Τετάρτη, Νοεμβρίου 28, 2007

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ "ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ'

ΑΝΤΙ ΣΧΟΛΙΟΥ

ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ
Λέει ο Θερβάντες, ο διάσημος και ποτέ αρκετά διαβασμένος συγγραφέας του «Δον Κιχώτη», στην αρχή της αφήγησής του, ότι ένας ευπατρίδης από τη Μάντσα, ονομαζόμενος Αλόνσο Κιχάνα, άνθρωπος με μικρή περιουσία παρά τη σχετικά αριστοκρατική καταγωγή του, έχασε τα λογικά του επειδή διάβαζε πολύ και επειδή φανταζόταν πολύ. Στην πραγματικότητα τα λόγια που έγραψε ο Θερβάντες δεν είναι ακριβώς αυτά, αλλά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, καταλήγουν να οδηγούν στο ίδιο σημείο. Πράγματι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του συγγραφέα, ο λίγος ύπνος και το πολύ διάβασμα ξέραναν το μυαλό του Κιχάνα. Αλλά η διαφορά δεν είναι μεγάλη. Οποιος διαβάζει φαντάζεται, και αν, επειδή διαβάζει πολύ, κοιμάται λίγο, θα έχει προφανώς περισσότερο χρόνο για να φαντάζεται.
Δεν πιστεύω, αληθινά, ότι στα ψυχιατρικά αρχεία μπορεί να βρεθεί έστω και μια μόνο περίπτωση τρέλας που να προκλήθηκε από το ότι κάποιος έχει διαβάσει πάρα πολύ ή από το ότι έχει φανταστεί υπερβολικά. Αληθεύει μάλιστα το αντίθετο: ανάγνωση και φαντασία είναι δύο από τις τρεις κύριες πύλες πρόσβασης (η τρίτη είναι η περιέργεια) στη γνώση των πραγμάτων. Οποιος δεν έχει ανοίξει κατά καιρούς τις πόρτες της φαντασίας, της περιέργειας και της ανάγνωσης (και μην ξεχνάμε ότι ανάγνωση σημαίνει μελέτη) δεν θα προχωρήσει πολύ μακριά στην κατανόηση του κόσμου και του εαυτού του.
Οταν ο Θερβάντες δηλώνει με τρόπο τόσο κατηγορηματικό ότι ο Αλόνσο Κιχάνα έχασε τα λογικά του (είναι γραμμένο καθαρά και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε ούτε και να σχίσουμε τη σελίδα που το αποκαλύπτει), υποστηρίζει ότι ο Δον Κιχώτης από τη Μάντσα δεν είναι τελικά άλλος από εκείνο τον τρελό Κιχάνα. Γι' αυτό, αν δεν είχε υπάρξει εξαιτίας της τρέλας ενός ασήμαντου επαρχιακού ιδαλγού, ο πλανόδιος ιππότης δεν θα είχε υπάρξει ποτέ. Η ανήσυχη περιέργεια ρωτά ακόμα: «Μα ο Θερβάντες θα είχε μπορέσει να κάνει να ζωντανέψουν σε έναν συνετό και ειρηνικό Αλόνσο Κιχάνα οι βασανιστικές περιπέτειες που περιμένουν τον αδιάλλακτο Δον Κιχώτη;». Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι: «Και ναι και όχι». «Ναι», επειδή προφανώς μια τέτοια απόφαση θα ήταν λογική και φυσική, δεδομένης της ελευθερίας κάθε συγγραφέα να κάνει αυτό που θεωρεί καλύτερο με τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα. Αλλά ταυτόχρονα και «όχι», επειδή κατά πάσα πιθανότητα οι συγκαιρινοί του Θερβάντες θα είχαν αρνηθεί να αποδεχτούν ότι ένα πνευματικά υγιές πρόσωπο θα μπορούσε σε εκείνους τους καιρούς να γυρνάει από εδώ κι από εκεί στον κόσμο, σαν πλανόδιος ιππότης, ξιφομαχώντας σε κάθε του βήμα (και μάλιστα κατά κακή του τύχη τις πιο πολλές φορές δεχόμενος ο ίδιος τα πιο πολλά χτυπήματα) και κωφεύοντας στις συνετές συμβουλές του πιστού ιπποκόμου Σάντσο Πάντσα, του μοναδικού και αληθινού του φίλου, όπως θα δούμε στο τέλος της αφήγησης.
Δεν νομίζω ότι είναι υπερβολικά παρακινδυνευμένο να φανταστούμε έναν Θερβάντες αβέβαιο για το πώς να αρχίσει την απίστευτη ιστορία του, ο οποίος αφού έψαξε για πολύ βρήκε τελικά ένα μόνο τρόπο για να πείσει τους μελλοντικούς αναγνώστες να αποδεχθούν χωρίς δυσπιστία τις παραληρηματικές συμπεριφορές του Δον Κιχώτη: να τον παρουσιάσει σαν τρελό. Είναι επίσης πιθανό, αν μου επιτραπεί αυτή η συμπληρωματική υπόθεση, ότι το έργο δεν θα είχε καν δει το φως χωρίς την επιδέξια αφηγηματική στρατηγική του Θερβάντες, ο οποίος συμμορφωνόμενος με τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες του καιρού του γνώριζε έπειτα να αντλεί όλη την ουσία και όλα τα πλεονεκτήματα.
Υπάρχει όμως και εκείνος που τολμά να υποστηρίζει ότι ο Αλόνσο Κιχάνα διόλου δεν είχε χάσει τα μυαλά του. Σίγουρα στο φως της απλής ορθολογικότητας πολλές από τις ενέργειές του είναι αυθεντικοί παραλογισμοί -όπως το κωμικό επεισόδιο που πάντα μας έρχεται στη μνήμη, όταν ο Δον Κιχώτης εφορμά με τη λόγχη του κονταριού του ενάντια στους ανεμόμυλους στον κάμπο του Μοντιέλ, πιστεύοντας ή προσπαθώντας να κάνει τον Σάντσο να πιστέψει ότι έχει μπροστά του μιαν ορδή από κακούς γίγαντες με μακριά χέρια που φτάνουν τις δύο λεύγες. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε: «Μπορεί να υπάρχουν περισσότερο τρελοί από έναν άνθρωπο, ο οποίος θέλει να παλέψει ενάντια στους ανεμόμυλους, πιστεύοντας ότι πρόκειται για γίγαντες;». Στην πραγματικότητα θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε πληροφορίες για μια τρέλα τέτοιου είδους στην ιστορία των πλανόδιων ιπποτών (πάντα αν περιοριστούμε στο να πάρουμε το επεισόδιο κατά γράμμα, όπως ο Θερβάντες φαίνεται πονηρά να είχε επιθυμήσει). Αλλά ας φανταστούμε για μια στιγμή, έστω για μια στιγμή, ότι ο Δον Κιχώτης δεν ήταν τρελός, αλλά απλώς παρίστανε ότι είναι τρελός. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα είχε μπορέσει να κάνει τίποτα άλλο από το να επιβάλει στον εαυτό του να διαπράξει τις πιο παράταιρες ενέργειες, για να μην αφήσει στους άλλους την παραμικρή αμφιβολία για την κατάσταση της παραφροσύνης του. Μόνον παριστάνοντας τον τρελό μπορούσε να ριχτεί στην επίθεση ενάντια στους ανεμόμυλους και μόνον επιτιθέμενος ενάντια στους ανεμόμυλους μπορούσε να ελπίζει ότι οι άλλοι θα τον θεωρούσαν τρελό. Τώρα, σύμφωνα με αυτό τον τρόπο θεώρησης, που διαφέρει αρκετά από εκείνον που γίνεται γενικά αποδεκτός, ήταν χάρη σε αυτή την ευφυή προσποίηση του Θερβάντες που ο καλός Αλόνσο Κιχάνα, αφού μεταμορφώθηκε σε Δον Κιχώτη, κατόρθωσε να ανοίξει την τέταρτη πόρτα που ακόμα του έλειπε: εκείνη της ελευθερίας. Η περιέργειά του τον είχε οδηγήσει να διαβάζει, η ανάγνωση τον είχε ωθήσει να φαντάζεται και, τώρα, ελεύθερος από τα δεσμά της συνήθειας και της ρουτίνας, μπορούσε να διασχίσει τους δρόμους του κόσμου, ξεκινώντας από τους κάμπους της Μάντσας -επειδή η περιπέτεια, καλό είναι να το ξέρουμε, μπορεί να επιλέγει οποιονδήποτε τόπο και οποιονδήποτε χώρο, όσο πεζοί ή κοινότοποι μπορεί να είναι ή να φαίνονται.
Η περιπέτεια, στην περίπτωση του Δον Κιχώτη, δεν είναι μόνο δράση αλλά είναι επίσης και κυρίως λόγια. Ακόμη και εκείνοι οι μακρότατοι λόγοι του, οι φαινομενικά παράλογοι, ασυνάρτητοι, υπερβολικοί, θα μπορούσαν να χρησιμέψουν στον Θερβάντες για να ενισχύσει στο νου του αναγνώστη την ιδέα ότι ο Δον Κιχώτης ήταν αθεράπευτα τρελός. Αλλά θα καταλήξουν να φανούν αληθινά αριστουργήματα λογικής επιχειρηματολογίας και ευθυκρισίας, η πιο εκλεπτυσμένη ρητορική στην πιο εκφραστική γλώσσα, μια διαλεκτική που ο ίδιος ο Σωκράτης δεν θα υποτιμούσε, ένα λεξιλογικός πλούτος που θα προκαλούσε φθόνο ακόμη και στον Σέξπιρ (η ημερομηνία θανάτου του οποίου, η 23η Απριλίου 1616, είναι η ίδια με εκείνη του Θερβάντες).
Αν δεχτούμε ότι ο Αλόνσο Κιχάνα παριστάνει τον τρελό, θα πρέπει όμως αναπόφευκτα να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα: «Γιατί και για ποιο σκοπό μια υποκατάσταση ταυτότητας, που μπορούσε να του προκαλέσει μόνον κακοτυχίες, καταστροφές, εμπαιγμό, γελοιοποίηση και ταπεινώσεις;». Πολλά χρόνια μετά τα εγχειρήματα του Δον Κιχώτη -τη χαμένη μάχη ενάντια στους ανεμόμυλους του Μοντιέλ, τα διάφορα ασκιά με κρασί που τρύπησε με το σπαθί του, την κάθοδο στη σπηλιά του Μοντεσίνου, το όνειρο μιας απίθανης Δουλσινέας- ένας Γάλλος ποιητής που ονομαζόταν Αρθούρος Ρεμπό έγραψε μια φράση πιο ενθουσιώδη από την ανάγνωση όλων μαζί των ιπποτικών βιβλιών: «La vraie vie est ailleurs». Η αληθινή ζωή είναι αλλού, όχι εδώ. Αυτό που διακηρύσσει η ιδιοφυΐα του Ρεμπό -το ότι η αυθεντική ζωή δεν είναι αυτή αλλά μια άλλη, μολονότι δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται ούτε πώς να την πετύχουμε- το είχε ήδη αντιληφθεί, στη μικρή του κλίμακα, ο επαρχιώτης ιδαλγός της Μάντσας. Και μάλιστα, σε αυτή την κατανόηση, ο Αλόνσο Κιχάνα προχώρησε πιο πέρα και από τον Ρεμπό. Δεν του αρκούσε να φύγει προς αναζήτηση άλλων τόπων, όπου ίσως να τον περίμενε η αυθεντική ζωή. Οφειλε να μετασχηματίσει τον εαυτό του, να γίνει ένας άλλος, έτσι ώστε και ο κόσμος να μετατραπεί σε έναν άλλο, με τα χάνια να μετατρέπονται σε πύργους, τις αγέλες σε στρατούς και μια σκοτεινή κοπέλα σε φωτεινή Δουλσινέα. Ενας κόσμος όπου στο τέλος, αφού άλλαξε όνομα σε όλες τις υπάρξεις και σε όλα τα πράγματα και αφού η πραγματικότητα του ονείρου και της επιθυμίας επιβλήθηκε στην πληκτική πεζότητα της καθημερινότητας, ίσως τελικά να ξανάδωσε στη γη την πρώτη και την πιο αθώα από τις αυγές της. Στον Αλόνσο Κιχάνα δεν αρκεί να πούμε μαζί με τον Ρεμπό: «Η αληθινή ζωή είναι αλλού». Ναι, η αυθεντική ζωή είναι σε κάποια άλλη μεριά, αλλά όχι μόνον η ζωή. Ακόμη και το αληθινό μας εγώ είναι αλλού. 'Η όπως θα έλεγε ο ποιητής, αν δεν το έχει ήδη πει: «Le vrai moi est ailleurs». Ετσι ο Αλόνσο Κιχάνα, καβάλα πάνω στο σκελετωμένο άλογό του, κωμικά εξοπλισμένος, άρχισε τη διαδρομή του όντας ήδη ένας άλλος και επομένως σε αναζήτηση του εαυτού του. Πέρα από τον ορίζοντα, αυτός που τον περίμενε ήταν ο Δον Κιχώτης.

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/12/2005

Παρασκευή, Νοεμβρίου 23, 2007

Ο ΜΟΟΥΖΕΣ ΧΕΡΤΣΟΓΚ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ


Αύριο κυκλοφορεί το μυθιστόρημα του Σωλ Μπέλλοου «Χέρτσογκ» από τη εφημερίδα «Το Βήμα». Βέβαια το βιβλίο κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις «Καστανιώτη» από το 1999, η κυκλοφορία του όμως αύριο το καθιστά επίκαιρο.
Γράφω τις σημειώσεις αυτές, γιατί μου προκάλεσε εντύπωση ότι στην παρουσίαση του βιβλίου την περασμένη Κυριακή, από την εφημερίδα αναφέρεται, ότι ο Μόουζες Χέρτσογκ είναι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος.
Ο Χέρτσογκ είναι άνθρωπος παράξενος, γεμάτος οράματα, σφρίγος, αυτάρκης, μοναχικός. Η πνευματική του υγεία έχει καταρρεύσει, επιχειρηματολογεί, υποφέρει, ονειροπολεί. Είναι στοργικός πατέρας, για την πατρίδα του κακός πολίτης, για τους γονείς του αχάριστο παιδί, για τα αδέλφια του στοργικός αλλά απόμακρος, για τους φίλους του εγωίσταρος, στην αγάπη νωθρός, στο μυαλό κουτός, γεμάτος υπεκφυγές, αυστηρός στην κρίση του, γοητευτικός. Αυτός ο πονεμένος χωρατατζής, με σκέψεις «που σκορπάνε παντού», ηθικολόγος, απελπισμένος, σίγουρος για την εμφάνισή του, θλιμμένος από την μοναχική ζωή του, ευάλωτος, γεμάτος ενοχές, ξεμωραμένος με τις αναμνήσεις του, αξιοπρεπής, καθόλου πρακτικός, φιλόδοξος πνευματικά, κάπως αλάζονας, παραχαιδεμένος, ελαφρόμυαλος , ειλικρινής, μελαγχολικός, απαιτητικός, ανυπόμονος, ευέξαπτος, κακομαθημένος, με συνεχή προσπάθεια να ανακτήσει τον αυτοσεβασμό του, νευρωτικός, συναισθηματικός, μορφωμένος, έντιμος, αγανακτισμένος, ιδιόρρυθμος. Είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ατομικότητάς του και της αυτοανέλιξής του, με έλλειψη ρεαλισμού, ματαιόδοξος, ουμανιστής, φιλόδοξος, δυσάρεστος, αφελής, ναρκισσιστής, ιδεοληπτικός, αυταρχικός, απαιτητικός, σαρκαστικός, αξιαγάπητος, παρορμητικός, άπληστος για συγκινήσεις. Είναι όλα αυτά, ίσως δε περισσότερα, δεν είναι όμως δυστυχισμένος. Είναι ένας ήρωας του Σωλ Μπέλλοου.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007

ΚΑΛΑ, ΠΛΑΚΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ;

Διαβάζοντας την σημείωση αρ. 1 στο βιβλίο "Τα ποιήματα" του Cesare Pavese, μετάφραση Γιάννης Η. Παππάς, όπου αναφέρεται ότι ο Αουγκούστο Μόντι, καθηγητής στο λύκειο Massimo d'Azelio στο Τορίνο, στο οποίο φοιτούσε ο ποιητής, γίνεται σύμβουλός του, και τελικά στενός του φίλος, θυμήθηκα τον δικό μου φιλόλογο τον "Γύπα" ή "Κάλαχαν", ο οποίος εκτός που δεν μας άφηνε να πετάμε κεφτεδάκια και ντολμαδάκια ο ένας στον άλλο, στην επιστροφή μας από εκπαιδευτική εκδρομή στις Μυκήνες, μέσα στο πούλμαν, μας έβαζε να διαβάζουμε παραγράφους από τον Παπαδιαμάντη, τον ένα μετά τον άλλον, στριμωγμένοι στα ξύλινα, βρώμικα θρανία, το βλέμμα ακουμπισμένο στα δροσόφλογα μπούτια της Ρένας, της Μαρίας και των άλλων θεσπέσιων κοριτσιών, μέσα σε απόλυτη σιωπή, στίχους του Σολωμού και του Βάρναλη, δίχως σχόλια, αφοσιωμένος στο χρόνο που κυλούσε αργά για όλους μας. Αποτέλεσμα να γράφουμε αυτά τα ποιήματα.

Γνωρίζω τον γυμνό ζωγράφο, που κάθε πρωινό του Αγίου Φανουρίου ανεβαίνει στο βουνό, και μαζεύει παπαρούνες από τα μάτια του.
Η πράξη του πιθανόν να προκαλεί δέος, γιατί κάθε φορά που ανοίγει το παράθυρό του, οι άνθρωποι κρεμούν κάτι πελώρια φλυτζάνια στα μάτια, κι αρχίζουν να μαζεύουν οδοντοστοιχίες από τα δένδρα φωνάζοντας, "Ο καθένας κι ο θάμνος του! Ο καθένας κι ο θάμνος του!".
Ωστόσο εγώ θαυμάζω τον άνθρωπο αυτόν. Ίσως γι'αυτό το άσπρο που μου χρησιμεύει για σώμα γίνεται δίσκος πικ-απ ,κι αυτό που διαβάζετε δεν είναι τίποτα παραπάνω από μουσική του Jim Morrison.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2007

ΣΤΙΓΜΕΣ


Ο Γιάννης ο μπακάλης, είχε ένα μικρό υπόγειο μαγαζί στην οδό Σολομωνίδου. Στον δρόμο αυτόν μαζευόμασταν και παίζαμε ποδόσφαιρο. Το πάθος ήταν μεγάλο, η ένταση κυριαρχούσε. Εκείνος που έδινε τον ρυθμό ήταν ο Γιάννης, που άφηνε τις πελάτισσες να περιμένουν, μέχρι να ολοκληρώσει την ποδοσφαιρική του προσπάθεια. Εκείνες περίμεναν υπομονετικά, με τα άδεια διχτάκια κρεμασμένα στα χέρια.

Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2007

ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ 2007


Η θεσμοθέτηση λογοτεχνικών βραβείων, προφανώς δεν πρέπει να απασχολεί τους αναγνώστες. Εκείνοι που κερδίζουν από την ύπαρξή τους είναι οι εκδοτικοί οίκοι. Με την βράβευση των βιβλίων , πιστεύουν ότι θα αυξηθεί το εμπορικό κέρδος τους.
Άρα γιατί αυτό το σχόλιο; Γιατί από τις προτάσεις του Κέντρου βιβλίου, http://www.tanea.gr/ColumnCategory.aspx?d=20071110&nid=6542554&sn=Βιβλιοδρόμιο&spid=1363 ένα βιβλίο εξαιρετικό, απαιτητικό, αλλά πλήρως αναγνώσιμο, απουσιάζει από τις προτάσεις. Δεν γνωρίζω τα κριτήρια της επιτροπής. Ή μάλλον τα γνωρίζω: είναι τα κριτήρια των δεσμεύσεων, των στρατηγικών, των επαναλήψεων, άρα του συντηρητισμού, η προσπάθεια να μην ξεφύγουμε από τις αναγνωστικές προτιμήσεις του κοινού, η διαπραγμάτευση με κανόνες που έχουν επιβληθεί από εκδοτικούς οίκους, οι συνεπαγωγές με καταναλωτικά πρότυπα που έχουν εισχωρήσει στον χώρο του βιβλίου, ίσως δε, δεν αμφιβάλω καθόλου, με ενοχικά συμπλέγματα, και ερμηνείες της λογοτεχνικής παραγωγής, συνακολούθως δε η ευπρέπεια ως προτεραιότητα της κοινωνικής συμπεριφοράς, στο βαθμό, βέβαια, που μιλάμε για λογοτεχνικά βιβλία.
Επειδή λοιπόν, η αξιολόγηση σημαίνει υποκειμενικότητα, η αδιαφορία γι'αυτούς τους θεσμούς δεν αναιρεί το δικαίωμα να υπερασπίζομαι ένα βιβλίο, που πέρασε απαρατήρητο από τους επιλεγμένους , πρωτόβαθρους εκτιμητές του κράτους και των "έγκυρων" μέσων, τους υπαλλήλους της βιομηχανίας της λογοτεχνίας, που με φτυαριστή ματιά κρίνουν και προκρίνουν τα έργα που ξεχώρισαν.
Εγώ πάντως ψηφίζω "Συνονόματο" δίχως SMS, και είμαι εφ-τυ-κής.
Καληνύχτο-ζος, κύριοι. Καληνύχτο-ζος!

Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2007

Ο ΒΟΘΡΟΣ




Η μυρωδιά είχε γίνει πλέον αποπνικτική. Προσπάθησε να καταλάβει από που ερχόταν αυτή η δυσοσμία, που δεν διέφερε βέβαια αρκετά από την οικεία, καθημερινή οσμή που ανάδινε το σώμα του. Η διαφορά τώρα γινόταν αντιληπτή, διότι δεν διέθετε τη ξινή συνοδευτική κακοσμία που εξέπεμπε το σώμα του, δείγμα πολυμερούς παραμέλησης του κριτηρίου ανάμεσα σε θνητά πλάσματα και αποδημησάντων εις Κύριον.
Τις τελευταίες μέρες η μυρωδιά είχε γίνει διαρκής κι επίμονη. Η εξασθένιση των ανέμων που με ανακούφιση περίμεναν οι πυροσβεστικές δυνάμεις για την κατάσβεση της από καιρού αναμενόμενης πυρκαγιάς, βοηθούσε στη διεύρυνση του πεδίου της ενοχλητικής επισκέψεως. Όσο προσπαθούσε να θεωρήσει όλα αυτά γέννημα της φαντασίας του, η άπνοια ενίσχυε την πυκνότητα των αναθυμιάσεων, που είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την ατμόσφαιρα, σε απόσταση μεγαλύτερη των δύο μέτρων, αφαιρώντας το προνόμιο η ρυπαρότητά του να είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος της μολύνσεως του περιβάλλοντος χώρου.
Ήταν λοιπόν αυτό που φοβόταν. Ο βόθρος! Πάλι απειλητικός υπενθύμιζε με το περιεχόμενό του την ανθρώπινη μικρότητα, την άναρχη επέκταση του χώρου, την ανικανότητα των τοπικών αρχών και κύρια τις οικονομικές του απαιτήσεις. Μεταφορικά βέβαια όλα αυτά, διότι τι απαιτήσεις έχουν οι ανθρώπινες εκκενώσεις, σωματικές και μηχανικές. Τα βυτιοφόρα με τα σκούρα χρώματα, προκαλούσαν αποστροφή όχι με τον αντιαισθητικό όγκο τους, τους προκλητικούς τίτλους, ή ακόμα-ακόμα το αηδιαστικό περιεχόμενό τους, αλλά μ’αυτόν τον χοντροκομμένο σωλήνα τους, που χωμένος στη γη, μαζί με την εισροή όλων των άχρηστων περιττωμάτων, τραβούσε και το πιο χρήσιμο, αναγκαίο αγαθό της ανθρώπινης ζωής. Τα λεφτά! Το κόστος είχε φτάσει τα εξήντα ευρώ το άδειασμα και αυτό ήταν πρόκληση προς την κοινωνία.
Είχε φτάσει η στιγμή που το ενοχλητικό αυτοκινούμενο δημιούργημα, θα έφτανε έξω από την πόρτα του, ο οδηγός με επαγγελματική ψυχρότητα, γαντοφορεμένος, θα οδηγούσε τον χοντροκομμένο άρπαγα στην τσέπη του και με ηδονικό τρόπο θα τραβούσε τα χρήματα στην υπερφυσική χορτασμένη κοίτη του.
Δεν ήταν δυνατόν να φτάσει σ’αυτή την ταπείνωση. Κατέβηκε κάτω, σέρνοντας βαριά τα πόδια του σαν τον μελλοθάνατο που τον οδηγούν στην αγχόνη. Η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. Έπρεπε να δει το περιεχόμενο. Ανασήκωσε το σκουριασμένο, σιδερένιο καπάκι. Έσκυψε με καρδιά παλλόμενη, τις φλέβες στους κροτάφους να φουσκώνουν γαλαζοπράσινες, στα μάτια μια αχνή λάμψη ελπίδας στο βάθος τους. Ο καλός θεός θα τον βοηθούσε και πάλι. Όπως άλλες φορές όταν έφτανε στα πρόθυρα της απελπισίας το περιεχόμενο τον διέψευδε.
Τι σπουδαίο πράγμα η ελπίδα και η πίστη! Τα μάτια του γαλήνεψαν, μίκρυναν, απόκτησαν τη λάμψη τους, το στόμα του γέμισε σάλιο, οι φλέβες μετέφεραν το αίμα σε κανονικούς ρυθμούς. Ο λάκκος, μακρόστενος, απείχε αρκετά για να ξεχειλίσει. Άφησε με ηδονή το βλέμμα του να πλανηθεί στο παχύρρευστο, δύσοσμο υγρό. Η αποπνικτική μυρωδιά τον αγκάλιασε και τον έκανε ν’αφήσει έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Έκλεισε το καπάκι και ικανοποιημένος, αυτάρκης και σίγουρος για μια ανέξοδη βραδιά, ανέβηκε πάνω στο σπίτι. Η επαφή με την απωθητική οπή τού είχε προκαλέσει την ανάγκη για μια ανώδυνη εκκένωση δίχως το άγχος μιας πιθανής χρηματικής αποζημίωσης.
Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να τραβήξει το μοχλό και το άχρηστο δημιούργημά του θα χανόταν στο βάθος της γης. Τράβηξε το μοχλό, αυτάρεσκα, κι άφησε το παγιδευμένο στον πρασινόχρωμο κάδο, μικρό χείμαρρο, να ξεχυθεί, και να παρασύρει την αποκρουστική εκκένωση. Ο πίδακας του νερού όρμησε πάνω στη γενναία συγκομιδή περιττωμάτων, και με σφοδρότητα ανατάραξε το συγκεντρωμένο νερό, που ανακατεμένο με δυσώδη κόπρανα, τραβώντας τη ροή του συνεχώς εκχειλιζόμενου υγρού, κατευθύνθηκε προς τη φυσική του κατάληξη. Στους σωλήνες δηλαδή που οδηγούσαν σ’αυτό που πριν λίγο του προκαλούσε αποστροφή. Το βόθρο!
Η ανάδευση όμως αντί να ακολουθήσει τη μηχανική κατάληξη, αντιστεκόταν στη μελέτη του κατασκευαστή της εγκατάστασης, πεισματικά, σαν ένα αόρατο τοίχωμα να κρατούσε αντίσταση στον οχετό. Η επιφάνεια της σμάλτινης λεκάνης όταν γαλήνεψε από την εισροή του εισβάλλοντος νερού, άρχισε σιγά-σιγά να ανεβαίνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Στεκόταν αμήχανος, δίχως να μπορεί να δώσει μια εξήγηση, μα και να βρει έναν τρόπο να σταματήσει το ανεξήγητο φαινόμενο. Ο οχετός κάλυψε τη λεκάνη κι άρχισε να κυλά στο δάπεδο του απόπατου, συνεχώς, με ρυθμούς βίαιους, να αναβλύζει από τη φυσιολογική ζύμωση, διαλυμένα μικρά κομματάκια κοπράνων, δυσώδη αποπνικτικό υγρό, τραβώντας την πορεία του, ασταμάτητα πλέον, προς τον διάδρομο.
Παρακολουθούσε ανήμπορος την κατάσταση, δίχως να αντιδρά, μαρμαρωμένος, τα μέλη του σώματός του παραλυμένα, εγκαταλειμμένος στην εκδίκηση των ψευδαισθήσεων του. Το πηχτό υγρό, πλημμυρισμένο κόπρανα, σιχαμερά έντομα, απαραίτητους συνοδούς της αηδιαστικής πλημμυρίδος, είχε καλύψει το πρόσωπό του,κάτωχρο και απορημένο, στο έλεος του οχετού.
Έριξα μια ζακέτα στους ώμους και βγήκα στην αυλή. Το πτώμα του διάστικτο με υπολείμματα περιττωμάτων κι ανατριχιαστικά έντομα, κυλούσε προς τη θάλασσα. Σε λίγο θα το έτρωγαν τα ψάρια με τα πράσινα φτερά.

Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007

ΑΙΣΧΟΣ!!!!!

Δεν νομίζω να υπάρχει πιο κατάπτυστο, συκοφαντικό και εμετικό δημοσίευμα από το κείμενο του δημοφιλούς, ακαταπόνητου και υπερφίαλου Γιώργου Μίχου. Η τοποθέτησή του δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις αντιδραστικές απόψεις των απανταχού δεσμοφυλάκων της κοινωνικής στοίχησης, στις επιταγές και σχέδια των νομοθετών του καπιταλιστικού σχεδιασμού της κοινωνίας μας. Η απαξίωση των αγώνων των μαθητών με χαρακτηρισμούς "τσογλανάκια","κακομαθημένος τσόγλανος", "η μαλακία τους", τον κατατάσσει στην κορυφή των φασιστοειδών που, δυστυχώς, συνεχίζουν να επικυρώνουν την ύπαρξή τους από την ανοχή των "ουδέτερων" και "αντικειμενικών" σχολιαστών.
Αντίσταση στους προγραμματιστές της ζωής και των ονείρων μας!!!

http://giorgosmixos.blogspot.com

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007

ΚΑΛΑ, ΠΛΑΚΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ;

"Να ζωντανέψουν οι θύελλες να γίνουνε Τετάρτη" φώναζε, καθώς το νησί
από κρύσταλλο, λαμπάδιαζε στα πόδια του. Την ίδια στιγμή, σταμάτησε να πέφτει,
στάθηκε νεκρός και ρώτησε:
Ο Προίμος
Τότε γέμισε παιδικές εκδρομές και Γιάννες πολλές Γιάννες, κίτρινες σα δροσιά.
Αγκαλιάστηκαν, απάντησε η μικρότερη, γκαστρώθηκε η μια, γονάτισε και

βλάστησε στο στήθος μου.
Το καφέ αστέρι