΑΝΑ
Θα σβήσει ο καημός σου.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Έλα, καλέ μου, σιμά.

ΜΑΝΑ
Έλα, χρυσέ.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Και λυτρωτή θα καρτερέψω
το θάνατό μου εδώ!

ΜΑΝΑ
Σώπα. Οι καμπάνες Χριστούγεννα
κράζουν σε λίγο εδώ.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ωιμέ, Θανάτου βογκητό γροικώ.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Τ΄ άρρωστο απόστασε κορμί μου.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Έλα, καλέ μου, λίγο ακόμα
και μας προσμένει η ζέστα και το φως.

ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ναι, μας προσμένει η ζέστα και το φως.

Ο Γιαννάκης κάνει μερικά βήματα προς την εκκλησία. Στέκεται αποκαμωμένος και πέφτει στην αγκαλιά της Ερωφίλης.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Γλυκιά Νεράιδα, δεν μπορώ ν΄ ανέβω πια
δε θα προφτάσω του Ήλιου τη φεγγοβολιά
της ζήσης μου η πηγή στερεύει
και σαν πουλί η καρδιά παλεύει
στα χέρια του θανάτου.

Στηρίζεται στο κατώφλι της εκκλησιάς.
Ακούγεται η ψαλμωδία. Ο Γιαννάκης την
παρακολουθεί εκστατικός και όλοι ενώνουνε μ΄
ευλάβεια την προσευχή τους.

ΧΟΡΩΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει
και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι.
Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι.
Δι ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον
ο προ αιώνων Θεός.

ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Σπλαχνίσου, Παρθένα, Μάνα γλυκιά!
Φανού, Παρθένα, σπλαγχνικιά.
Παρηγοριά χύσε στον καημό μας.
Μάνα γλυκιά φανού σπλαγχνικιά!
Σε σένα μόνο ελπίζω
Παρθένα, Παρθένα γλυκιά μας.

ΜΑΝΑ - ΣΩΤΗΡΗΣ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Παρθένα, Παρθένα σπλαγχνίσου
και γιάνε το παιδί σου.
Μάνα γλυκιά, φανού σπλαγχνικιά!
Σπλαγχνίσου, Μάνα γλυκιά,
σε σένα μόνο ελπίζω.
Μάνα φανού σπλαγχνικιά.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Αχ! Τι γλυκιά ψαλμουδιά
γεμίζει μου την καρδιά!

ΕΡΩΦΙΛΗ
Λίγη Γιαννάκη κάνε απομονή
πάλι θα γιάνεις.

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κλειούνε τα μάτια μου και ακούω τη μυρουδιά.
Λούσε με, μάγεψέ με, κοίμισέ με,
κοίμισέ με στη χιλιομύριστή σου την ποδιά
και πες εκείνο που δε λέμε.
Σαν όνειρο ας μου έρθει ο λόγος σου
γιγάντιος κόσμος δε θα γκρεμιστεί
δε θα φκιαστεί
μόνο η σκιά βεργόλιγνου κυπαρισσιού
θα πέσει επάνω μου πιστή.
Πιστή, γιατί όνειρο κι αυτή μαζί θα φύγει.
Μ΄ από της μυρουδιάς σου το μεθύσι
ω ζάλη, ω γλύκα απέραντη,
ποιος σ΄ είπε λίγη!
Του χάρου η σάλπιγγα θα με ξυπνήσει.

Ο Γιαννάκης κάνει μερικά βήματα και πέφτει νεκρός.
Η Ερωφίλη τρέχει κοντά του.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Γιαννάκη!

Ο Γιαννάκης σηκώνει το χέρι του, όπου λάμπει το δαχτυλίδι και το ακουμπάει στο στήθος της Ερωφίλης.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Το Δαχτυλίδι!

ΜΑΝΑ

Πέφτοντας πάνω στο Γιαννάκη τον μοιρολογάει.
Γιόκα μου, γιόκα μου.
Έδωκες την αρρεβώνα της νιότης, γλυκέ μου.
Γιόκα μου σού ΄πρεπε,
τέτοια νύφη σού ΄πρεπε.
Πού ΄σαι, χρυσέ μου, να την πάρεις;
Δική σου είναι και σε θέλει.
Μη φεύγεις, ξανθέ μου,
κι η νύφη σου σε θέλει.
Γύρνα, γύρνα, ξανθέ μου.
Γύρνα!.. Πάει!..

Ενώ γονατιστή η Μάνα θρηνεί γοερά αγκαλιάζοντας τ΄ άψυχο κορμί του γιου της, οι καμπάνες της Εκκλησιάς χτυπάνε της απόλυση κι ο κόσμος αρχίζει να βγαίνει χαρούμενος και γιορταστερός.

ΧΟΡΟΣ
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου! Ax!

Ξαφνιάζονται βλέποντας το Γιαννάκη νεκρό και σταματάνε.

Η αυλαία κατεβαίνει αργά.

ΤΕΛΟΣ





Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2007

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ

Διαβάζω το διήγημα "Μάτια μου πράσινα κι όμορφο στόμα", του D.J.Salinger, σε μετάφραση Άρη Σφακιανάκη. Απολαύστε το διήγημα, αν και η αποδοσή του ε;

Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2007

ΤΟ ΜΟΥΣΙ

Αφήνω μούσι. Γνωρίζω τις αντιδράσεις. Τις έχω έτοιμες στο μυαλό μου, και ετοιμάζω τις απαντήσεις. Την άμυνά μου δηλαδή. Πιθανολογώ τις ενστάσεις, που κυμαίνονται από την αδιαφορία, που είναι κι αυτή μια μορφή αντίδρασης, μέχρι την ακραία αποστροφή, η οποία εκφράζεται με την απαξίωση της ενέργειάς μου.
Ετοιμάζω τα επιχειρήματά μου για να μη βρεθώ εξ απήνης, όταν ο αδιάκριτος συνομιλητής μου, αμφισβητήσει την επιλογή μου, είτε σαν κριτής της αισθητικής μου, είτε σαν αυτεπάγγελτος κατήγορος , της εξ απορρήτου ιδιοτελούς προσπάθειας αλλαγής της εμφάνισής μου, της έτσι ή αλλιώς αποθαρρυντικής μέχρι στιγμής εμβέλειας μου, σε ακαταμάχητη γοητεία, που ως γνωστόν αποτελεί την κυρίαρχη αξία στους κύκλους των γυναικών. Πρέπει να ομολογήσω ότι η φύση δεν με προίκισε με πλούσια κόμη, αθλητικό, καλογυμνασμένο σώμα, ευρύστερνο στήθος, καλοφτιαγμένους μηρούς, και μόνο με μερεμέτια μπορώ,ενδεχομένως, σκέφτομαι, να ρετουσάρω τη φάτσα μου. Όχι βέβαια σ’εκείνα τα αποκρουστικά ινστιτούτα αισθητικής, που άλλωστε χρήματα για να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις τους, αλλά με παρεμβάσεις, που ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μου, και την τσέπη μου.
Ετοιμάζω λοιπόν τα επιχειρήματά που θα αποστομώσουν τους αμφισβητίες της επιλογής μου και ετοιμάζομαι να εισβάλλω, οιστρήλατος, στα χωρικά τους ύδατα. Τα επιχειρήματά μου τα ταξινομώ ανάλογα με την κοινωνική, πολιτική, καλλιτεχνική τοποθέτηση του αδιάκριτου συνομιλητή μου. Γιατί τους γνωρίζω όλους αυτούς τους τιμητές και υπερασπιστές των αξιών που θρέφουν την χαμοζωή τους, και νανουρίζονται, καλοβολεμένοι, στην αγκαλιά της εφησυχασμένης αυτάρκειας τους. Βέβαια, λέω, το θηλυκό γένος, ανεξαρτήτου τοποθέτησης, περιχαρακωμένο στην υποκριτική κοινωνική σύμβαση που τρέφει το ρόλο του, δεν θα ρωτούσε για την ξαφνική αλλαγή του προσώπου μου, αλλά θα θεωρούσε δεδομένο το αποτέλεσμα και δεν επενέβαινε στη ροή της προβλέψιμης ζωής μου, που μεταξύ μας, θεωρώ ότι είναι και πρέπον. Εδώ θα άφηνα τη σεμνότητά μου να αποκαλύψει την ακεραιότητα του χαρακτήρα μου και πλήρης αυτογνωσίας, θα άφηνα το βλέμμα μου να προσκρούσει στο δάπεδο που θα με φιλοξενεί.
Αν λοιπόν ο αυτόκλητος εκτιμητής της προσωπικής μου φυσιογνωμίας ήταν ένας από τα εκατομμύρια αγανακτισμένους πολίτες της κρατικής αναλγησίας και οπαδός των ανευ όρων και ανευ ορίων αποκαλύψεων της διαφθοράς, θα ανέφερα σαν πρότυπό μου, τον αδέκαστο πρωτεργάτη της δημοσιoγραφικής έρευνας, Μάκη Τριανταφυλλόπουλο. Σ’αυτούς που θα ανησυχούσαν για τη δημόσια εικόνα μου, ικανής να απομακρύνει από το πεδίο εμβέλειας μου, το πλήθος των ευτραφών, απαραίτητων υποστηρικτών του οράματός μας για διαρκή επιτυχία, θα επικαλεστώ τους παρουσιαστές ειδήσεων, Βίκτωρα Βλαχογιάννη, Tάκη Σπηλιωπουλο, που αξιοπρεπείς καθώς είναι τιμούν την εικόνα του μέσου. Δεν κλείνει κανείς την τηλεόραση ή αλλάζει κανάλι, γιατί αυτός που μιλάει έχει μούσι. Αν στριμωχτώ θα αξιοποιήσω τον Γιάννη Λομβέρδο, τον υπέρμαχο της πολιτικής ορθότητας, ή τον ακαταμάχητο Κακαουνάκη, που αποστομώνει τους συνομιλητές τους, χαιδεύοντας διαρκώς το γοητευτικό μούσι του, δείγμα της αντιεξουσιαστικής συνείδησης του. Βέβαια, σκέφτομαι, σαν παλιοκαραβάνα που είμαι, το μούσι λόγω της σημειολογικής του σημασίας, ταυτιζόμενο με την επαναστατικότητα, δεν βρίσκει την πολιτική του έκφραση, σε στελέχη παραθυρόγνωστα, αν ληφθεί υπόψη ότι ο Λουκάς Αποστολίδης ή Θόδωρος Κασίμης είναι πρότυπα που θα ήθελα να μοιάσω.
Στην αριστερά τα πράγματα είναι ευκολότερα. Ως γνωστόν η ιστορία τους είναι το μέλλον της. Μόνο το όνομα του Μαρξ να αναφέρω ή την ακραία εκδοχή της, που σήμερα σπάζει ταμεία, Άρης Βελουχιώτης, όλα θα γίνονταν απλά. Γιατί, τι να ξεθάβουμε τώρα, τον Λαφαζάνη; Για να μην αφήσω παραπονεμένους τους ανένταχτους αριστερούς, θα ψιθύριζα, το αιώνιο σύμβολό τους, Τσε, κι ο νοών νοήτω.
Ο καλλιτεχνικός χώρος χωρίζεται σε πολλές κατηγορίες. Στον κινηματογράφο, ο βραβευθής με τρία Όσκαρ, Ράσελ Κρόου, ήταν ακαταμάχητο και μη αμφισβητήσιμο επιχείρημα . Εδώ είχα κερδίσει χωρίς αγώνα, γιατί ο πιο σέξυ άντρας του 2001, είναι εκτός συναγωνισμού. Τα ειρωνικά χαμόγελα πίσω από την πλάτη μου, δεν ήθελα ούτε να τα φανταστώ, αν και δω που τα λέμε, εγώ δεν λειτουργούσα με πρότυπα ταύτισης, αλλά αποδοχής.
Στο χώρο της ζωγραφικής δεν είχα αντίπαλο, γιατί δεν είχα φίλους. Αλλά επειδή δεν ξέρεις καμμιά φορά, για να κατακεραυνώσω την αμετροέπεια του αναξιοπαθούντος, στην προκειμένη περίπτωση, συνομιλητή μου, περισσότερο όμως για να εντυπωσιάσω το παρακείμενο ακροατήριο, που σαν το μέλισσα μαζεύεται στο άνθος, απρόσκλητο, μετέφερα στα Temporary files του μυαλού μου τα ονόματα των Ροντέν, Καραβάτζο, Ρενουάρ.
Στους λογοτεχνικούς κύκλους δεν κάνουν τέτοιες αδιάκριτες ερωτήσεις. Η καλλιέργεια του εσωτερικού τους κόσμου, δεν τους επιτρέπει να καταφεύγουν στην προσπάθεια κατανόησης ενεργειών των εμψύχων όντων, τόσο πεζών και καθημερινών, θεωρώντας ότι μόνο ο λογοτεχνικός τους ήρωας συμπυκνώνει όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις και ιδιότητες. Το δικό τους δημιούργημα δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η ανθρωπότητα, συνεχίζοντας το έργο των μεγάλων συγγραφέων, με το μερίδιο φυσικά που τους αναλογεί, και πέραν αυτού ουδέν. Το παράδειγμα του Χεμινγουαίη δεν πρόβαλε επαρκώς την αυταρέσκειά μου, γιαυτό άλλωστε δεν τα έκανα όλα; Ο Μούζιλ που θα δημιουργούσε κάποια αίσθηση δεν γνώριζα το πρόσωπό του, αλλά μήπως κι εκείνοι το γνώριζαν; Ο Παλαμάς θα μ’έριχνε στο βάραθρο των παραδοσιακών νοσταλγών και την περιφρόνηση των μεταμοντέρνων αναγνωστών του Ντεριντά και του Βέλτσου .Ο Σαχτούρης θα ήταν κάποια λύση, απαγγέλοντας μάλιστα το τετράστιχο:
Στα νησιά που δεν μπόρεσα
Να πάω
Πέταξε και πήγε
Ο Άγιος-πεταλούδα
Στη μουσική βέβαια υπήρχαν σκόπελοι. Εδώ όλοι κάτι έχουμε ακούσει, κάτι έχει πιάσει το αυτί μας. Ποιος δεν έχει ακούσει, το όνομα εννοώ, Μπετόβεν, Μπαχ, Σοπέν. Τι διάολο, άδικα πήγαν τόσες προσφορές των εφημερίδων, τόσες διαφημήσεις στην τηλεόραση; Αλλά, λέω μέσα μου, ποιος σήμερα, τον 21ο αιώνα , θέλει να μοιάσει ,φυσιογνωμικά, στον Λίστ; Ούτε κι εγώ ο ίδιος. Να μοιάσουν του Πλούταρχου, του Λιβιεράτου, ναι, το καταλαβαίνω. Μα πως δεν το σκέφτηκα προηγουμένως; Wild look. Μούσι τεσσάρων ή πέντε ημερών.Το ακράδαντο επιχείρημά μου. Ποιός μπορεί να με αμφισβητήσει, όταν αυτό που κάνω το έχει κάνει και ο Σεργιανόπουλος .
Αυτό είναι το ακατάρριπτο, θεμελιώδες επιχείρημά μου. Λιβιεράτος. Συμπεριλαμβάνει τα πάντα, διαπερνά όλο τον κοινωνικό ιστό. Ενώνει τάξεις, πολιτικές, ιδεολογίες, συμπεριφορές, αντιλήψεις. Το πρότυπο της εφήμερης ζωής μας. Αυτό δεν ονειρευόμαστε, κι αν όχι, γιατί μας τα σερβίρουν διαρκώς οι «σκατοκουράδες» της εξουσίας. Γιατί βασανιζόμουν λοιπόν; Η αποδοχή θα ήταν ολοκληρωτική. Και δεν θέλω αντιρρήσεις. Έτσι;

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2007

ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ


ΣΤΟ ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ


-Τα λάστιχα είναι φρέσκα;
-Δεν βλέπεις; Το αλεύρι είναι ακόμη πάνω!

Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ;

Την περασμένη Κυριακή δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Βιβλία» της εφημερίδας «Το Βήμα», ένα κείμενο του κ. Μπακουνάκη με τίτλο «Η τυραννία των ηλιθίων».
Το κείμενο δεν έτυχε απάντησης, όσο γνωρίζω, από κανένα, ακόμα και από bloggers, είτε από εκείνους που αναμένουν πότε θα τους καλέσει κάποιος εκδοτικός οίκος για να δημοσιεύσει τα κείμενά τους είτε από αυτούς που η αγωνία τους προσδιορίζεται από τη κατάθεση κάποιας κριτικής αποτίμησης του έργου τους, αρνητικής ή θετικής, δεν έχει σημασία, από τους συνεργαζόμενους με τα μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα, αλλά ούτε και από το δημοσιογραφικό συνάφι, που αμφιβάλλω αν διαβάζει τι γράφουν οι συνάδελφοί τους, αν δεν αναφέρονται σε αυτούς.
Ο απαξιωτικός τρόπος που αναφέρεται ο κ. Μπακουνάκης στους bloggers, μου δίνει την αφορμή να γράψω τη γνώμη μου, όχι βέβαια για να υπερασπιστώ το συνάφι μου, αλλά να υποστηρίξω του λόγους για τους οποίους γράφω στο blog.
Βέβαια υπάρχει αίσθημα αποξένωσης, πλήξης, και περιθωροποίησης. Αυτό είναι η αιτία που με κάνει να γράψω μια πρόταση. Αν δεν υπήρχαν αυτά, θα συζητούσα ανούσια με φίλους, θα παρακολουθούσα τηλεόραση, θα έπαιζα στοίχημα, χαρτιά στο καφενείο, θα παρακολουθούσα βιντεοταινίες, κλπ. Την μοναξιά και την πλήξη την κουβαλάει κανείς μόνος του, εν δυνάμει, από την μέρα της ύπαρξής του. Είναι αυτό που τον διαμορφώνει και τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο. Είναι η ταυτότητά του. Η έκφραση αυτής της πλήξης, σε τοποθετεί είτε στον μικρόκοσμο που εσύ επιλέγεις, άρα η καταναλωτική περιθωριοποίηση παραμονεύει, είτε σε ρίχνει στη μαζικότητα της κοινωνικής συμμετοχής, άρα η αποδοχή σου νομιμοποιημένη από τα κριτήρια του κοινωνικού ελέγχου, ορίζει την αναγνωρισιμότητα σου ως στοιχείο επικύρωσης του ρυθμιστικού της ρόλου.
Αυτό που με ενδιαφέρει λοιπόν είναι να βγάλω από μέσα μου, την αδιαφορία μου γι' αυτόν τον τρόπο ζωής, που εκλαμβάνει την συμμετοχή μας σε αυτόν, σαν διαρκώς ελεγχόμενη κοινωνική προσαρμογή. Διέξοδο μου δίνει το άσπρο του υπολογιστή, που πρέπει να το γεμίσω, με όσα άστοχα ή εύστοχα έχω κατά καιρούς γράψει. Τα δημοσιεύω λοιπόν στο διαδίκτυο γιατί με βαραίνουν, πιέζουν την ύπαρξή μου, ανακυκλώνονται διαρκώς μέσα μου, παγιδεύοντας τη σκέψη μου, νοιώθοντας ανήμπορος να προχωρήσω, να δω τον κόσμο με φρέσκο βλέμμα. Η κατάθεση λοιπόν των εμμονών μου, είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσω τον κόσμο, όπως εγώ τον προσλαμβάνω, από τις εισόδους που έχω προκρίνει. Η προσπάθεια αυτή δεν με ενδιαφέρει αν είναι εκτόνωση ή έκφραση. Αυτή η ιδιωτική προσπάθεια γίνεται επικοινωνία, όταν συναντάς ανθρώπους που είναι ετοιμοι να δεχθούν την ατομικότητά σου, δίχως τους φόβους και περιορισμούς που επιβάλλει η κοινωνική συμβατικότητα. Αυτό δίνει την απαραίτητη διακριτικότητα στο είδος επικοινωνίας που τόσο πολύ καταδικάζει ο κ.Μπακουνάκης. Βέβαια για τον κ.Μπακουνάκη αυτό λέγεται εκτόνωση, και ορίζεται απαξιωτικά σε σχέση με την έκφραση. Η οποία έκφραση στοιχειολογείται ως η προσπάθεια, η θυσία, το ολοκληρωτικό δόσιμο σε αυτό που κάνεις, το συναίσθημα της ταραχής της τέχνης.
Το είδος όμως που προκρίνει ο κ. Μπακουνάκης, το οποίο, προς το παρόν, αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο της διακίνησης των ιδεών, περνά από εμπορικούς οίκους που επιβραβεύουν, σύμφωνα με τον συντάκτη του κειμένου, την έκφραση όπως αυτή ορίζεται από τον κ. Μπακουνάκη. Γνωρίζουμε όμως, ότι ο ρόλος των εκδοτικών οίκων, και των υπαλλήλων τους, δεν είναι απλά να νομιμοποιήσουν την ελίτ των δημιουργών, που ξεφεύγουν από τον πολτό των ΜΜΕ, διαχωρίζοντας τα σκουπίδια από την δημιουργική αξία, αλλά και το κέρδος, με ότι αυτό επιφυλλάσει για την πρόκριση εντύπων, πια, σκουπιδιών. Η εξουσιαστική, λοιπόν, λογική, του κ.Μπακουνάκη καταδικάζει την δυνατότητα του αναγνωστικού κοινού, να κρίνει πρωτοτύπως την εκτόνωση ή την δημιουργία, αδιάφορο, ονομάζοντας την προσπάθεια αυταρχικά και αβίαστα «φαινομενική συλλογικότητα της επικοινωνίας», ορίζοντας ποιο είναι άξιο να διαβαστεί και να προκριθεί στην αναγνωστική συνείδηση. Παρουσιάζει τους εκδοτικούς οίκους μοναδικό, κυρίαρχο και οριστικό πεδίο νομιμοποίησης της έκφρασης. Το εξουσιαστικό αυτό μοντέλο, συσχετίζεται με την «πραγματική δημοκρατία», προκρίνοντας την αγορά σαν κριτή της λογοτεχνικής, εν προκειμένω, έκφρασης, επικυρωμένο από τους δείχτες αποδοχής και πρόσληψης του προιόντος απο το αναγνωστικό κοινό, απέναντι στην «δημοκρατία της ψευδαίσθησης» των ηλεκτρονικών μέσων.
Η βελτίωση λοιπόν της λογοτεχνίας θα έρθει, κατά τον κ.Μπακουνάκη, μέσω της ακραιφνούς και αμόλυντης αξιολόγησης των δημιουργών από τους επιμελητές των εκδοτικών οίκων, που από αγάπη για την λογοτεχνία, προκρίνουν λογοτέχνες οι οποίοι στηρίζουν τις αισθητικές τους προτιμήσεις , συναντώντας ένα κοινό που επικυρώνει αβίαστα τις επιλογές τους. Είμαστε πλέον σίγουροι ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός στον χώρο του βιβλίου θα βελτιώσει το προιόν, η «πραγματική δημοκρατία» της αγοράς είναι ο οδηγός της έκφρασης και της δημιουργίας. Η παρουσία λοιπόν καλλιτεχνών που «ρισκάρουν» παρευρισκόμενοι σε τηλεοπτικές εκπομπές ποικίλου είδους, κοσμικές συνταντήσεις, πρεμιέρες θεατρικών έργων, γκαλερί, που αφιερώνονται στη «χίμαιρα» της κοινωνικής καταξίωσης, δίνοντας δυναμικό παρόν σε περιοδιά life style, εκδηλώσεις βιβλιοπωλείων κλπ , είναι απαραίτητος όρος για τον διαχωρισμό τους από τον πολτό της «ψευδαίσθησης» και της «δημοκρατίας του μάταιου», απέναντι στους ανώνυμους του διαδικτύου, που όμως εμείς τους χρειαζόμαστε για να αισθανόμαστε καλά.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2007

ΚΑΛΑ, ΠΛΑΚΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ;


Ίσκιος βαθύς λουλουδένιας πεταλούδας

Φορούσες ένα όμορφο φόρεμα καινούργιο
Κενό σταφύλι
Τα μαλλιά δεμένα ψηλά σ'ένα ποτήρι
Τα βήματά σου μάτια των πουλιών
Ψηλά σ'όλη τη θάλασσα
Είχες περάσει τα χέρια στα δένδρα των άστρων
Μάζευες προσεκτικά το φως της νύχτας
Νεφέλωμα σκαστό της θυσίας

Η επαφή δαχτυλιές στην εικόνα σου
Πυρακτωμένη πλάι στο Σαββατόβραδο

Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2007

Η ΚΟΜΨΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΔΕΜΑ ΤΗΣ

Το λιγωστικό μας βλέμμα συστρατεύεται με το τουρλοκωλιό βάδισμα των νεονύμφων, προς τον προμαχώνα τούτον της ματαιοδοξίας , σήμερα απόγευμα, σε χωριό της Ρόδου. Οι πισωτσακιστές ιδέες μας, ουδόλως αναιρούν την ευημερίαν των μιμοπροσαρμογών μας.
Αλλά:
"Αν ξυπνήσεις μονομιάς
θα ρτει ανάποδα ο ντουνιάς"

Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2007

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΡΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ

Με λίγα και απλά λόγια. Διορίστηκε διευθυντής δημοτικού σχολείου, στην πόλη της Ρόδου, ιερωμένος. Οι γονείς κάνουν κατάληψη στο σχολείο γιατί!!! διαφωνούν με την τοποθέτηση του συγκεκριμένου προσώπου, στη θέση του γενικού διευθυντή. Συνεπώς, αν ήταν άλλος; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Ο αγώνας ή μάλλον οι αγώνες της εκκλησίας μας τώρα δικαιώνονται.
Και εις ανώτερα!
http://www.rodiaki.gr/v3/index.asp?archive=51&page=9